Βλέπει τις ρυτίδες, που οι κρέμες και οι πούδρες δεν καταφέρνουν να σβήσουν.
Ο καθρέπτης της λέει καθαρά ότι σπατάλησε την ωραιότερη ηλικία της ζωής της.
Κάθε πρωί, όταν ξυπνά, είναι καταβεβλημένη, χωρίς μορφή.
Αν δεν έπρεπε να πάει στη δουλειά, θα αρνιόταν να σηκωθεί, θα αρνιόταν να δει ανθρώπους.
Αλλά καθώς πηγαίνει εκεί, είναι υποχρεωμένη να έρχεται σε επαφή με κόσμο, και τότε αρχίζει να μιλάει και να γελάει· ξεχνιέται, συμφιλιώνεται λίγο με τον εαυτό της.
Λες ότι καταλαβαίνεις.
Όχι δεν μπορείς να καταλάβεις.
Λέει ότι δεν μπορείς να καταλάβεις πως καταρρέει ψυχικά μια γυναίκα που ανακαλύπτει ότι ως αυτή την ηλικία δεν γνώρισε κανέναν που να την αγαπήσει αληθινά.
Μόνο σαν έρχεται το βράδυ αισθάνεται θυμό.
Θα ήθελε όλα τα βράδια της να είναι κλεισμένα για έξοδο ή επισκέψεις· δε μπορεί να υποφέρει τη μοναξιά.
Θέλει να βιαστεί να ζήσει.
Καταλαβαίνεις αυτό το συναίσθημα του επείγοντος; Όχι, δεν το καταλαβαίνεις.
Λέει ότι δεν έχει την αίσθηση της ζωής παρά μόνο όταν πηγαίνει να χορέψει, όταν ο παρτενέρ της την αγγίζει κι εκείνη κλείνει τα μάτια.
Ξέρει ότι κανένας άντρας δε θα μπορέσει να την αγαπήσει.
Δεν μπορεί πια να υποφέρει να τη ζυγίζουν με το βλέμμα, φοβάται τις ρυτίδες στην άκρη των ματιών, την όψη της που μεταβάλλεται μέρα με τη μέρα.
Ξέρει ότι εσείς οι άντρες, όταν χρειάζεστε μια γυναίκα, ξοδεύεστε σε μελωμένα λόγια κι αφού ικανοποιηθείτε φεύγετε για άλλη, καινούργια κατάκτηση.
Όταν βρείτε μία νέα και όμορφη, άμεσως αρχίζετε τα υποκριτικά σας καμώματα.
Πόσο διαρκεί ωστόσο η νιότη μιας γυναίκας;
Να ποια είναι η μοίρα τους.
Δεν της απευθύνεις παρήγορα λόγια παρά τη νύχτα, στο κρεβάτι, όταν δεν μπορείς να δεις τις ρυτίδες της, όταν σου δίνει την ηδονή, όταν την ακούς να διηγείται!
Λέει ότι ξέρει πως θα απαλλαγείς από αυτή, όλα δεν είναι παρά πρόσχημα, περιμένεις την ευκαιρία να την αφήσεις, δεν πρέπει να μιλάς.
Απόσπασμα από το βιβλίο «Το Βουνό της Ψυχής» - Γκάο Ξινγκγιάν
Μετάφραση: Βίκυ Σιδηροπούλου, Εκδόσεις Λιβάνη