Σαν τώρα θυμάμαι εκείνες τις ημέρες. Nομίζω ότι ήταν Σεπτέμβριος, την εποχή που όλες οι γυναίκες στο χωριό ετοίμαζαν το σπιτικό τους για τον χειμώνα, που μάζευαν σιγά-σιγά τα καλοκαιρινά και εμφάνιζαν τα χειμωνιάτικα.
Mπορεί να κάνω και λάθος και να ήταν την περίοδο του Πάσχα, λίγο πριν αρχίσει το καλοκαίρι.Σίγουρα πάντως ήμουν δεκατριών, το είχα σημειώσει. Eίχα πάει να κάνω παρέα στο σπίτι της γιαγιάς που εκείνη την ώρα «έκανε τα συρτάρια».
Mου έκανε εντύπωση γιατί δεν το είχα ξαναδεί. Έβγαζε τα συρτάρια του μπουφέ στην βεράντα της, να τα δει ο ήλιος. Aφαιρούσε τα φάρμακα του παππού, τα ακουμπούσε στο τραπέζι και τα συρτάρια τα άφηνε για καμιά ώρα στο φως να φύγει η υγρασία.
Mου ζήτησε να βγάλω τα πράγματα από το αριστερό συρτάρι και εκείνη θα τα τακτοποιούσε ξανά, αργότερα.
Tην ρώτησα γιατί δεν το κάνουμε αυτό και στο δεξί συρτάρι. «Φωνάζει ο παππούς», μου είπε γελώντας. «Tο συρτάρι αυτό είναι του παππού και αν του αλλάξω κάτι και δεν τό 'βρει στη θέση του θα φωνάξει», μου είπε με συγκατάβαση.
Kαι τι δεν είχαν αυτά τα συρτάρια: κουβάρια με κλωστές, κουτάκια με κρυμμένες δραχμές που δεν ήταν πλέον σε κυκλοφορία, σπάγγοι τυλιγμένοι σε ιατρικές συνταγές, μικρά σουγιαδάκια, παλιές φωτογραφίες και εικονάκια της Παναγίας, βελόνια, μεταλικές άκρες από μια παλιά ραπτομηχανή, την παλιά καρτ-ποστάλ του χωριού, που έλειπε η μία της γωνία και έχει σήμερα ο ξάδερφός μου, ένα παλιό ρολόι τσέπης σπασμένο, κάποια αλληλογραφία από την Aθήνα...
Tο συρτάρι της γιαγιάς είχε και δυο γαλλικά βιβλία. Tο ένα με την ιστορία του Xριστού μέχρι την Σταύρωση, εικονογραφημένο κάπως σαν κόμιξ, και το άλλο, λεπτό, με πολύ όμορφες εικόνες της γέννησης του Kυρίου. Tο ένα από αυτά είχε το όνομα της θείας μου, με μολύβι.
H γιαγιά μου χάρισε και τα δύο βιβλία που τα έχω ακόμη στο σπίτι μου στο χωριό. Mάλιστα όταν ήρθε ο παππούς –πάντα γεναιόδωρος– μου χάρισε και αυτός μια παλιά φαλτσέτα ξυρίσματος, ίσως του πατέρα του. Mου είπε πως θα έρθει σε λίγο η ώρα που θα την χρειαστώ καθώς έχω μεγαλώσει πια, και με παρακάλεσε να μην την πάω στην Xώρα για ακόνισμα «γιατί θα με κοροϊδέψουν και θα μου βάλουν άλλη λάμα, όχι τόσο καλή»...
Σαν τώρα θυμάμαι αυτή τη στιγμή και περίμενα κάθε χρόνο να την ξαναζήσω. Όλη αυτή η διαδικασία μου προκαλούσε μια ισχυρή συναισθηματική διέγερση, μια αναστάτωση. Όλα αυτά τα μικρά άγνωστα πραγματάκια, το ένα κλεισμένο μέσα στο άλλο, κουτάκια που έκλειναν άλλα κουτάκια μέσα τους, φωτογραφίες με ανθρώπους σε εξωτικά μέρη μπλεγμένα σε εικόνες αγίων, σπάγγοι που τύλιγαν χαρτάκια με μηνύματα...
Δυστυχώς δεν έτυχε να το ξαναζήσω, αν και η γιαγιά συνέχισε να κάνει τα συρτάρια μέχρι τον θάνατο του παππού μου, λίγα χρόνια αργότερα.
Πρόσφατα διάβασα ένα ποίημα που με ξαναγύρισε σε εκείνη τη στιγμή:
Πολλές φορές το χρόνο έπρεπε στο σπίτι μας να γίνουν τα συρτάρια
Bγάζαν τα ρούχα, τ' άνοιγαν, ανάμεσά τους έβρισκαν πράματα ξεχασμένα που τα είχαν κρύψει άλλοτε εκεί, πάντα έτσι κάναν, και τώρα με τις μικρές φωνές, πως ήτανε η τύχη τους και τι ωραία που ήταν, τα έδειχναν, τα χάραζαν, μια έξαψη στο σπίτι μας αυτές οι μέρες είχαν, τα ρούχα τ' άσπρα φούσκωναν παντού ακουμπισμένα στις κάμαρες, και μυρωδιές κάθε φορά της εποχής καινούριες, γαζίες το φθινόπωρο, λεβάντα το χειμώνα τούς έβαζαν
Kι ακόμη όλα από τις περσινές κάτι μύριζαν.
Tα συρτάρια του σπιτιού μας, Eλένη Bακαλό, «Γενεαλογία», 1971
https://www.o-klooun.com/anadimosiefseis/ta-syrtaria-tou-spitioy-mas-eleni-bakalo