4.12.20

"Ο ΚΕΝΤΑΥΡΟΣ που αγαπούσε τη ΓΟΡΓΟΝΑ"...Εκδόσεις ΟΣΤΡΙΑ. ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

Το «καβάκι» του ήταν το αγαπημένο του δένδρο. Όταν ήταν μικρός , πάνω στον κορμό του κρεμούσε ο πατέρας του τον τρουβά με το φαγητό, για να μην τρυπώσει κάνα φίδι, μυρμήγκια και ένα σωρό άλλα ζουζούνια του κάμπου. Εκεί παίρνανε το δεκατιανό και τις ανάσες τους για να συνεχίσουν. Εκεί έτρωγαν το μεσημεριανό και τον βιαστικό ύπνο της κούρασης. Τα καλοκαίρια εκεί ξεδιψούσαν , εκεί έτρωγαν το καρπούζι φέτες φέτες, σκυμμένοι μπρος φτύνοντας τα κουκούτσια στο χώμα. Παρατηρούσε μετά τα μυρμήγκια Γίγαντες που ερχόταν το ένα πίσω από το άλλο σχηματίζοντας ουρές δεκάδων μέτρων μέχρι τη φωλιά τους. Πάντα του έκανε εντύπωση η ταχύτητα και η επιμονή τους, να κουβαλάνε σιγά, κουκούτσια, ψίχουλα από το φαγητό. Το μάτι του μια φορά είχε πέσει σε ένα μυρμήγκι που είχε αρπάξει με τις δαγκάνες του το κουκούτσι από ένα νεκταρίνι, θα έλεγες ότι ήταν εικοσαπλάσιο σε μέγεθος και βάρος από το μικροσκοπικό ζουζούνι και παρόλα αυτά δεν το έβαζε κάτω, το μετακινούσε σταθερά με υπομονή και επιμονή προς τη φωλιά του.