Κουτσουρέλη. Ο Κώστας Κουτσουρέλης μίλησε...
στο in.gr γιατί πιστεύει ότι η ποίηση αυτοκτονεί.
Μιλήστε μας για το βιβλίο σας.
Η «Τέχνη που αυτοκτονεί» έχει την αφετηρία της σε μερικές επιφυλλίδες που δημοσίευσα στην Καθημερινή της Κυριακής το 2013. Μερικές σελίδες περιλαμβάνονται αυτούσιες από εκεί. Η δομή και ο κύριος όμως όγκος του βιβλίου βασίζεται σε δεκατρία άρθρα που έγραψα για το περιοδικό Book Press τη διετία 2017-18. Τα άρθρα αυτά προκάλεσαν ζωηρό ενδιαφέρον και η αρχική μου σκέψη ήταν σε πρώτη ευκαιρία να τα ξαναδουλέψω ώστε να κυκλοφορήσουν και αυτοτελώς. Έτσι όταν ο Παρασκευάς Καρασούλος και η Μικρή Άρκτος μού το πρότειναν εκείνοι, τα πράγματα πήραν γρήγορα τον δρόμο τους.
Ποιο ήταν το κίνητρο γι’ αυτό το έργο;
Τις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν έφηβος πρωτοξεκίνησα να ασχολούμαι με το γράψιμο, η ηγετική θέση της ποίησης μεταξύ των τεχνών ήταν αυτονόητη. Η Ελλάδα είχε μόλις πάρει το δεύτερο Νομπέλ με τον Οδυσσέα Ελύτη, ο Ρίτσος ήταν μια διεθνής διασημότητα, οι ποιητές μέσω της μουσικής έφταναν και στο πιο απόμερο σπίτι. Βέβαια, ήδη τότε η μοντέρνα ποίηση προκαλούσε αμηχανία, το ένιωθα, στους περισσότερους. Όμως το ενδιαφέρον για εκείνη ήταν δεδομένο. Από τότε μέχρι σήμερα, η κατάσταση άλλαξε δραματικά. Και εδώ και στο εξωτερικό, όπως διαπίστωσα αργότερα σε πολλές ευκαιρίες, η ποίηση έγινε σταδιακά ενασχόληση του περιθωρίου, σιγά-σιγά αποσύρθηκε από την ευρεία δημοσιότητα, τα ΜΜΕ, ακόμη και τα ράφια των βιβλιοπωλείων. Αυτό ήταν το κίνητρό μου. Να εξηγήσω το, στα μάτια μου, εντυπωσιακό αυτό φαινόμενο, την κοινωνική παρακμή μιας κορυφαίας τέχνης, με τρόπο όσο γίνεται πιο νηφάλιο και τεκμηριωμένο.
Γιατί πιστεύετε ότι η ποίηση αυτοκτονεί;
Οι περισσότεροι ποιητές του καιρού μας, όταν παραδέχονται την κοινωνική απαξίωση της τέχνης τους (γιατί αρκετοί την αρνούνται ή και τη θεωρούν φυσική ή και… επιθυμητή), συνήθως την αποδίδουν σε εξωτερικούς παράγοντες. Στην απαιδευσία του κοινού λ.χ., στη στάση των εκδοτών, στην αδιαφορία των ΜΜΕ, στο πολιτικοοικονομικό σύστημα κ.ο.κ. Η δική μου έρευνα με οδήγησε σε συμπέρασμα τελείως διαφορετικό. Κύρια αιτία του ξεπεσμού της ποίησης είναι η στάση των ίδιων των ποιητών. Ο σνομπισμός τους απέναντι στο κοινό, ο ναρκισσισμός των θεμάτων τους, ο ερμητισμός των εκφραστικών μέσων που χρησιμοποιούν, η αδιαφορία τους για όλους όσοι δεν μετέχουν στον στενό κύκλο των «ειδημόνων»… Αυτή πάλι η στάση έχει τις καταβολές της σε ιδεολογικά και αισθητικά ρεύματα που πάνε πολύ πίσω, στον ρομαντισμό, τον συμβολισμό και τις πρωτοπορίες του 20ού αιώνα. Όμως μόνο στην εποχή μας έγινε ο κανόνας.
Τι θα μπορούσε να γίνει για να αυξηθεί η ανάγνωση ποίησης στην Ελλάδα;
Όλα τα πράγματα ακμάζουν και παρακμάζουν. Απ’ αυτή τη σκοπιά, ο μαρασμός της σύγχρονης ποίησης δεν είναι φαινόμενο μοναδικό, και άλλες τέχνες έχουν αποξενωθεί από το κοινό τους, ας δούμε τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η σύγχρονη όπερα και η λόγια μουσική λ.χ. Η ποίηση τις εποχές που άκμαζε συγκέντρωνε πάντοτε κάποια συγκεκριμένα γνωρίσματα: ήταν εξωστρεφής στα θέματα και τους τρόπους της, γραφόταν για τους πολλούς και όχι για τους λίγους, καλλιεργούσε είδη δημοφιλή όπως την αφήγηση και το τραγούδι. Πράγματα δηλαδή που οι ποιητές της εποχής μας έχουν πλέον εγκαταλείψει. Αν θέλουν να ξανακερδίσουν την προσοχή των αναγνωστών, θα χρειαστεί να τα ξαναβρούν.
Στα δικά σας ποιήματα τι σας εμπνέει;
Στα δικά μου ποιήματα με ενδιαφέρει ο κοινός κόσμος που μας περιβάλλει, όχι η υποτιθέμενη μοναδικότητα και οι περιπέτειες του συγγραφικού εγώ. Στον «Αέρα αύγουστο» (2012) προσπάθησα να περιγράψω την Ελλάδα της κρίσης, στον «Κρέοντα» (2016) θέμα μου ήταν η μοναξιά του ανθρώπου που διαπιστώνει ότι οι άλλοι γύρω του δεν βλέπουν καθαρά, η «Νύχτα» (2017) είναι ένα ποίημα για την αγέννητη τότε ακόμα κόρη μου. Έχω γράψει ακόμη λιμπρέτα, στίχους για μουσική, σάτιρες και ποιήματα παιδικά. Μέλημά μου είναι όχι να καινοτομήσω, αλλά να εκφράσω κάτι από την θαυμαστή ποικιλομορφία της ζωής και του καιρού μας.
Τι μήνυμα θα θέλατε να φτάσει στον κόσμο μέσα από το έργο σας;
Δεν πιστεύω στις καταδικαστικές νομοτέλειες. Σε τάσεις ιστορικές που προδιαγράφουν απαρέγκλιτα το μέλλον. Πάντοτε υπάρχει και ένας παράγοντας ελευθερίας, ας είναι και πιθανοτικός, προϊόν της σύμπτωσης ή της μεταμορφωτικής δύναμης που έχουν πάνω μας τα σπάνια, τα ξεχωριστά ταλέντα. Με την έννοια αυτή, όσο δύσκολη και αν φαντάζει η έξοδος από το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει η σημερινή ποίηση, δεν είναι ανέφικτη. Φτάνει εκείνοι που την αγαπούν, πρωτίστως οι ποιητές οι ίδιοι, να αποκτήσουν επίγνωση της κατάστασής της. Και να θελήσουν να εργαστούν για την αποκατάστασή της. Η «Τέχνη που αυτοκτονεί» δεν παρά μια συμβολή σε αυτή την, κοινή και ζητούμενη, προσπάθεια.