7.2.20

Γιώργος Μαρκόπουλος, Βράδι βαθύ να μπαίνεις στον Περαία [Χωριάτες είμαστε. Δικασμένοι και μοιραίοι.]

Βράδι βαθύ να μπαίνεις στον Περαία
ψαροκασέλες φέρνοντας κι αλεύρι.
Γεια σου Περαία, με τη βρωμιά, το λάδι, τα βαγόνια,
και τους ατσαλένιους νταβαντζήδες στα

σκυλάδικα.
Των BAR κατρουλίδικα φανάρια
στ’ ουρανού σου τη σκεπή τις νύχτες μάς φωτίζουν.
«Κατσικόποδα» στο λασπωμένο δρόμο
κι αντρικά «σταφιδιασμένα» πισινά
σαν τ’ ατάιστου σκυλιού τον κώλο τριγυρνούν.
Χίπιδες απ’ τα Πετράλωνα, και πούστηδες στην Τρούμπα.
Γεια σου, Περαία, με το Πέραμα, τη φτώχεια,
τις πουτάνες, και τις σταφιδαποθήκες.
Ο Δημητράκης που είχε φούρια στο μυαλό,
ξεπετάχτηκε σαν βλήμα που κόπηκαν τα ελατήρια του.
Έκανε μια τροχιά σαν φωτοβολίδα, κι έσβησε ψηλά,
προτού να πέσει πάλι κάτω, στα είκοσι του χρόνια.
Χωριάτες είμαστε. Δικασμένοι και μοιραίοι.
Στην Ιχθυόσκαλα, μακαντάσηδες, σερέτηδες,
καθώς τα πουτανάκια με τα εμπριμέ βρακιά
απ’ την κορυφή μας καρατάρουν ως τα νύχια
κι οι κουραδόμαγκες με το ψιλό μουστάκι τους
με τα μηχανάκια «γαϊδουροδρομίες» κάνουν
γεμάτα σημαίες καθρεφτάκια.
Χωριάτες είμαστε. Δικασμένοι και μοιραίοι.
Στα παιδικά μας χρόνια δίπλα μας περασ’ η ζωή
κι η κάψα του Μπομπ Ντύλαν όμοιο διάολι μηχανάκι
που τρέχει σαν αγέρας σ’ ασφαλτωμένη λεωφόρο.
Χωριάτες είμαστε. Δικασμένοι και μοιραίοι.
Μάλιστα μαντάμ Μαρία, με τα μικρά σαν της κότας ματάκια σου,
κόκκινα, ίδιο το μάτι του φονιά…
Ο καλύτερος μας φίλος ήρθε ξαφνικά
μετά από δέκα χρόνια…

 - Γεια σας, είπε∙ με θυμάστε;…
- Καλώς το Μήτσο, είπαμε, κι έφυγε…
Έβρεχε… όξω στους δρόμους βρίζαν και φωνάζαν…
Έβρεχε… όξω στους δρόμους βρίζαν και φωνάζαν
μαυραγορίτες, τομάρια, αλάνια και χασίκλες.
Να Πειραιά, τα κόπια της ζωής σου.
Να πόρνες τα παιδιά σου, στολισμένες σαν λατέρνες,
στα πεζοδρόμια να τη βίζιτα μετα-λαβαίνουν,
στης Φιλολάου τα μπουρδέλα βρωμώντας με τη μούχλα,
ανάσκελα, γυμνές, σαν στεγνές αλουμινένιες λεκάνες
να προσμένουμε το βρόχινο νερό, στο σκοτεινό κρεβάτι,
με τους επισκέπτες πάντα θαμπούς κι ερημικούς,
ανθρώπους απέραντους σαν τα παλιά τριώροφα,
καημούς που βγαίνουν στα ρηχά με της φυρονεριάς την ώρα.
Να οι αβανταδόροι σου Πειραιά,
ν’ αβαντάρουν ρολόγια-κελεπούρια, μες στους δρόμους
Να οι πρεζάκηδες τις τουλούμπες και το σάμαλι
αλύτρωτοι να «κατεβάζουν» στον αέρα
Να οι σωφεραίοι, αξούριστοι, να πίνουν το σαλέπι
«λερωμένο» με καντήλια σταυρούς και Παναγίες
Να οι άνεργοι ναυτικοί στα οινομαγειρεία
Να οι Πακιστανέζοι εργάτες τη μοναξιά τους τυλιγμένοι στα παγκάκια
Να οι μανάδες του πληρώματος του πνιγμένου καραβιού
στα γραφεία της εταιρίας, κι αυτά να ’ναι κλειστά
και το φορτηγό σου που τρελάθηκε,
στολισμένο, κόκκινο, σαν γκόμενα χωριάτικη,
γιατί έχασε την αγορά να τρέχει
να μπαίνει μες στο Ρέντη το θάνατο σκορπώντας.
Να η ζωή σου, Πειραιά, και να το βιος μου.
Να η ζωή σου, Πειραιά, και να το βιος μου.
Ο άγγελος πέθανε μες στο σεντόνι
όταν τα μεταξένια του μαλλιά σημάδεψαν τον κόσμο
λίγο πιο πέρα από το μέτωπο
λίγο πιο πάνω από τα χείλη, στου Τζάνειου την πόρτα.
Αφήστε με, λοιπόν, να τον δω. 
Ο Χριστός μικρό παιδί.
Αφήστε με, λοιπόν, να τον δω.
Το ματωμένο του πουκάμισο γεμάτο τσιμεντόσκονη
κι ο εργοδότης του στο διάδρομο, με λυμένη τη γραβάτα.
Φορεία, αιμοστατικά, δελτία, και τα τέτοια.
Αφήστε με, λοιπόν, να τον δω.
Ο Χριστός μικρό παιδί. 
Ο Χριστός πέθανε, το Χριστό τον έφαγαν.
Ο Χριστός με μηχανάκι χτύπησε στου Κηφισού τις στράτες,
Ο Χριστός από γιαπί έπεσε ώρα τέσσερις τ’ απόγευμα
όταν η μάνα του μαγέρευε στη Δραπετσώνα

κι είχε καιρό προαίσθηση, όταν η μάνα του μαγέρευε
κι ο γέρος ο πατέρας του στο μαραγκούδικο
τα πλαναδούρια σκούπιζε να κλείσει.
Αφήστε με, λοιπόν, να τον δω.
 Το Χριστό τον έφαγαν, ο Χριστός
πέθανε δίχως ποτέ να μάθει στους εργοδότες του τι δίνει.
Jesus Christ Superstar. – «ΑΠΟΛΛΩΝ» - ΠΕΙΡΑΙΑΣ.
Φωνάξτε. Φωνάξτε. Μον’ το Χριστό εγώ τον είδα στην Κοκκινιά να μάχεται, στο λιμάνι να γλυκομιλάει στους άνεργους εργάτες και στις γυναίκες,
κι αυτές να τον ακούνε, ανέμελος,
 με δίχως τίποτα,
με την ψιχαλισμένη του ψυχή, αυτό το αλλόκοτο παιδί,
να κλαίει, να πονάει, μ’ ένα σουβλάκι να κοιμάται.
Σιδερένιο, άκαμπτο ποίημα, ανοικονόμητο φίδι,
ρητορικό ποίημα.
Γεια σου Περαία με το τίποτα, 
το νεκρό σου χθες
και τ’ αμφίβολό σου εργατικό αύριο,
μες απ’ τις καμινάδες των σκοτεινών σου εργοστασίων.
Εδώ.
Βράδι βαθύ να μπαίνεις στον Περαία
ψαροκασέλες φέρνοντας κι αλεύρι. Μόνος.
Και η πόλη να σε ακολουθεί από μακριά, πιστή.
Σαν την ποίηση πιστή,
στις τελευταίες στιγμές της ζωής σου.


Γιώργος Μαρκόπουλος, «Βράδι βαθύ να μπαίνεις στον Περαία», από τη συλλογή Η θλίψις του προαστίου, Κέδρος, Αθήνα 1979. Τώρα και στο επιμ. Νίκος Αξαρλής – Βάσιας Τσοκόπουλος, Πειραιάς- Ανθολόγιο αφηγήσεων, Εκδόσεις Τσαμαντάκη, Πειραιάς 2009, σ.24-26