4.12.20

"Ο ΚΕΝΤΑΥΡΟΣ που αγαπούσε τη ΓΟΡΓΟΝΑ"...Εκδόσεις ΟΣΤΡΙΑ. Του Θεοχάρη Μπικηρόπουλου

Τη σκέψη του σταμάτησε ένα φως που έπιασε η άκρη του ματιού του. Ένα φως, σαν μικρό αστέρι, που κινούνταν από την κορυφή του Ολύμπου, ευθεία ανατολικά προς το φεγγάρι. Κάτι του θύμισε αυτό το φως. Άνοιξε τα μάτια του.Σηκώθηκε να το δει καλύτερα. Πολύ χαμηλά για δορυφόρος. Περίεργη πορεία για πτήση αεροπλάνου ή ελικοπτέρου. Κανένας θόρυβος μες την ησυχία της νύχτας. Η μικρή στρόγγυλη μπαλίτσα φωτός, πλησίαζε προς την κάτω πλευρά του φεγγαριού. Ξαφνικά η φωτεινή μπαλίτσα σταμάτησε.Έμεινε εκεί καρφιτσωμένη στον ουρανό. Έβγαλε το κινητό και άρχισε να «γράφει» για του λόγου το αληθές. Χάθηκε ξαφνικά από τα μάτια του.Πήγε στην άκρη του μπαλκονιού. Κοίταξε τον ουρανό. Δεξιά, αριστερά….Τίποτα. Κοίταξε και ξανακοίταξε το βίντεο 10΄΄ που είχε στο κινητό.
«Ούτε μεθυσμένος είμαι…ούτε ονειρεύομαι. Τι ήταν αυτό;Δεύτερη φορά σε 5-6 χρόνια…Τι είναι αυτά τα φώτα σαν πολυέλεος στον Όλυμπο;»
Έψαξε πάλι τον ουρανό με τα μάτια του. Ο κάγκουρας με τέρμα τη μουσική στη διαπασών με ένα νταλκαδιάρικο τραγούδι να ακούγεται σε ολόκληρο το σύμπαν, περνούσε πάλι από τη γειτονιά, με φρεναρίσματα και σπιναρίσματα στις στροφές, ταράσσοντας τη γαλήνη της νύχτας.Ο καθένας με τον πόνο του.
Πήγε για ύπνο.