Και έζησαν αυτοί καλά… Και εμείς, καλύτερα… Στα παραμύθια της κούνιας
μπορεί να βρει κανείς τις περισσότερο αισιόδοξες αλήθειες της ζωής. Εκείνες που βρίσκονται μπροστά μας και συνήθως τις υποτιμούμε. Τις προσπερνάμε. Βιαζόμαστε να τρέξουμε μπροστά και μακριά, χωρίς να συνειδητοποιούμε ότι τα χρόνια που αφήνουμε πίσω είναι και τα καλύτερα της ζωής μας.
Τα παραμύθια που διαβάζει ένας μπαμπάς στην κόρη του, αγκαλιάζουν έναν επίλογο-υπόσχεση. Οι πρωταγωνιστές της ιστορίας έζησαν χρόνια καλά. Και εμείς που συμμετείχαμε στην ιστορία τους, έστω ως ακροατές, ακόμη καλύτερα. Επειδή ζεστάναμε την καρδιά μας με την ομορφιά των δικών τους ονείρων.
Η ζωή λοιπόν. Ένα μεγάλο μυστήριο. Μια ανατροφοδοτούμενη παρεξήγηση. Που σε κλονίζει, τη στιγμή που το μυαλό σου έχει αρχίσει να αγκαλιάζει τη γαλήνη. Σε ρίχνει, ίσως για να δει αν και πώς θα σηκωθείς. Σημασία άλλωστε δεν έχει η πτώση, αλλά η πρόσκρουση.
Δεν υπάρχει τίποτα ισχυρότερο από μια ιστορία που σε κάνει να χαμογελάς. Που ταξιδεύει τις στιγμές της, λες και πρόκειται για μια συνεσταλμένη μελωδία γαλήνης. Σε καλεί να θυμάσαι. Για να μην αφεθείς στις μαυρισμένες σκέψεις.
Είναι τόσα πολλά. Να είσαι ένα μικρό παιδί, που σε ξυπνούν τη νύχτα για να σου πουν ότι έχασες τον αγαπημένο θείο σου. Πολύ νέο, πολύ πρόωρα, πολύ άδικα. Να μεγαλώνεις και να βλέπεις να χάνεις τον παππού που δεν ξεπέρασε ποτέ τον χαμό του δικού του γιού. Μετά, να χάνεις μια γιαγιά-διαμάντι, που έκανε καλύτερη τη ζωή όσων είχαν το προνόμιο να τη γνωρίσουν. Και τα νέα να τα ακούς με τη φωνή της μητέρας σου. Με την ψευδαίσθηση, ότι θα διώξει το σκοτάδι.
Πολλά χρόνια μετά, το μικρό παιδί, δεν είναι πλέον μικρό παιδί. Και ακούει από τον πατέρα του, ότι έφυγε η μητέρα του. Εκείνη που έδιωχνε το σκοτάδι. Απρόσμενα. Πρόωρα. Άδικα. Το σκοτάδι, που ποτέ δεν έφυγε, είναι εκεί, περισσότερο ζωηρό και απειλητικό.
Συνεχίζεις να ζεις. Λιγότερο. Αλλά ζεις. Και για εκείνους που έφυγαν, και δεν είναι πια εδώ. Σηκώνεσαι. Και ξαναδιώχνεις το σκοτάδι. Έτσι νομίζεις, μέχρι να ακούσεις μια φωνή, ξένη, γιατί δεν έχει μείνει πλέον κανένας δικός σου άνθρωπος, μεγαλύτερος από σένα, να σου περιγράφει την ίδια τελεσίδικη κατάληξη. “Έφυγε” και ο πατέρας σου.
Κοιτάζεις γύρω και βλέπεις τις καρέκλες που άδειασαν. Ακόμη μια καρέκλα που άδειασε. Δεν αδειάζουν φυσικά μόνο οι καρέκλες. Αδειάζει η καρδιά. Πόσο να την παρηγορήσει πια, εκείνη η υπόσχεση, από τα παραμύθια της κούνιας. Έζησαν αυτοί καλά, και εμείς, που ζήσαμε μαζί τους, καλύτερα.
Και τώρα, ζούμε με τις αναμνήσεις μιας καλύτερης ζωής. Που έφυγε.
Αντίο μπαμπά μου…