Και ο θάνατος θα περνούσε μέσα και θα στεκόταν δίπλα στο κρεβάτι τού γεωργού Χόιμπελ και θα τον ρωτούσε: “Σας βολεύει τώρα; Μπορώ, αν προτιμάτε, να ξανάρθω αργότερα”.
Κι ο γεωργός Χόιμπελ θ’ ανασηκωνόταν και “Όχι, όχι, μια χαρά με βολεύει τώρα”, θα έλεγε, “ας μην το αναβάλουμε πάλι, ποιος ξέρει πότε θα σας δοθεί η ευκαιρία να ξαναπεράσετε από δω”, κι ο θάνατος θα καθόταν στην καρέκλα τη βαλμένη ήδη δίπλα στα πόδια τού κρεβατιού.
Θα ζητούσε εκ των προτέρων συγγνώμη για τα κρύα του δάχτυλα, πράγμα που ο γεωργός Χόιμπελ ήξερε ότι καθόλου δεν θα τον ενοχλούσε• κι ύστερα θ’ ακουμπούσε το ένα του χέρι στα μάτια τού γεωργού Χόιμπελ.
Έτσι το φανταζόταν ο γεωργός Χόιμπελ. Σηκώθηκε ξανά, γιατί είχε ξεχάσει ν’ ανοίξει το φεγγίτη – για να μπορέσει η ψυχή του μετά να πετάξει έξω ανεμπόδιστη».
MARIANA LEKY | Το όνειρο της Ζέλμα
Μτφρ. Μαρία Αγγελίδου
Εκδόσεις Gutenberg
Έτσι το φανταζόταν ο γεωργός Χόιμπελ. Σηκώθηκε ξανά, γιατί είχε ξεχάσει ν’ ανοίξει το φεγγίτη – για να μπορέσει η ψυχή του μετά να πετάξει έξω ανεμπόδιστη».
MARIANA LEKY | Το όνειρο της Ζέλμα
Μτφρ. Μαρία Αγγελίδου
Εκδόσεις Gutenberg