22.1.25

Έργον χειρών …Του Μάρκου Μπόλαρη

Τέτοιος καιρός ήταν, Γενάρης μήνας, Αλκυονίδες μέρες, τα μανουσάκια είχαν ανθίσει κι ευώδιαζαν μέσα στο καταχείμωνο, οι θάλασσες ανήσυχες μα όχι φουρτουνιασμένες, είχε να παραδώσει έπιπλα ο κυρ Ηλίας, στις εκκλησιές της Κώ,
ένας Άγιος Δεσπότης, Αγιονορείτης, επισκόπευε στο νησί , ο Ναθαναήλ, ζήσαμε κοντά του σημεία και τέρατα, ούτως ώστε ο λαός τον λάτρευε γιά την φιλανθρωπία, την φιλοκαλία , την ταπείνωση, την διακριτικότητα, το φιλεκκλήσιον , την παρουσία του όπου χρειαζόταν ,
και κοντά του , Πρωτοσύγκελος ο Αμβρόσιος, τα νύν Μητροπολίτης Καρπάθου και Κάσου,
σε δυό - τρείς ενορίες εργάστηκε το συνεργείο , εκκλησιαστικά ξυλόγλυπτα έπιπλα, με κέφι και μεράκι χειροποίητα καμωμένα, έργα στην ίσια γραμμή της παράδοσης, ταμπλάδες με ξυλόγλυπτες αμπέλους, με στρουθία πάνω στους βότρυες της αμπέλου να τσιμπολογούν, με στάχυες και λιόκλαδα , με παραδείσια πουλιά, με αετούς δικέφαλους τις μνήμες της Ρωμέικης Αυτοκρατορίας διασώζοντες, με λέοντες επιβλητικούς στον δεσποτικό θρόνο, με πολυσταύρια και με περιστέρια, με ανθέμια λογιώ λογιώ τις πρωτοχριστιανικές τεχνικές ανακαλούντα, με κολώνες ψιλοκεντημένες, με αψίδες καλοδουλεμένες στα εικονοστάσια, με παραστάσεις από την λειτουργική ζωή και τις ευαγγελικές αφηγήσεις, κι όλα τούτα πλουμισμένα με δαφνόφυλλα της Αναστάσεως και ρόδα του Μαγιού, ζουμπούλια του Μάρτη και κρίνους της Παναγιάς να ευωδιάζει ο τόπος , ώστε να αναρωτιέσαι ο λίβανος μοσχομυρίζει πιότερο ή τα λούλουδα τα ξυλοκεντημένα,
μιά τέχνη η ξυλογλυπτική απαιτητική ,
τέχνη ευλαβείας, τέχνη των αγαπώντων την ευπρέπεια, από πατέρα στον γιό , από το γιό στον εγγονό παραδιδόμενη, όχι δεν διδάχτηκε ποτές σε Σχολές Καλών Τεχνών 
ούτε και σε Πολυτεχνεία, τα εικονοστάσια στο Αγιονόρος και στα Μετέωρα, στα Ζαγοροχώρια και στο Πήλιο, σε Μητροπόλεις και κεφαλοχώρια, στην Μονή Παναγίας της Εικοσιφοίνισσας και στον Πρόδρομο των Σερρών, στην Πάτμο και στην Λέσβο, στο Φανάρι και στην Χάλκη, στην Κρήτη και στη Ρόδο , στην Αρκαδία και στη Ζάκυνθο, ένα ανοιχτό μουσείο , μουσείο ξυλογλυπτικής,
το πως ένας Λαός , υπόδουλος , ραγιάς Λαός ,
είχε κέφι και μεράκι και τραγουδούσε το ξύλο σκαλίζοντας, κι είναι κάθε σκάλισμα κι ένας σκοπός , αλλού ήχος πλάγιος του β’
κι αλλού , θριαμβευτικός ήχος πρώτος,
αλλού, πάλιν, σαν ν’ ακούγεται θρηνητικό φλογέρα ηπειρώτικη, κι αλλού λύρα κρητική,
μήπως και ζουρνάς σερριώτικος,
τσαμπούνα νησιώτικη ή και κλαρίνο,
μουσείο ανοιχτό εξαίρετης τέχνης,
επώνυμων κι ανώνυμων τεχνιτών, απλών ανθρώπων που την αγάπη τους, την φιλοτιμία τους,
την φιλοκαλία τους με σκαρπέλο και καλέμι την μετουσίωναν σε ποιήματα, τους κορμούς της ορεινής καστανιάς και της βαρύσκιωτης καρυδιάς , της περήφανης οξιάς και της σκληροτράχηλης δρυός, έργα χειρών χειρών ανθρώπων,
όλη η Ελλάδα ένα μουσείο ,
κι ας απαξιούμε εμείς ,
οι πελάτες της προχειρότητας και της φτηνής επικαιρότητας,
να αναδείξουμε τον πλούτο τούτον των ταλιαδώρων αμή και των ντουγραματζήδων μαστόρων, τον εαυτό μας αδικούμε κι όχι τα καλλιτεχνήματα του κεντημένου ξύλου,
τα εικονοστάσια, μερικά σχεδίου μπαρόκ, τους άμβωνες που κρέμονται σε κολώνες του ναού , τα αναλόγια της ψαλτικής και τους θρόνους τους δεσποτικούς, παγκάρια για την κηροθεσία και παραθρόνια, εξαπτέρυγα ολοπλούμιστα και στασίδια γιά της πολύωρες ακολουθίες, κουβούκλια της Αγιατράπεζας και κάποτες πολυελαίους, πολυθρόνες , καρέκλες και τράπεζες,
έργα τέχνης του ξύλου, ξυλόγλυπτα στις εκκλησιές , μα και στα συνοδικά Μονών και Μητροπόλεων,
ξυλόγλυπτα περίτεχνα σ’ αρχοντικά και σπίτια,
της υπομονής και της καλλιτεχνίας έργα,
για τούτο βρεθήκαμε στην Κώ,
τούτη την μαεστρία την είχε φερμένη στα Σέρρας από την Κρήτη ο καπετάν Μάρκος,
ένας καλογερόπαπας του είχενε μάθει τα μυστικά , στην τέχνη των εργαλείων , σκαρπέλα και τρίγωνα, στρογγυλά και κόφτες, τριάντα - σαράντα διαφορετικά εργαλεία , να τα ακονίζεις πρέπει στην πέτρα , στ’ ακόνι, με λαδάκι , υπομονετικά, εάν δεν κόβει , ακονισμένο το εργαλείο, εις μάτην παιδεύεσαι, ένας καλόγερας από των Τζαγκαρόλων το Μοναστήρι , της Αγιά Τριάδας η τιμή, σε ένα ντουρβά προσεκτικά να ταίριαζε, με τούτα την ζωή πάλεψε, τα ξύλα επιλέγοντας με μαστοριά,
κάθε δένδρο άλλα νερά, κάθε δέντρο κι άλλα χρώματα, μα κι άλλη η σκληρότητα, άλλη πάλιν η ευωδιά , έπαθλο της μάχης με το ξύλο το ποίημα,
ποίημα ασημένιο, με το σκαρπέλο και με ψυχή,
πόνος και κόπος τούτη η αμάχη ,
με ρόζους στα χέρια, από το σκάλισμα, μια ζωή ,
ρόζους σκληρούς , αμείλικτους, όπως και στα ξύλα,
ωραίζοντας ξυλογλύπτως εκκλησιές και μοναστήρια,
ενός πολιτισμού μακραίωνου κορδόνι,
αίθουσες συμβουλίων στολίζοντας και σαλόνια αρχοντόσπιτων, δικαστικές αίθουσες και αρχονταρίκια σε μητροπόλεις,
γειά στα χέρια σου , μάστορα,
τούτης της παράδοσης, γλύπτης του ξύλου,
της ψυχής την μορφή αποτυπώνοντας,
την ευμορφία του Προσώπου ,
κάλλος και γαρ άρρητον,
κι εμείς ακόλουθοι,
στης Κώς τα ξωκλήσια και τους ναούς,
Αλκυονίδες οι μέρες, καρσί η ευλογημένη Μικρασία,
του Ηρόδοτου η πατρίδα , η Αλικαρνασσός,
ψάρι φρέσκο οι ψαρόβαρκες εξοικονομούσαν,
κρασί απ’ τα αρχαία αμπέλια του νησιού,
ο Ιχθύς ξυλόγλυπτος μυστικώς εικονίζει κι η Άμπελος,
Εγώ ειμί η άμπελος , ημείς τα κλήματα,
τι κύκλους κάνει η ζωή, του παππού την τέχνη,
ο γιός , οι γιοί του,
την ευπρέπειαν των αγαπώντων,
έτι και έτι, συνέχεια της παραδεδομένης ξυλογλυπτικής, της ψυχής ποιήματα,
δια των χειρών ,
Μάρκου χείρ εποίη, γράφει στην γωνιά ,
μα η ψυχή ήταν που κελαηδούσε ,
το χέρι καλλιγραφούσε με το σκαρπέλο,
μα η ψυχή ήταν που ζωγράφιζε ,
την ωραιότητα της ψυχής ενός Λαού ,
γιά όσους οφθαλμούς έχουσι ίνα ορώσιν,
να θυμάστε , αδέρφια, τον μέγιστο των Ρώσσων,
τον Θεόδωρο , τουπίκλην Ντοστογιέφσκι,
που αλάνθαστα διαπιστώνει και μας παροτρύνει :
Η ομορφιά είναι που θα μας σώσει , αδέρφια ,
Η ομορφιά !