του σπιτιού και με τα μάτια
δίχως να νιώσεις από πού και,
πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβησμένα,
θε να σου κλείσει απαλά με τ’ άσπρα χέρια της τα δυο τα μάτια που κουράστηκαν
θε να σου κλείσει απαλά με τ’ άσπρα χέρια της τα δυο τα μάτια που κουράστηκαν
τους δρόμους να κοιτάνε
κι όταν, γελώντας,
κι όταν, γελώντας,
να της πεις θα σε ρωτήσει:
…Ποια ’μαι εγώ;
απ’ της καρδιάς το σκίρτημα
απ’ της καρδιάς το σκίρτημα
θα καταλάβεις ποια ’ναι.
Δεν ωφελεί να καρτεράς:
Δεν ωφελεί να καρτεράς:
αν είναι να ’ρθει θε να ’ρθεί.
Κλειστά όλα να ’ναι,
Κλειστά όλα να ’ναι,
θα τη δεις άξαφνα μπρος σου να βρεθεί
κι ανοίγοντας τα μπράτσα της πρώτη θα σ’ αγκαλιάσει˙
ειδέ κι αν έχεις φωτεινό το σπίτι για να τη δεχτείς
και, σαν φανεί, τρέξεις σ’ αυτήν
κι ανοίγοντας τα μπράτσα της πρώτη θα σ’ αγκαλιάσει˙
ειδέ κι αν έχεις φωτεινό το σπίτι για να τη δεχτείς
και, σαν φανεί, τρέξεις σ’ αυτήν
και μπρος στα πόδια της συρθείς,
αν είναι να ’ρθει,
αν είναι να ’ρθει,
θε να ’ρθεί – αλλιώς θα προσπεράσει.