Είναι αλήθεια ότι η Ελλάδα γνώρισε στην ιστορική διαδρομή της αναρίθμητους ηγέτες. Που λατρεύτηκαν και συγκλόνισαν τις μάζες, παρακινώντας την εκάστοτε κοινωνία να
εγκαταλείψει τους ενδοιασμούς της, και να διεκδικήσει ένα πεπρωμένο που, ακόμη κι αν δεν της ταίριαζε, κανείς δεν μπορούσε να της στερήσει το δικαίωμα να το ζήσει.
Οι περισσότεροι, όσοι ασχολήθηκαν με την πολιτική, ήταν προσωπικότητες που ακριβώς λόγω των παθών που “ξύπνησαν”, καταγράφηκαν από την Ιστορία με διπλή ανάγνωση. Από τον Ιωάννη Καποδίστρια κιόλας, έστω και λιγότερο, για να ακολουθήσουν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Χαρίλαος Τρικούπης, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης πιο πρόσφατα, άλλοι μικρότερης εμβέλειας. Σχεδόν για όλους, υπάρχει ένας ορατός αντίλογος, που εκφέρεται, και οι υποστηρικτές του τον υπερασπίζονται. Για εκείνον που έφυγε στις 23 Απριλίου του 1998, τέτοιος ισχυρός αντίλογος δεν υπάρχει.
Γι΄αυτό και ο Εθνάρχης Κωνσταντίνος Καραμανλής, που ξεκίνησε από την Πρώτη Σερρών για να αφιερώσει τη ζωή του στην υπηρεσία του έθνους, όπως αναγράφει και ο τάφος του, είναι μάλλον ο μοναδικός πολιτικός ηγέτης στη μακρά Ιστορία του τόπου, που αναγνωρίστηκε, ακόμη και εν ζωή, σχεδόν από όλους. Δηλαδή και από τους πολιτικούς αντιπάλους του.
Για τον Καραμανλή εχουν γραφτεί σχεδόν τα πάντα. Και έχουν ειπωθεί… ακόμη περισσότερα. Είναι ωστόσο βέβαιο ότι αποτέλεσε την πιο εκκωφαντική “ηγεμονία της εξαίρεσης” που γνώρισε αυτός ο τόπος. Δεν ήταν τζάκι, αντιθέτως “έχτισε” το δικό του. Δεν κολάκευσε την κοινωνία στην οποία απευθυνόταν, αντιθέτως προσπάθησε να παρέμβει στο dna της, με τον ακριβώς αντίθετο τρόπο που το έκανε το ΠΑΣΟΚ μετά το 1981.
Εκείνος, από τη… χαμένη στον χάρτη Πρώτη Σερρών, ταξίδευε διαρκώς τη ματιά του πιο μακριά. Στην Ευρώπη. Την Ενωμένη Ευρώπη. Στο μέλλον. Το μέλλον που κερδίζεται και δεν χαρίζεται, ούτε προκύπτει ως φυσική εξέλιξη της ακινησίας. Έκανε ρήξεις. Με το παλάτι, με τον εαυτό του, με την αυτοκαταστροφική νοοτροπία των Ελλήνων. Έβαζε στόχους, είχε πρόγραμμα και έκανε… follow up της διαδρομής μέχρι την ολοκλήρωση ενός έργου.
Ήταν σκληρός με τον εαυτό του, ώστε να έχει τα περιθώρια να είναι σκληρός και με όσους βρίσκονταν γύρω του. Προκαλεί… στιγμές ευφορίας, ακόμη και το να φανταστεί κανείς πως θα αντιμετώπιζε ο Καραμανλής καταστάσεις σαν και αυτές που οδήγησαν την Ελλάδα στην εθνική χρεοκοπία. Συμπεριφορές, σκανδαλώδεις σε όλα τα επίπεδα, πολιτικών, πόσο μάλλον… υπουργών του. Δηλαδή όσων ο ίδιος θα είχε εμπιστευτεί.
Η “βαριά σκιά” του Καραμανλή αποτελεί την τελευταία καταγεγραμμένη περίοδο κατά την οποία η Ελλάδα ήταν πράγματι “ισότιμη εταίρος” και “παίκτης” στο διεθνές σκηνικό. Επειδή μπροστά του κοντοστέκονταν οι υπόλοιποι ξένοι ηγέτες, αντικρίζοντας και αναγνωρίζοντάς τον ως “ισοϋψή”. Είχε πει κάποτε, προς το τέλος της ζωής του:
“Είχα τρεις στόχους. Να δώσω στον Έλληνα δουλειά, να τον βγάλω από τη φτώχεια. Να εξασφαλίσω τη χώρα. Και να αλλάξω τη νοοτροπία των Ελλήνων. Τους δυο πρώτους στόχους τους πέτυχα. Ο Έλληνας χόρτασε. Έπαψε να πεινάει. Η χώρα εξασφαλίστηκε με την ένταξή της στην Ευρώπη. Τον τρίτο στόχο δεν τον πέτυχα”.
Έχει κανείς αντίρρηση ότι έτσι ακριβώς συνέβη; Ο Καραμανλής ήταν “ένας από εμάς”. Ένα διαρκές ιστορικό παράδειγμα ότι όντως, μια εξαίρεση μπορεί να αφήσει το δικό της αποτύπωμα στην Ιστορία. Όχι επειδή τον άφησαν. Αλλά επειδή άδραξε τις ευκαιρίες που είχε, και άλλαξε ο ίδιος το μέλλον.
Ο Καραμανλής έφτιαξε ο ίδιος το πεπρωμένο του. Ίσως γι΄αυτό, την επομένη του θανάτου του, το πιο “ομιλητικό” πρωτοσέλιδο δεν προήλθε από κάμια μεγάλη πολιτική εφημερίδα, αλλά από τη μεγαλύτερη αθλητική. Το “Φως των Σπορ”, του επιστήθιου φίλου του, Θεόδωρου Νικολαϊδη. Ενός άλλου αυτοδημιούργητου ανθρώπου, που επίσης έφτιαξε μόνος το πεπρωμένο του, και επηρέασε την εποχή του, φεύγοντας με τη σειρά του από τη ζωή επίσης Άνοιξη.
Για τον λόγο αυτό, και επειδή ως φίλος δεν του ζήτησε ποτέ τίποτα, παρά μόνο την αγάπη, την εκτίμηση και τον σεβασμό του, στην τελευταία σελίδα του “Φωτός” μπορούσε να διαβάσει κανείς μια φράση βγαλμένη από την καρδιά του εκδότη του.
Μια φράση που επίσης ταξίδεψε στο μέλλον: “Τον είδε κανείς να πεθαίνει;”