15.12.24

TEJU COLE ΑΝΟΧΥΡΩΤΗ ΠΟΛΗ

«Οι περίπατοι ικανοποιούσαν μια ανάγκη: ήταν μια απελευθέρωση από το σφιχτά ρυθμισμένο πνευματικό περιβάλλον της δουλειάς και, άπαξ και τους ανακάλυψα ως θεραπεία, έγιναν κανονικότητα και λησμόνησα πώς ήταν η ζωή πριν αρχίσω να περπατάω. Η δουλειά αποτελούσε ένα καθεστώς τελειότητας και αποδοτικότητας και δεν επέτρεπε αυτοσχεδιασμούς ούτε ανεχόταν λάθη. Όσο ενδιαφέρον κι αν ήταν το ερευνητικό μου πρόγραμμα –πραγματοποιούσα μια κλινική μελέτη των συναισθηματικών διαταραχών στους ηλικιωμένους–, το απαιτούμενο επίπεδο λεπτομέρειας έφτανε σε τέτοια πολυπλοκότητα που υπερέβαινε οτιδήποτε άλλο είχα κάνει έως τότε. Οι δρόμοι λειτουργούσαν ως μια καλοδεχούμενη αντίστιξη σε όλα αυτά. Κάθε απόφαση –να στρίψω αριστερά ή όχι, πόση ώρα να μείνω χαμένος στις σκέψεις μου μπροστά σ’ ένα εγκαταλειμμένο κτήριο, να δω τη δύση του ηλίου πάνω από το Νιου Τζέρσεϊ ή να δρασκελίσω στις σκιές στο Ιστ Σάιντ κοιτώντας απέναντι το Κουίνς– ήταν δίχως συνέπειες, και γι’ αυτόν τον λόγο συνιστούσε μια υπόμνηση ελευθερίας. Διέσχιζα τα οικοδομικά τετράγωνα της πόλης σαν να τα μετρούσα με τον βηματισμό μου, κι οι σταθμοί του μετρό λειτουργούσαν σαν επανερχόμενα μοτίβα στην άσκοπη πρόοδό μου. Η θέα μεγάλων μαζών ανθρώπων που κατεβαίνουν βιαστικά στις υπόγειες κατακόμβες μού φαινόταν σταθερά αλλόκοτη κι ένιωθα ότι το σύνολο της ανθρώπινης φυλής βρισκόταν υπό το κράτος της βιασύνης, ωθούμενο από μια ανορθόδοξη ενόρμηση θανάτου μέσα σε κινητές κατακόμβες. Πάνω από το έδαφος βρισκόμουν μεταξύ χιλιάδων άλλων μέσα στη μοναξιά τους, αλλά στον υπόγειο σιδηρόδρομο, καθώς στεκόμουν κοντά σε αγνώστους, καθώς τους έσπρωχνα και με έσπρωχναν για χώρο και ανάσες, καθώς αναδραματοποιούσαμε όλοι μας παραγνωρισμένα τραύματα, η μοναξιά εντεινόταν».


TEJU COLE
ΑΝΟΧΥΡΩΤΗ ΠΟΛΗ
Μτφρ. Στέφανος Μπατσής
Εκδόσεις ΠΛΗΘΟΣ