8.12.24

MARIANA LEKY | Το όνειρο της Ζέλμα

«Ο μόνος που χάρηκε με το όνειρο της Ζέλμα ήταν ο γέρο-Χόιμπελ, ο γεωργός. Ο γεωργός Χόιμπελ είχε ζήσει τόσα πολλά χρόνια, που ήταν πια σχεδόν διάφανος. Όταν ο δισέγγονός του τού είπε για το όνειρο της Ζέλμα, ο γέρο-Χόιμπελ σηκώθηκε από το τραπέζι που έπαιρνε το πρωινό του, χαιρέτησε το δισέγγονό του μ’ ένα νεύμα κι ανέβηκε στο δωμάτιό του, στη σοφίτα τού σπιτιού. Εκεί ξάπλωσε στο κρεβάτι του και κάρφωσε το βλέμμα στην πόρτα, σαν το παιδί που έχει γενέθλια και περιμένει ανυπόμονα να μπουν επιτέλους οι γονείς του με την τούρτα.Ο γεωργός Χόιμπελ ήταν απόλυτα σίγουρος πως ο θάνατος θα ‘ταν ευγενικός, όπως ήταν ο γεωργός Χόιμπελ σ’ όλη του τη ζωή. Ήταν πέρα για πέρα βέβαιος πως ο θάνατος δεν θα του άρπαζε δια της βίας τη ζωή του, αλλά θα του την έπαιρνε προσεκτικά από το χέρι. Τον φαντάστηκε να χτυπάει διακριτικά την πόρτα, να την ανοίγει ίσα μία χαραμάδα, να ρωτάει “Μπορώ να περάσω;” – ερώτηση στην οποία ο γεωργός Χόιμπελ θα έδινε φυσικά καταφατική απάντηση. “Μα και βέβαια”, θα έλεγε ο γεωργός Χόιμπελ, “παρακαλώ περάστε”. 
Και ο θάνατος θα περνούσε μέσα και θα στεκόταν δίπλα στο κρεβάτι τού γεωργού Χόιμπελ και θα τον ρωτούσε: “Σας βολεύει τώρα; Μπορώ, αν προτιμάτε, να ξανάρθω αργότερα”. 
Κι ο γεωργός Χόιμπελ θ’ ανασηκωνόταν και “Όχι, όχι, μια χαρά με βολεύει τώρα”, θα έλεγε, “ας μην το αναβάλουμε πάλι, ποιος ξέρει πότε θα σας δοθεί η ευκαιρία να ξαναπεράσετε από δω”, κι ο θάνατος θα καθόταν στην καρέκλα τη βαλμένη ήδη δίπλα στα πόδια τού κρεβατιού. 
Θα ζητούσε εκ των προτέρων συγγνώμη για τα κρύα του δάχτυλα, πράγμα που ο γεωργός Χόιμπελ ήξερε ότι καθόλου δεν θα τον ενοχλούσε• κι ύστερα θ’ ακουμπούσε το ένα του χέρι στα μάτια τού γεωργού Χόιμπελ.
Έτσι το φανταζόταν ο γεωργός Χόιμπελ. Σηκώθηκε ξανά, γιατί είχε ξεχάσει ν’ ανοίξει το φεγγίτη – για να μπορέσει η ψυχή του μετά να πετάξει έξω ανεμπόδιστη».

MARIANA LEKY | Το όνειρο της Ζέλμα
Μτφρ. Μαρία Αγγελίδου
Εκδόσεις Gutenberg