Σ’ ένα στενορύμι με κουρασμένα πέτρινα σπίτια καθότανε κείνη, και στ’ αντικρινό κουρελόσπιτο με τη φαγωμένη σκεπή, εγώ.
Ήταν ξανθιά. Πήγαινε στην Τρίτη του σκολειού. Είχε τα χέρια της γιομάτα μελάνια και τα τετράδιά της γιομάτα μηδενικά.
Για την αλήθεια οι πιο πολλές μελανιές του χεριού της ήταν απ’ τη βέργα του δασκάλου παρά απ’ την καλαμαριά της –μα ας είναι…
Είχε και κάτι άλλες μελανιές. Μα αυτές ούτε της βέργας ήταν ούτε της καλαμαριάς της.
Η μάνα της –Θε μου! τι «μάνα» λέω; Μια λάμια ήταν. Να, τι ήταν η μάνα της! Μια λάμια και τίποτα παραπάνου ήταν.
Έφτανε ν’ ακούσει την περπατησιά μου για να γίνει σκέτο ξίδι.
Σπουδαία μάνα είχε η Σίικα! Ήταν μια ψηλή ψηλή αρκούδα που σαν περνούσε τις πόρτες καλά θα ‘κανε να σκύβει το κεφάλι της.
-Σίιιικαααα! φώναζε βραχνά βραχνά σαν ντρομπαμαρίνα. Με το ματζίρ είσι πάλε; Με το κρίβα-πάτσε είσι; Αααα-αχ! Γιάλα κι τα σο φάω το τζιγιέρ!
Και την άδραχνε απ’ όπου πρόφταινε. Οι φωνές της Σίικας ξεσηκώνανε όλο το στενό.
-Λέλεε, μάικω μου… έκλαιγε, δεν το κάνω άλλο! Όκι, μάικω μου, άλλο! Όκι άλλο, μάικω μουουου!
Την άλλη μέρα μου ‘δειχνε τις τσιμπιές της μάνας της, τις σκέπαζε βιαστικά με το φουστάνι της κι έλεγε ξένοιαστα:
-Ντεν είνι τίποτις! Να, τίπτις… σο λέω!
Κι έκανε χαρές και γέλια.
Αφού έτρωγε τόσο ξύλο και ήξερε να κάνει τόσες χαρές και γέλια, πώς μπορούσα να μην την αγαπήσω;
Ναι, την αγαπούσα. Δεν της το ‘πα (δεν ήξερα πως το λένε) μα αυτό που είχαμε οι δυο, χωρίς άλλο θα ήταν μια μεγάλη αγάπη γιατί δεν ήταν άλλο ομορφότερο στον κόσμο απ’ αυτό που είχαμε εμείς.
–Πονάς… της έλεγα Σίικα, μου λες ψέματα. Πονάς…
-Ντε πονάω τίπτις, σο είπα… Για… τίπτις!
Και χτυπούσε μπατσιές απάνω στην πληγή της. Κι εγώ ησύχαζα.
Τότε πιανόμασταν απ’ το χέρι και φεύγαμε κατά τα χωράφια.
Βρίσκαμε ένα καλό κατατόπι μες στις βατσουνιές και καθόμασταν. Εκεί η Σίικα ανασήκωνε το ζιπούνι της κι έβγαζε με χαρούμενα μάτια το μαντίλι της. Ήταν πάντα βρόμικο μα κεντημένο με κόκκινη κλωστή και κίτρινη τρογυριά.
Όλο και κάτι θα ‘χε κείνο το μαντήλι μέσα, μα πάντα κλεψιμέικο. Ή κλεμμένα φρούτα απ’ τα δέντρα ή κλεμμένα ζαχαρωτά ή ζαχαρωτά αγορασμένα με κλεμμένα λεφτά.
Τα ‘βγαζε και μου τ’ αράδιαζε στα γόνατά μου.
-Για και αυτό… για και αυτό… Όλα για τι σένα –όλα (διάλεγε κι ένα μικρούλικο) και αυτό για μένα.
-Σίικα… Σίικα. Τι είμαι γω; της παραπονιόμουνα. Γιατί τα κάνεις όλα αυτά για μένα;
-Γκιατί;
-Ναι, γιατί;…
Έπεφτε σε συλλογή. Ύστερα;
Ντε κσιέρω… έκανε αμήχανα και με μπούκωνε ορμητικά με μια καραμέλα και σώπαινε.
Να, είδες; Και κείνη δεν το ‘ξερε. Τράβηξε μια ξανθιά τρίχα απ’ το τσουλούφι της και την έβγαλε στα χείλη. Ύστερα με μπούκωσε μ’ άλλο ένα ζαχαρωτό.
-Φάτι κι αυτό. Κσιέρεις γκιατί; λέει ξαφνικά μ’ ένα τίναγμα. Εγκώ το κσιέρω.
-Έλα, πες το μου και μένα λοιπόν τώρα, Σίικα. Έλα λοιπόν τώρα. Θα μου το πεις; Ε, Σίικα. Έλα λοιπόν τώρα. Θα μου το πεις; Ε, Σίικα; Πες το μου και μένα που δεν το ξέρω.
-Να … (την περίμενα με τα μάτια, με το στόμα, με τ’ αφτιά). Να…. Γκιατί είναι μαγκαζιά που πουλάνε γλυκά και γκιατί είναι και ντέντρα.
-Ουμ, τα μαγαζιά και τα δέντρα είναι για όλους. Ήτανε και πριν.
-Και πριν; Όχι ντεν ήτανε και πριν… Εγκώ δεν τα είδα, δεν τα ήτελα.
Μενέλαος Λουντέμης, «Συννεφιάζει»