η μάνα αγκαζέ με την αδερφή του. Η μία στήριζε την άλλη.
Τα αδέρφια του πατέρα.
Τα ξαδέρφια.
Τελευταία βγήκε η γιαγιά, κρατώντας ένα γυάλινο πιάτο, μια ακριβή πορσελάνινη πιατέλα –ποιος νοιαζόταν για την αξία της εκείνη τη στιγμή!-και τη έσπασε με δύναμη μπροστά στην πόρτα, να ξορκίσει το κακό.
Ίσως και για να τρομάξει τον Χάρο που ένοιωθε την ανάσα του εκεί κοντά.
Στο νεκροταφείο παίχτηκε η τελευταία πράξη του οικογενειακού δράματος.
Η στιγμή του αποχαιρετισμού.
Τη στιγμή που κάθε καρδιά ραγίζει από τον πόνο.
Και όταν έριξε και ο τελευταίος μια χούφτα χώμα στον τάφο και αγκαλιασμένοι ένα κουβάρι η οικογένεια με βαριά βήματα πήραν το δρόμο της επιστροφής τα μάτια του Αχιλλέα περνούσαν πάνω από τους τάφους με τις φωτογραφίες των εκλιπόντων.
Είχε μείνει έκπληκτος από γνωστούς, συμμαθητές, που είχε δει τη φωτογραφία τους στους τάφους, ανθρώπους που συναντούσε στον πεζόδρομο, στα σούπερ μάρκετ, στα στέκια, στις εκλογές και είχαν χαθεί.
Τους έφερνε στο μυαλό του, να μιλάνε, να γελάνε να διαπλικτίζονται και τώρα…κείτονταν εκεί κάτω από τα μάρμαρα στη μόνιμη πλέον κατοικία τους.
«Εδώ χάθηκες κι εσύ;» μουρμούρισε βλέποντας τη φωτογραφία μιας πανέμορφης γνωστής που είχε να τη δει πολύ καιρό...