Εἶχε καί τά «καλά της» ἡ καραντίνα.
Ἡ ταπεινότης μου, ἄς ποῦμε, βρῆκε τήν εὐκαιρία νά «ξεδιαλέξει» τούς δίσκους βινυλίου, νά «ξεσκαρτάρει» τά «σί-ντί», νά ταξινομήσει σωστά τά βιβλία, νά χαρίσει κάποια ἀπό αὐτά (κυρίως τά ἰατρικά βιβλία τῶν ἀρχῶν τοῦ περασμένου αἰῶνα, πού ἄφησε φεύγοντας ἀπό τήν ζωή ὁ πατέρας μου) ἀλλά καί νά διαβάσω καί νά ἐντοπίσω μερικά ἐνδιαφέροντα κείμενα.
Ἄς μοιραστοῦμε σήμερα ἕνα ὑπέροχο γραφτό τοῦ Μ. Καραγάτση (Δημήτριος Ροδόπουλος) πού δημοσιεύθηκε ὑπό τόν τίτλο «Πῶς ἔγινα φασίστας».
Ἡ ταπεινότης μου, ἄς ποῦμε, βρῆκε τήν εὐκαιρία νά «ξεδιαλέξει» τούς δίσκους βινυλίου, νά «ξεσκαρτάρει» τά «σί-ντί», νά ταξινομήσει σωστά τά βιβλία, νά χαρίσει κάποια ἀπό αὐτά (κυρίως τά ἰατρικά βιβλία τῶν ἀρχῶν τοῦ περασμένου αἰῶνα, πού ἄφησε φεύγοντας ἀπό τήν ζωή ὁ πατέρας μου) ἀλλά καί νά διαβάσω καί νά ἐντοπίσω μερικά ἐνδιαφέροντα κείμενα.
Ἄς μοιραστοῦμε σήμερα ἕνα ὑπέροχο γραφτό τοῦ Μ. Καραγάτση (Δημήτριος Ροδόπουλος) πού δημοσιεύθηκε ὑπό τόν τίτλο «Πῶς ἔγινα φασίστας».
Ὑπέροχο!
«Τό μικρό μαγαζί ἔχει ἕνα μειονέκτημα, πού καμμιά φορά διώχνει τόν καταναλωτή καί τόν ὁδηγεῖ στό “μεγαθήριο”. Τό μειονέκτημα αὐτό δέν εἶνε κανών. Κάθε ἄλλο μάλιστα. Ἀλλά ἐξαίρεσις μερικῶν ἀσυνειδήτων ἐμπόρων, πού προσπαθοῦν νά κερδίσουν ἐξαπατώντας τόν πελάτην. Τίς παραπάνω σκέψεις μοῦ τίς γέννησε ἡ ἀνάμνησις ἑνός ἐπεισοδίου μου –τόν καιρό τῆς κατοχῆς– μέ κάποιον ἀσυνείδητο παπουτσῆ τῆς ὁδοῦ Σταδίου. Ἡ γυναίκα μου τοῦ εἶχε παραγγείλει ἕνα ζευγάρι ἄσπρα παπούτσια καί τοῦ προπλήρωσε, ὅπως ἦταν τότε συνήθεια, ὅλη τήν ἀξία. Τά παπούτσια, ὅμως, πού τῆς παρέδωσε ἦταν κακῆς ποιότητας καί ἀκατάλληλα γιά τό πόδι της. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ ἀσυνείδητος ἐπαγγελματίας ἔχοντας πληρωθῆ προκαταβολικῶς ἐπάσαρε στήν πελάτισσα κάποιο ἕτοιμο ζευγάρι πού τοῦ εἶχε ἀπομείνει, ἰσχυριζόμενος τάχα ὅτι τό ἔφτιαξε ἐπί μέτρῳ! Ἐπρόκειτο, δηλαδή, περί καθαρᾶς ἀπάτης. Κι ὅταν ἡ γυναίκα μου τοῦ ἀπέδειξε πώς ἡ…. παραγγελία δέν ἔμπαινε στό πόδι της, τήν ἐξύβρισε σκαιῶς καί τῆς ἐδήλωσε:
«Αὐτά εἶνε τά παπούτσια σου! Ἄν θέλεις τά παίρνεις! Ἄν δέν θέλης, μή σώσης καί τά πάρης. Ἀλλά δέν σοῦ φτιάχνω οὔτε καί σοῦ ἐπιστρέφω τά χρήματα».Ἐκεῖνον τόν καιρό δέν ὑπῆρχε κράτος καί δικαιοσύνη γιά νά βρῶ τό δίκηο μου. Ἀποφάσισα λοιπόν ν’ ἀντιμετωπίσω τήν ἀπάτη μέ ἀπάτη. Καί νά ἐκμεταλλευθῶ τίς …φυσικές μου ἰδιοτυπίες, δηλαδή τά ξανθά μου μαλλιά καί τά γαλανά μου μάτια, πού μέ κάνουν νά μοιάζω μέ βόρειο. Φόρεσα χακί πουκάμισο, χακί παντελόνι σόρτ, καί πηγαίνω στό μαγαζί τοῦ ὡς ἄνω ἐντιμοτάτου ἐπαγγελματίου. Μπαίνω μέσα φουριόζος καί χαιρετῶ ναζιστί:
– Χάιλ Χίτλερ!
– Χάιλ Χίτλερ, μοῦ ἀπαντάει ὁ ἁγνός αὐτός Ἕλλην. Τί ἐπιθυμεῖ ὁ κύριος;
– Νά μοῦ ντίνη ἀμέσως πίσω τό λίρα πού ἐκλέψατε ἀπό τό κυρία Καραγάτση! Σβαϊνφόλκ! Φερφλοῦχτε!
Φαίνεται πώς ἤμουνα ἀγριεμένος, ἄν κρίνω ἀπό τά μοῦτρα τοῦ παπουτσῆ πού εἶχαν πανιάσει.
– Ἀμέσως χέρ ὀμπερστί, μοῦ λέει τραυλίζοντας ἀπό τό φόβο του. Ἦταν παρεξήγησις. Ἡ κυρία δέν κατάλαβε.
– Ἐγώ κατάλαβα πώς ἐσύ εἶσαι γκουρούνης! Νά μοῦ ντίνη ἀμέσως τό λίρα, μή σέ στείλω Χαϊντάρι! Γκοτφέρντουμ!
– Ὄχι χέρ Γκενεράλ! Μή μέ κάψης τόν κακόμοιρο! Νά ἡ λίρα… Ἦταν παρεξήγησις…
Ἐτσέπωσα τή λίρα μου, ἐχτύπησα τά τακούνια κι ἐχαιρέτησα πάλι φασιστί.
– Χάιλ Χίτλερ!
– Χάιλ Χίτλερ! Μουρμουρίζει κι ὁ ἐξουθενωμένος παπουτσῆς. Καί μέ συνοδεύει ὥς τήν πόρτα μέ τραγικά χαμόγελα καί κωμικές ὑποκλίσεις…»
«Αὐτά εἶνε τά παπούτσια σου! Ἄν θέλεις τά παίρνεις! Ἄν δέν θέλης, μή σώσης καί τά πάρης. Ἀλλά δέν σοῦ φτιάχνω οὔτε καί σοῦ ἐπιστρέφω τά χρήματα».Ἐκεῖνον τόν καιρό δέν ὑπῆρχε κράτος καί δικαιοσύνη γιά νά βρῶ τό δίκηο μου. Ἀποφάσισα λοιπόν ν’ ἀντιμετωπίσω τήν ἀπάτη μέ ἀπάτη. Καί νά ἐκμεταλλευθῶ τίς …φυσικές μου ἰδιοτυπίες, δηλαδή τά ξανθά μου μαλλιά καί τά γαλανά μου μάτια, πού μέ κάνουν νά μοιάζω μέ βόρειο. Φόρεσα χακί πουκάμισο, χακί παντελόνι σόρτ, καί πηγαίνω στό μαγαζί τοῦ ὡς ἄνω ἐντιμοτάτου ἐπαγγελματίου. Μπαίνω μέσα φουριόζος καί χαιρετῶ ναζιστί:
– Χάιλ Χίτλερ!
– Χάιλ Χίτλερ, μοῦ ἀπαντάει ὁ ἁγνός αὐτός Ἕλλην. Τί ἐπιθυμεῖ ὁ κύριος;
– Νά μοῦ ντίνη ἀμέσως πίσω τό λίρα πού ἐκλέψατε ἀπό τό κυρία Καραγάτση! Σβαϊνφόλκ! Φερφλοῦχτε!
Φαίνεται πώς ἤμουνα ἀγριεμένος, ἄν κρίνω ἀπό τά μοῦτρα τοῦ παπουτσῆ πού εἶχαν πανιάσει.
– Ἀμέσως χέρ ὀμπερστί, μοῦ λέει τραυλίζοντας ἀπό τό φόβο του. Ἦταν παρεξήγησις. Ἡ κυρία δέν κατάλαβε.
– Ἐγώ κατάλαβα πώς ἐσύ εἶσαι γκουρούνης! Νά μοῦ ντίνη ἀμέσως τό λίρα, μή σέ στείλω Χαϊντάρι! Γκοτφέρντουμ!
– Ὄχι χέρ Γκενεράλ! Μή μέ κάψης τόν κακόμοιρο! Νά ἡ λίρα… Ἦταν παρεξήγησις…
Ἐτσέπωσα τή λίρα μου, ἐχτύπησα τά τακούνια κι ἐχαιρέτησα πάλι φασιστί.
– Χάιλ Χίτλερ!
– Χάιλ Χίτλερ! Μουρμουρίζει κι ὁ ἐξουθενωμένος παπουτσῆς. Καί μέ συνοδεύει ὥς τήν πόρτα μέ τραγικά χαμόγελα καί κωμικές ὑποκλίσεις…»
https://www.estianews.gr/apopseis/ta-kala-tis-karantinas-kai-o-m-karagatsis/