Κι εγώ μένω συχνά σκεφτικός μπροστά τους.
Ατενίζω ένα φύλλο και εναποθέτω σ’ αυτό την ελπίδα μου.
Όταν ο άνεμος παίζει μαζί του, τρέμει όλο μου το είναι, κι αν τύχει να πέσει, τότε καταρρέει, αλίμονο, μαζί του και η ελπίδα μου.
Για να μπορώ να ανακρίνω το πεπρωμένο, μου χρειάζεται μια διαζευκτική ερώτηση (Μ’ αγαπά/ Δε μ’ αγαπά), ένα αντικείμενο επιδεκτικό μιας απλής παραλλαγής (Θα πέσει/ Δεν θα πέσει), και μια εξωτερική δύναμη (θεότητα, τύχη, άνεμος) που σημαδεύει τον έναν από τους πόλους της παραλλαγής αυτής.
Θέτω πάντα την ίδια ερώτηση (θ’ αγαπηθώ;) και η ερώτηση αυτή είναι διαζευκτική: ή όλα ή τίποτε.
Δεν δέχομαι ότι τα πράγματα ωριμάζουν, ότι ξεφεύγουν από το δέον του πόθου.
Δεν είμαι διαλεκτικός. Η διαλεκτική θα έλεγε: το φύλλο δεν θα πέσει τώρα, θα πέσει ύστερα, στο μεταξύ, όμως, εσείς θα έχετε αλλάξει και δε θα θέτετε πια αυτή την ερώτηση.
(Από κάθε συμβουλάτορά μου, όποιος κι αν είναι, προσμένω να μου πει: «Το πρόσωπο που αγαπάς σ’ αγαπά κι αυτό και θα σου το πει απόψε».)
Μερικές φορές το άγχος είναι τόσο έντονο, τόσο πνιγηρό (μιας κι αυτή είναι η ετυμολογική προέλευση της λέξης) -ένα άγχος αναμονής, λόγου χάρη- ώστε είναι πια ανάγκη να κάνω κάτι. Αυτό το «κάτι» είναι φυσικά (και παλαιόθεν) μια ευχή: αν (γυρίσεις…) τότε (θα εκπληρωθεί η ευχή μου).
ΡΟΛΑΝ ΜΠΑΡΤ, αποσπάσματα του ερωτικού λόγου, ΚΕΔΡΟΣ