6.5.21

Ο Ιησούς στο δημοτικό τραγούδι

Για να εκπονηθεί ένα συνολικότερο πρόγραμμα μελέτης και ανάδειξης εκφάνσεων της λαϊκής δημιουργίας που έχουν μείνει σχετικά ανεξερεύνητες, θα χρειαζόταν η εργασία μιας ευρύτερης ερευνητικής ομάδας. Για παράδειγμα, η συνάφεια του δημοτικού τραγουδιού με την ορθόδοξη παράδοση και το θρησκευτικό δημοτικό τραγούδι, στο «άλλο άκρο», η σχέση του με την έννοια του άλογου και τις υπερρεαλιστικές διαστάσεις του, στις οποίες αναφέρεται ακροθιγώς ο Γιώργος Σεφέρης. Σημειώνουμε ενδεικτικά:

Α. Σε πάρα πολλά θρησκευτικά και λατρευτικά τραγούδια –που αποτελούν μια σημαντική αυτόνομη κατηγορία τραγουδιών– οι Άγιοι της ορθοδοξίας αλλά και ο ίδιος ο Θεός δεν συμπεριφέρονται μόνο ως φίλοι του ανθρώπου αλλά και της Φύσης.
Εντυπωσιακά, επί παραδείγματι είναι κάποια κάλαντα της πρωτοχρονιάς[1] –παραλλαγές των οποίων σώζονται στη Μικρά Ασία, την Κρήτη, τη Σάμο, τη Λέσβο, τη Λήμνο– στα οποία ο Μέγας Βασίλειος δεν είναι ο γνωστός άνθρωπος των γραμμάτων που «βαστᾶ λιβάνι και κερὶ, χαρτὶ καὶ καλαμάρι», αλλά γεωργός, τον οποίον πρωτοσυναντά ο Χριστός, όταν βγαίνει κατά την πρωτοχρονιά να χαιρετίσει τον κόσμο!

Ταχιὰ ταχιά ν’ἀρχιμηνιά, ταχιά ’ν’ ἀρχὴ τοῦ χρόνου,
ταχιά ’ν’ ὅπου προπάτηξεν ὁ Κύριος στὸν κόσμο
κι’ εβγῆκεν καὶ ἐχαιρέτηξεν ὅλους τοὺς ζευγολάτες.
Ὁ πρῶτος ποὺ χαιρέτηξεν ἦταν ἅγιος Βασίλης:
–Καλῶς τὰ κάνεις, Βασιλειό, καλὸ ζευγάριν ἔχεις
–Καλὸ τὸ λές, ἀφέντη μου, καλὸ και βλογημένο.

Και αφού ο Χριστός θα συζητήσει με τον «Βασιλειό» για την παραγωγή του, άφθονη και καρπερή, το άσμα θα τελειώσει σε μια λατρευτική πανδαισία της σύνολης Φύσης που θα έχει ενεργοποιήσει η παρουσία του Χριστού. Ο Χριστός γίνεται κυριολεκτικά ο Κύριος της αγάπης – γύρω του τρέχουν γάργαρα νερά και φτεροκοπούν οι πέρδικες και τα περιστεράκια:

Κι ἐκειὰ ποὺ στάθηκ’ ὁ Χριστός, χρυσὸν δεντρὶν ἐβγῆκε,
κι ἐκειὰ ποὺ παραπάτησεν, ὥρια πανώρια βρύση
καὶ πᾶν οἱ πέρδικες νὰ πιοῦν μὲ ὅλα τὰ πουλάκια,
μὲ ὅλα τὰ πετούμενα καὶ τὰ περιστεράκια.
Παίρνουν νερὸ στὰ νύχια ντως καὶ μόσκο στὰ φτερά ντως
Καὶ ραίνουν τὸν αφέντη μας τὸν πολυχρονισμένο.

Β. Ο Σεφέρης, στον «Μονόλογο πάνω στην ποίηση», υποστηρίζει πως ο στίχος «καὶ τὸ βοριὰ τὸ δροσερὸ τὸν πήραν τὰ καράβια», «δεν έχει κανένα λογικό νόημα ή καλύτερα είναι αντίθετος με κάθε λογικό νόημα». Και όμως, «ο στίχος φτιάνει τη μπουνάτσα χωρίς καμιά δυσκολία, σαν να ήταν αυτός που με μια μαγική λέξη παραμέρισε και τους ανέμους και τα πλεούμενα»[2]. Η Ξένη Σκαρτσή βρίσκει μάλιστα μια προνομιακή σχέση του δημοτικού τραγουδιού με το άλογο στοιχείο και κατά συνέπεια με τη σύγχρονη ποίηση, μια και:

Το δημοτικό τραγούδι εκφράζει μια προ-λογική κατάσταση της γλώσσας η οποία συνδέεται με τη μυθική αντίληψη του κόσμου, τη μαγική χρήση του λόγου και τη στενή του σχέση με το ρυθμό και τη μουσική.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αλογίας, ή «ασημίας», η οποία φτάνει ως την ηχητική αλογία, την κατίσχυση του ήχου έναντι του νοήματος, αποτελούν τα εργατικά τραγούδια, η μήτρα της γλώσσας, κατά τη θεωρία του Thomson, τα ξόρκια ή επωδές και τα λατρευτικά-αγυρτικά που συνοδεύουν έθιμα προχριστιανικά.
Ακόμα τα παιδικά, στα οποία «εξέπεσαν» πολλά τραγούδια από τις δύο προηγούμενες κατηγορίες, και τα γυρίσματα. Η μελέτη της αλογίας, βασικό στοιχείο και της καθημερινής ομιλίας, στο δημοτικό τραγούδι, μας επιτρέπει να κατανοήσουμε ένα δομικό χαρακτηριστικό της ποίησης το οποίο απαντά, ή στο οποίο επιστρέφει, και η μοντέρνα ποίηση[3].
Ό,τι συμβαίνει με τα παιδικά τραγούδια συμβαίνει και με τα νανουρίσματα­ μια και στα δυο είναι προφανής η προτίμηση του ήχου έναντι του νοήματος. Και, όπως σημειώνει ο Μιχάλης Μερακλής, «Δεν είναι πια η γλώσσα του λόγου, είναι η γλώσσα του μύθου, ενός έστω ιδιότυπου μύθου, με αναδιαταγμένα τα στοιχεία του κανονικού κόσμου και καθαρούς ήχους με οδηγό την ομοιοκαταληξία»[4]. Διαβάζουμε:

Τὸ παιδὶ μου τὸ μικρὸ / μοναχὸ κυλάει τ’ αὐγὸ
Καὶ κανεὶς δὲν τὸ βοηθᾶ, / μόνο ἡ πέρδικα κι’ ἀϊτὸς
καὶ τῆς Παναγιᾶς ὁ γιός[5].

Σχετικά παραδείγματα, υπογραμμίζει η Σκαρτσή, απαντούν και σε πολλά άλλα τραγούδια, ιδίως στα λατρευτικά, «….παράδειγμα το απόσπασμα από το τραγούδι Του Ζαφείρη με το οποίο αναπαριστανόταν, όπως και στα αρχαία Αδώνια, ο θάνατος και η ανάσταση της φύσης την άνοιξη»:

Γιὰ ἰδέστε νιὸν ποὺ ξάπλωσα –φίδια ποὺ μ’ ἔφαγαν!-
γιὰ ἰδέστε κυπαρίσσι – ἰώ, οἴ!
Δὲ σειέται, δὲ λυγίζεται – κόσμε μου, σκοτῶστέ με-,
δὲ σέρν’ τὴ λεβεντιά του – ἰώ, οἴ!
Ποιὸς σούκοψε τὶς ρίζες σου; – ἄχου ψυχούλα μου-
καὶ στέγνωσ’ ἡ κορφή σου; – ἰώ, οἴ!
Τι μὄκανες λεβέντη μου! – φίδια ποὺ μ’ ἔφαγαν!-
τὶ μὄκανες ψυχή μου! – ἰώ, οἴ![6]


[1] Βλ. Γ. Α. Μέγας, Ελληνικαί εορταί και έθιμα της λαϊκής λατρείας, Αθήνα 11956,

[2] Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές, Α΄ τόμος (1936-1947), Ίκαρος 1974, Αθήνα, σ. 97.

[3] Ξένη Σκαρτσή, «Δημοτικό τραγούδι και αλογία», Ποίηση και Αλογία, Πρακτικά 33ου Συμποσίου Ποίησης, Μανδραγόρας, Αθήνα 2016, σσ. 135-145, εδώ, περίληψη www.poetrysymposium.gr/pdf/33_perilipsis/Skartsi.docx

[4] Μιχάλης Μερακλής,«Τα παιδικά τραγούδια και η σημασία του ήχου», Έντεχνος λαϊκός λόγος,Καρδαμίτσας, Αθήνα, 1993, σσ. 239-246.

[5] Σωκράτης Λ. Σκαρτσής, Δημοτικά Τραγούδια,Καστανιώτης, Αθήνα 1987, σ. 148.

[6] Σωκράτης Λ. Σκαρτσής, Δημοτικά Τραγούδια, ό.π.


https://www.huffingtonpost.gr