2.2.20

ΠΕΘΑΝΕ ο Φώτης Ντούλος: Αυτό είναι το σημείωμα αυτοκτονίας που άφησε πίσω του.Τι λέει για την κατηγορία ότι δολοφόνησε τη γυναίκα του, τα παιδιά του και την τελευταία του σύντροφο.

“Εάν διαβάζετε αυτό το σημείωμα, δεν υπάρχω πια στη ζωή”, έγραψε στην αρχή του σημειώματος που άφησε πίσω του ο 52χρονος
Φώτης Ντούλος, λίγο πριν αυτοκτονήσει, συνδέοντας το εσωτερικό του αυτοκινήτου του με την εξάτμιση.
Στο σημείωμα, που έφερε στη δημοσιότητα η εφημερίδα New York Post, ο Ντούλος υπογράμμισε πως “αρνούμαι να περάσω ακόμη και μία ώρα επιπλέον στη φυλακή για κάτι με το οποίο δεν έχω καμία σχέση”, αναφερόμενος στην κατηγορία ότι δολοφόνησε την σύζυγό του. “Αρκετά”, τόνισε και πρόσθεσε: “εάν απαιτείται να πέσει το ‘κεφάλι μου’ για να τελειώσει αυτό, ας γίνει έτσι”.


Το σημείωμα αυτοκτονίας του επιχειρηματία, που ήταν γραμμένο στο χέρι με στυλό, βρέθηκε μέσα στο αυτοκίνητό του, με ημερομηνία “28 Ιανουαρίου 2020”, την ημέρα δηλαδή που εντοπίστηκε σε κρίσιμη κατάσταση μέσα στο όχημα.
Αναφερόμενος στους τρεις γιους και τις δύο κόρες του, που ζουν με την πεθερά του στη Νέα Υόρκη από την ημέρα εξαφάνισης της συζύγου του, έγραψε: “Σας παρακαλώ πείτε στα παιδιά μου ότι τα αγαπώ, θα έκανα τα πάντα για να είμαι μαζί τους, όμως δυστυχώς όλοι έχουμε και τα όριά μας”.
Η σύζυγός του, Τζένιφερ, εξαφανίστηκε στις 24 Μαίου, αφότου άφησε τα παιδιά τους, ηλικίας από 8 έως 13 ετών, στο ιδιωτικό σχολείο όπου φοιτούσαν.
Στο σημείωμά του, ο Φώτης Ντούλος μίλησε με τρυφερά λόγια για την τελευταία σύντροφό του. “Θέλω να ευχαριστήσω την οικογένεια και τους φίλους μου που μου συμπαραστάθηκαν αυτή τη δύσκολη περίοδο. Περισσότερο απ’ όλους την Άννα Κάρι. Συγγνώμη που σε απογοήτευσα και δεν συνέχισα να μάχομαι”, κατέληξε.



ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ. Νωρίς χθες τα ξημερώματα πέθανε τελικά ο Ελληνοαμερικανός Φώτης Ντούλος, ο οποίος κατηγορείτο για την εξαφάνιση της εν διαστάσει συζύγου του Τζένιφερ και την Τρίτη είχε αποπειραθεί να αυτοκτονήσει στο σπίτι του, στο Κονέκτικατ. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, είχε αφήσει σημείωμα για τα αίτια της αυτοκτονίας του, όπου επέμενε στην αθωότητά του.

Η Τζένιφερ Ντούλος, σύζυγός του και μητέρα των πέντε παιδιών του, εθεάθη για τελευταία φορά τον Μάιο, να αφήνει τα παιδιά στο σχολείο, στο Νιου Κανάαν. Επειτα από πολύμηνες έρευνες και ανακρίσεις κι ενώ η σορός της ουδέποτε βρέθηκε, απαγγέλθηκαν κατηγορίες για τη δολοφονία της στον Φώτη Ντούλος. Την Τρίτη, λίγο προτού πραγματοποιηθεί ακρόαση για την εγγύηση που απαιτείτο προκειμένου να παραμείνει ελεύθερος, ο Ντούλος δεν εμφανίστηκε ενώπιον του δικαστηρίου. Η αστυνομία μετέβη στο σπίτι του και τον βρήκε να έχει χάσει τις αισθήσεις του, καθώς είχε επιχειρήσει να δηλητηριαστεί εισπνέοντας μονοξείδιο από το όχημά του. Οι αστυνομικοί προσπάθησαν να τον επαναφέρουν και στη συνέχεια τον μετέφεραν στο παρακείμενο πανεπιστημιακό νοσοκομείο του Κονέκτικατ. Ακολούθως, και ενώ η κατάστασή του κρίθηκε κρίσιμη, διακομίστηκε στο ιατρικό κέντρο Jacobi, στο Μπρονξ, όπου υπεβλήθη σε θεραπεία με υπερβαρικό οξυγόνο, χωρίς ωστόσο η υγεία του να σημειώσει ιδιαίτερη πρόοδο.

Για την οικογένειά του τα επόμενα 24ωρα ήταν δύσκολα, γεμάτα ιατρικά τεστ και αποφάσεις, μία εκ των οποίων ήταν η δωρεά των οργάνων του. Ο συνήγορός του απάντησε, εξάλλου, στις αιτιάσεις ότι η αυτοκτονία του Ντούλος αποτελούσε έμμεση παραδοχή ενοχής: «Λέμε όχι. Απαντάμε ότι ήταν μια συνείδηση εξαντλημένη από την κοινή γνώμη, υπερβολικά απασχολημένη για να ακούσει την αλήθεια, που ήθελε περισσότερο μια ιστορία παρά την αλήθεια».

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της Μαριάννας Κακαουνάκη στην «Κ», ο Φώτης και η Τζένιφερ ήταν συμφοιτητές. Λίγα χρόνια μετά τις σπουδές τους, συναντήθηκαν ξανά, ερωτεύθηκαν και σύντομα παντρεύτηκαν. Απέκτησαν πέντε παιδιά και μετακόμισαν σε μια εντυπωσιακή έπαυλη που είχε κατασκευάσει ο ίδιος. Με κάθε ευκαιρία ταξίδευαν στην Ελλάδα. Ο Ντούλος είχε γεννηθεί στην Κωνσταντινούπολη, αλλά είχε μεγαλώσει στην Αθήνα. Απόφοιτος του Κολλεγίου Αθηνών και πρωταθλητής στο θαλάσσιο σκι, είχε διατηρήσει στενούς δεσμούς με συμμαθητές, καθώς και με συναθλητές του. Τα τελευταία χρόνια τούς επισκεπτόταν ολοένα και περισσότερο, μόνος ή με τα παιδιά – όλοι μιλούσαν για έναν ιδιαίτερα στοργικό πατέρα. Το ανδρόγυνο, όμως, όπως γνώριζαν οι οικείοι του, είχε για καιρό προβλήματα. Οταν εκείνος ερωτεύθηκε μιαν άλλη γυναίκα, αποφάσισαν να χωρίσουν.

Η διαδικασία που ξεκίνησε για την επιμέλεια των παιδιών εξελίχθηκε σε πόλεμο. Για ένα διάστημα σχεδόν του απαγόρευαν να δει τα παιδιά, ενώ η οικογένειά της διεκδικούσε 2,5 εκατ. δολάρια, τα οποία ισχυρίζονταν πως του είχαν δώσει στα πρώτα του επιχειρηματικά βήματα. Την ημέρα της εξαφάνισης, η ομάδα εγκληματολογικών ερευνών εντόπισε στο φαινομενικά πεντακάθαρο σπίτι της Τζένιφερ οκτώ σημεία όπου «υποθετικά είχε καθαριστεί αίμα». Στα σημεία αυτά βρέθηκε το DNA της Τζένιφερ αλλά και του Ντούλου (ο οποίος, σύμφωνα με την κατάθεση της νταντάς, απαγορευόταν να μπει στο σπίτι).

Η αστυνομία, εξετάζοντας το σήμα που εξέπεμπε το κινητό του και αναλύοντας όλες τις κάμερες ασφαλείας στην περιοχή όπου είχε κινηθεί το βράδυ της εξαφάνισης, τον εντόπισε μέσα σε ένα αυτοκίνητο, να πετάει σακούλες σκουπιδιών. Σε διαφορετικά σημεία της διαδρομής βρέθηκαν αργότερα 25 αντικείμενα: από σφουγγάρι και πλαστικά δεματικά μέχρι ρούχα και σουτιέν της Τζένιφερ. Σε ορισμένα ανιχνεύθηκε το DNA της, σε κάποια το αίμα της. Συνοδηγός του Ντούλου εκείνο το βράδυ ήταν η νέα σύντροφός του, η οποία, επίσης κατηγορούμενη, εξετάστηκε πολλές φορές από την αστυνομία και υπέπεσε σε αντιφάσεις.

«Είσαι έτοιμη να παραδεχθείς πως δεν ήσουν ειλικρινής μαζί μας;» τη ρώτησαν κατά την τελευταία ανάκριση. «Ναι», απάντησε εκείνη. Μέχρι στιγμής δεν έχει ομολογήσει ότι ο Ντούλος διέπραξε κάποιο έγκλημα, έχει πει, ωστόσο, ότι μαζί είχαν συντάξει εκείνο που οι ανακριτές ονόμασαν «σενάριο για άλλοθι». Εχει έκτοτε παραδεχθεί πως σειρά γεγονότων που είχε ισχυρισθεί πως ποτέ δεν συνέβησαν, όπως ότι το πρωί της εξαφάνισης είχαν ξυπνήσει και είχαν πάρει μαζί πρωινό.