-Τι να γίνεται εκεί πάνω! μουρμούρισε.
Και σε λίγο πήρε την απόφαση, μίλησε:
-Ξέρεις να μου πεις αφεντικό, είπε κι η φωνή του ασκώθηκε επίσημη, συγκινημένη μέσα στη ζεστή νύχτα, ξέρεις να μου πεις τί πάει να πουν όλα αυτά; Ποιος τα 'καμε; Γιατί τα 'καμε; Και πάνω απ' όλα, ετούτο (η φωνή του Ζορμπά ήταν γεμάτη θυμό και τρόμο): Γιατί να πεθαίνουμε;
-Δεν ξέρω Ζορμπά! αποκρίθηκα, και ντράπηκα λες και με ρωτούσαν το πιο απλό πράγμα, το πιο απαραίτητο και, δεν μπορούσα να το ξηγήσω.
-Δεν ξέρεις! έκαμε ο Ζορμπάς και τα μάτια του γούρλωσαν.
[...]-Τότε τί είναι αυτά τα παλιόχαρτα που διαβάζεις; Γιατί τα διαβάζεις; Άμα δε λένε αυτό, τί λένε;
-Λένε τη στεναχώρια του ανθρώπου που δε μπορεί να απαντήσει σε αυτά που ρωτάς, Ζορμπά, αποκρίθηκα.
-Να τη βράσω τη στεναχώρια τους! έκαμε ο Ζορμπάς χτυπώντας με αγανάχτηση τα πόδια του στις πέτρες.
[...]-Είμαστε σκουληκάκια μικρά μικρά, Ζορμπά, αποκρίθηκα, απάνω σ' ένα φυλλαράκι γιγάντιου δέντρου.Το φυλλαράκι αυτό είναι η γης μας∙ τ' άλλα φύλλα είναι τ' αστέρια που βλέπεις να κουνιούνται μέσα στη νύχτα.Σουρνόμαστε απάνω στο φυλλαράκι μας, και το ψαχουλεύουμε με λαχτάρα∙ τ' οσμιζόμαστε, μυρίζει, βρωμάει∙ το γευόμαστε, τρώγεται∙ το χτυπούμε, αντηχάει και φωνάζει σαν πράμα ζωντανό.Μερικοί άνθρωποι, οι πιο ατρόμητοι, φτάνουν ως την άκρα του φύλλου∙ από την άκρα αυτή σκύβουμε, με τα μάτια ανοιχτά, τα αυτιά ανοιχτά, κάτω στο χάος. Ανατριχιάζουμε.
Μαντεύουμε κάτω μας το φοβερό γκρεμό, ακούμε ανάρια ανάρια το θρο που κάνουν τα φύλλα του γιγάντιου δέντρου, νιώθουμε το χυμό ν' ανεβαίνει από τις ρίζες του δέντρου και να φουσκώνει την καρδιά μας. Κι έτσι σκυμμένοι στην άβυσσο, νογούμε σύγκορμα, σύψυχα, να μας κυριεύει τρόμος. Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει...
Σταμάτησα. Ήθελα να πω: «Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει η Ποίηση», μα ο Ζορμπάς δε θα καταλάβαινε και σώπασα.
[...]
-...αρχίζει ο κίντυνος, Ζορμπά, είπα.
Άλλοι ζαλίζονται και παραμιλούν, άλλοι φοβούνται και μοχτούν να βρουν μια απάντηση, που να τους στυλώνει την καρδιά και λένε : "Θεός", άλλοι κοιτάζουν από την άκρα του φύλλου το γκρεμό παλικαρίσια και λένε : "Μου αρέσει".
– Ο Ζορμπάς συλλογίστηκε κάμποση ώρα∙ βασανίζουταν να καταλάβει.
-Εγώ, είπε τέλος, κοιτάζω κάθε στιγμή το θάνατο∙ τον κοιτάζω και δε φοβούμαι∙ όμως και ποτέ, ποτέ δε λέω: Μου αρέσει. Όχι δε μου αρέσει καθόλου! Δεν είμαι λεύτερος; Δεν υπογράφω!"
[...]
-Δεν είμαι λεύτερος; ξαναφώναξε.
Δε μιλούσα. Να λές "Ναι!"στην ανάγκη, να μετουσιώνεις το αναπόφευγο σε δικιά σου ελεύθερη βούληση -αυτό, ίσως, είναι ο μόνος ανθρώπινος δρόμος της λύτρωσης.
Ν. Καζαντζάκης, "Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά",
Εκδ. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ (απόσπασμα)