7.7.21

Κική Δημουλά, Το λίγο του Κόσμου

Ο πληθυντικός αριθμός
Ο έρωτας,
όνομα ουσιαστικόν,
πολύ ουσιαστικόν,
ενικού αριθμού,
γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού,

γένους ανυπεράσπιστου.
Πληθυντικός αριθμός
οι ανυπεράσπιστοι έρωτες.
Ο φόβος,
όνομα ουσιαστικόν,
στην αρχή ενικός αριθμός
και μετά πληθυντικός:
οι φόβοι.
Οι φόβοι
για όλα από δω και πέρα.
Η μνήμη,
κύριο ονομάτων θλίψεων,
ενικού αριθμού,
μόνον ενικού αριθμού
και άκλιτη.
Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη.
Η νύχτα,
όνομα ουσιαστικόν,
γένους θηλυκού,
ενικός αριθμός.
Πληθυντικός αριθμός
οι νύχτες.
Οι νύχτες από δω και πέρα.



Πέρασα
Περπατώ και νυχτώνει.
Αποφασίζω και νυχτώνει.
Όχι δεν είμαι λυπημένη.
Υπήρξα περίεργη και μελετηρή.
Ξέρω απ’ όλα. Λίγο απ’ όλα.
Τα ονόματα των λουλουδιών όταν μαραίνονται,
πότε πρασινίζουν οι λέξεις και πότε κρυώνουμε.
Πόσο εύκολα γυρίζει η κλειδαριά των αισθημάτων
μ’ ένα οποιοδήποτε κλειδί της λησμονιάς.
Όχι δεν είμαι λυπημένη.
Πέρασα μέρες με βροχή,
εντάθηκα πίσω απ΄αυτό
το συρματόπλεγμα το υδάτινο
υπομονετικά κι απαρατήρητα,
όπως ο πόνος των δέντρων
όταν το ύστατο φύλλο τους φεύγει
κι όπως ο φόβος των γενναίων.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Πέρασα από κήπους, στάθηκα σε συντριβάνια
και είδα πολλά αγαλματίδια να γελούν
σε αθέατα αίτια χαράς.
Και μικρούς ερωτιδείς, καυχησιάρηδες.
Τα τεντωμένα τόξα τους
βγήκανε μισοφέγγαρο σε νύχτες μου και ρέμβασα.
Είδα πολλά και ωραία όνειρα
και είδα να ξεχνιέμαι.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Περπάτησα πολύ στα αισθήματα,
τα δικά μου και των άλλων,
κι έμενε πάντα χώρος ανάμεσά τους
να περάσει ο πλατύς χρόνος.
Πέρασα από ταχυδρομεία και ξαναπέρασα.
Έγραψα γράμματα και ξαναέγραψα
και στο θεό της απαντήσεως προσευχήθηκα άκοπα.
Έλαβα κάρτες σύντομες:
εγκάρδιο αποχαιρετηστήριο από την Πάτρα
και κα΄τι χαιρετίσματα
από τον Πύργο της Πίζας που γέρνει.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη που γέρνει η μέρα.
Μίλησα πολύ. Στους ανθρώπους,
στους φανοστάτες, στις φωτογραφίες.
Και πολύ στις αλυσίδες.
Έμαθα να διαβάζω χέρια
και να χάνω χέρια.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Ταξίδεψα μάλιστα.
Πήγα κι από ‘δω, πήγα κι από ‘κει…
Παντού έτοιμος να γεράσει ο κόσμος.
Έχασα κι από ‘δω, έχασα κι από ‘κει.
Κι από την προσοχή μου μέσα έχασα
κι απ’ την απροσεξία μου.
Πήγα και στη θάλασσα.
Μου οφειλόταν ένα πλάτος. Πες πως το πήρα.
Φοβήθηκα τη μοναξιά
και φαντάστηκα ανθρώπους.
Τους είδα να πέφτουν
απ’ το χέρι μιας ήσυχης σκόνης,
που διέτρεχε μιαν ηλιαχτίδα
κι άλλους από τον ήχο μιας καμπάνας ελάχιστης.
Και ηχήθηκα σε κωδωνοκρουσίες
ορθόδοξης ερημίας.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Έπιασα και φωτιά και σιγοκάηκα.
Και δεν μου ‘λειψε ούτε των φεγγαριών η πείρα.
Η χάση τους πάνω από θάλασσες κι από μάτια,
σκοτεινή, με ακόνισε.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Όσο μπόρεσα έφερ’ αντίσταση σ’ αυτό το ποτάμι
όταν είχε νερό πολύ, να μη με πάρει,
κι όσο ήταν δυνατόν φαντάστηκα νερό
στα ξεροπόταμα
και παρασύρθηκα”
Όχι, δεν είμαι λυπημένη
Σε σωστή ώρα νυχτώνει.


Οι λυπημένες φράσεις

Με ημέρα αρχίζει ή εβδομάδα,
με ημέρα τελειώνει,
Κι η Κυριακή, κόμπος σφιχτός
να μη λυθούν οι εβδομάδες.
Έρχεται πάντ’ από το ίδιο Σαββατόβραδο
και φέρνει λίγο ύπνο παραπάνω το πρωί
και το θεό, όσο τον δίνουν οι ορθρινές καμπάνες.
Λίγο να σταθείς στ’ ανοιχτά παράθυρα
και να κοντοσταθείς σ’ αυτά πού δε συμβαίνουν,
περνάει η ώρα.
Δημοτικά τραγούδια άπ’ τα παράθυρα
ποια γυναί – ποια γυναί – ποια γυναίκα θα σε πάρει,
σιγά σιγά η Κυριακή μεσουρανεί σαν τρομαγμένη απορία.
Στις γειτονιές
περνάνε γύφτισσες να πω το ριζικό σου,
ποια γυναί – ποια γυναί – ποια γυναίκα θα σε πάρει,
δημοτικά τραγούδια απ’ τα παράθυρα, ριζικά.
Πιο πέρα κάποιο ντέφι, εν’ αρκουδάκι
δείξε πώς βάζουν πούδρα τα κορίτσια
στον καθρέφτη, πώς γδύνεται η Μονρόε…
Μη γελάς. Βρέθηκε κάποτε νεκρή η Μονρόε.
Με πράγματα πού δεν αντέχουν μη γελάς.
Αχ, οι λυπημένες φράσεις, οι λυπημένες λέξεις,
πώς μοιάζουν στους τυφλούς οργανοπαίχτες στους δρόμους τους εμπορικούς, τις
Κυριακές.
Να είχαμε μιαν άνοιξη.
Μη γελάς.
Με πράγματα που δεν υπάρχουν μη γελάς.
“Ας λένε τα πουλιά κι οι μυρωδιές στα πλάγια
πως είναι Απρίλης.
Το λένε τα πουλιά κι οι έρωτες των άλλων.
Εμένα μ’ εξαπατούνε οι θεοί
κάθε που αλλάζει ο καιρός,
κάθε που δεν αλλάζει.
Μη γελάς.
Έαρ δε γίνεται
με ρίμες
ήλιοι – Απρίλιοι,
ήλιοι – Απρίλιοι,
ομοιοκατάληκτες στιγμές,
χρόνος χρωμάτων,
στρέμματα φωτός,
χαμομηλιών ανυπομονησία να μυρίσουν.
Δημοτικά τραγούδια άπ’ τα παράθυρα
ποια γυναί – ποια γυναί – ποια γυναίκα θα σε πάρει,
και όλα τ’ άλλα τρόποι
για να πεθαίνουνε ανώδυνα τα ημερολόγια.
Την Κυριακή τραβάει σε μάκρος των τραγουδιών η αγωνία
ποια γυναί – ποια γυναί –
Αχ, οι λυπημένες φράσεις, οι λυπημένες λέξεις,
στους δρόμους τους εμπορικούς,
τις Κυριακές τις ανοιξιάτικες.



Φωτογραφία 1948

Κρατώ λουλούδι μάλλον.
Παράξενο.
Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου
πέρασε κήπος κάποτε.
Στο άλλο χέρι
κρατώ πέτρα.
Με χάρη και έπαρση.
Υπόνοια καμιά
ό,τι προειδοποιούμαι γι’ αλλοιώσεις,
προγεύομαι άμυνες.
Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου
πέρασε άγνοια κάποτε.
Χαμογελώ.
Η καμπύλη του χαμόγελου,
το κοίλο αυτής της διαθέσεως,
μοιάζει με τόξο καλά τεντωμένο,
έτοιμο.
Φαίνετ’ άπ’ τη ζωή μου
πέρασε στόχος κάποτε.
Και προδιάθεση νίκης.
Το βλέμμα βυθισμένο στο προπατορικό αμάρτημα:
τον απαγορευμένο καρπό της προσδοκίας γεύεται.
Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου πέρασε πίστη κάποτε.
Η σκιά μου, παιχνίδι του ήλιου μόνο.
Φοράει στολή δισταγμού.
Δεν έχει ακόμα προφθάσει να είναι
σύντροφος μου ή καταδότης.
Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου
πέρασ’ επάρκεια κάποτε.
Συ δε φαίνεσαι.
Όμως για να υπάρχει γκρεμός στο τοπίο,
για να ‘χω σταθεί στην άκρη του
κρατώντας λουλούδι
και χαμογελώντας,
θα πει πως οπού να ‘ναι έρχεσαι.
Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου
ζωή πέρασε κάποτε.