τον πόλεμο, γύρω στα 1930 μα και στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα. Την πείνα της εποχής και την ανάγκη για εργασία εκμεταλλεύτηκαν οι «ευαγγελιστές» της Γης της Επαγγελίας. «Στο ψωμί τους βάζουν βούτυρο!» έλεγαν στο ξυπόλητο δεκαπεντάχρονο αγόρι και η οικογένεια τα πίστευε και το αποχωρίζονταν. Έτσι τους ξεγελούσαν. Έπρεπε να τους φτιάξουν όμορφο το όνειρο. Με πολύχρωμο γυαλιστερό χαρτί. Τότε τους μετανάστες τους θεωρούσαν «φορτίο». Εκμεταλλεύτηκαν όλοι τους τη διαλυμένη Ελλάδα και τους ανίκανους πολιτικούς της που δεν είχαν πυγμή να χτυπήσουν το χέρι στο τραπέζι. Αγράμματος τότε ο λαός και πίστευε όποιους τους χτυπούσαν τη πλάτη. Τους κορόιδευαν με ψίχουλα και αυτοί τους έκαναν τεμενάδες. Αγράμματο τον ήθελαν. Δεν θα περνούσαν αλλιώς τα ψέματα. Τους χώρισαν τα καφενεία, δίχασαν τον λαό, έκαναν τον εμφύλιο να τους αποτελειώσουν. Εδώ, τώρα που είναι γραμματιζούμενοι τους κοροϊδεύουν. Αγοράζουν τη ψήφο με μια θεσούλα και τους είναι υποχρεωμένοι όλη η οικογένεια μέχρι να πεθάνουν. Αυτό δεν αλλάζει εύκολα, να το θυμάσαι.
Οι περισσότεροι λοιπόν αγνοούσαν τις μεγάλες δυσκολίες που τους περίμεναν στο Νέο Κόσμο. Μιλούμε για πολύ νωρίτερα από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Με την ελπίδα λοιπόν ότι στην ξένη χώρα θα αποκτήσουν ό,τι χρειάζονται για να επιστρέψουν εφοδιασμένοι για μια καλύτερη ζωή, αγωνίζονταν να πάρουν την πολυπόθητη άδεια μετανάστευσης για την Αμερική, τόπο απαγορευμένο για παράδειγμα σε όσους υπέφεραν από μολυσματικές ασθένειες των ματιών που θα κατέληγαν σε τύφλωση. Άχρηστοι θα τους ήταν.
Όσοι τα κατάφερναν, προτού αποβιβαστούν από το πλοίο, υποβάλλονταν σε ξεψείριασμα και εμβολιασμό."