22.10.24

Ομιλία του Προέδρου της Βουλής των Ελλήνων κ. Κωνσταντίνου Τασούλα στην παρουσίαση του βιβλίου «Τα Οικονομικά της Δικτατορίας 1967-74»


Αίθουσα Γερουσίας Μεγάρου Βουλής
Δευτέρα, 21 Οκτωβρίου 2024
Κύριε Αντιπρόεδρε της Βουλής,
Κύριε Γενικέ Γραμματέα,
Κύριε Επιμελητά, επιμελή Επιμελητά, της πολύ καλής αυτής εκδόσεως, που είχατε και την ιδέα, κύριε Χριστοδουλάκη,
Κύριε πρώην Πρύτανη του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών,
Κύριε Πρύτανη,
Κύριε Υπουργέ,
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι στη Βουλή,
Κύριε Συντονιστά του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή,
Κύριε Τσίμα,
Κυρίες και κύριοι,
Ήμουν στη Σύρο, σε μια πολύ ενδιαφέρουσα εκδήλωση, όπου απενεμήθησαν βραβεία σε παραγωγούς τοπικούς, από το περιοδικό «Γαστρονόμος» της εφημερίδας «Καθημερινή». Ομολογώ ότι δεν ήξερα ακριβώς, σε τόσο βάθος, που το γνώρισα αυτό το διήμερο, αυτή την προσπάθεια που γίνεται δεκαεπτά χρόνια από αυτό το εξαιρετικό περιοδικό: 
ενθαρρύνουν τους παραγωγούς τροφίμων, ποτών, σε όλη την Ελλάδα και τους επιβραβεύουν, τους αναγνωρίζουν. 
Και δεν φαντάζεστε, αυτοί οι άνθρωποι που παράγουν μέλι, κρέας, γάλα, τυριά, αρωματικά φυτά και διάφορα άλλα προϊόντα, σε όλη την Ελλάδα, εν προκειμένω στις Κυκλάδες, πόσο ευχαριστημένοι ήταν απ’ αυτή την αναγνώριση και πόσο ένιωσαν ότι αυτή η προσπάθεια που κάνουν, η ποιοτική και πολύ επαγγελματική, έχει νόημα.

Οι κακές καιρικές συνθήκες στο Αρχιπέλαγος προκάλεσαν κάποια καθυστέρηση, βρίσκομαι όμως τώρα ανάμεσά σας για να πω αυτά που ήθελα και να ευχαριστήσω τους συντελεστές αυτής της πολύ χρήσιμης εκδόσεως, για την οποίαν από την πρώτη στιγμή, όταν με πήρε τηλέφωνο ο κύριος Χριστοδουλάκης, παλιός συνάδελφος στη Βουλή, μου είπε ότι αξίζει να το δούμε εν όψει (τότε ήταν εν όψει) της συμπληρώσεως πενήντα ετών από την κατάρρευση της Δικτατορίας. 
Αξίζει να ασχοληθούμε με ένα θέμα με το οποίο δεν έχουν καταπιαστεί πολλοί – έχουμε καταπιαστεί εν σχέσει με την Δικτατορία, με την κατάλυση των ατομικών ελευθεριών, με την καταπίεση, με τα εθνικά θέματα που τα οδήγησαν εις την Κύπρον –που ευχόμεθα να μην είναι η τελευταία πράξις του μικρασιατικού δράματος αλλά να έχει αναστροφή αυτή η εξέλιξις– αλλά δεν έχουμε ασχοληθεί τόσο πολύ με την Οικονομία. Και όχι μόνο δεν έχουμε ασχοληθεί τόσο πολύ με την Οικονομία, αλλά έρπει και μία φήμη ότι μπορεί να τα έκαναν παντού «θάλασσα» αλλά, εν πάση περιπτώσει, μπορεί στην Οικονομία και να τα πήγαν καλά.    

 Και σε όσους ξέρανε και σε όσους είχαν ασχοληθεί με αυτό το θέμα, λίγους, καταλέγονται ο Καζάκος, που έχει γράψει στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» της Εκδοτικής Αθηνών, και ο Σάκης Καράγιωργας, που έχει ασχοληθεί –και με επίπτωση– για τα οικονομικά της Δικτατορίας. Αλλά έτσι συντονισμένη, μεθοδευμένη αρχή ενασχολήσεως με τα οικονομικά της Δικτατορίας δεν έχει υπάρξει. Συνεπώς έγινε μία αρχή εμπεριστατωμένη, η οποία προφανώς μπορεί να αποτελέσει και το έναυσμα για περαιτέρω εμβάθυνση σε αυτό το θέμα, αλλά και επέκταση, γιατί είναι κάποιοι τομείς που δεν περιλαμβάνονται στα τέσσερα μέρη και στα δεκαεπτά κεφάλαια αυτής της πρώτης εξετάσεως των οικονομικών ζητημάτων της Δικτατορίας.

Φυσικά, εδώ υπάρχει και μια άλλη ενδιαφέρουσα διάσταση αυτού του έργου, που είναι η ημερίδα της 15ης Φεβρουαρίου, φέτος, στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων. Υπάρχει και μια άλλη διάσταση που μας επιτρέπει να καταλάβουμε ότι εφ’ όσον δεν μπορούμε τον χρόνο να τον κόψουμε σε φέτες και να πούμε ότι αυτή η περίοδος στεγανοποιείται κι έτσι δεν επηρεάζει την επόμενη περίοδο ή δεν επηρεάστηκε από την προηγούμενη περίοδο, μας διευκολύνει πολύ να καταλάβουμε και τα μετέπειτα της Δικτατορίας όσον αφορά εις την Οικονομία. Ας πούμε, η Δικτατορία παρέδωσε μια Οικονομία, όπως προκύπτει και από αυτά τα εμπεριστατωμένα κείμενα, στο χείλος της υφέσεως και του υψηλού πληθωρισμού. Άρα η σκυτάλη στο θέμα της Οικονομίας ήταν εξ ίσου προβληματική με τις άλλες σκυτάλες που παρελήφθησαν. Όχι ακριβώς όπως, ας πούμε, στον τομέα των θεσμών ή άλλων, αλλά πάντως ήταν εξόχως προβληματική η σκυτάλη της Οικονομίας.

Μάλιστα, επειδή έχουμε και μία εκδήλωση σύντομα, για τα εβδομήντα πέντε χρόνια από τη συμμετοχή της χώρας στο Συμβούλιο της Ευρώπης, υπάρχει μία πολύ ενδιαφέρουσα Απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, τέλη του 1974, η οποία εξηγεί νομικά τι ήταν το κράτος που παρέλαβε από το χάος που δημιουργήθηκε με την αυτοκατάλυση της Δικτατορίας. Και η ερμηνεία που έδωσε το Συμβούλιο της Επικρατείας για την διαδοχή ήταν ότι η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητος είχε όλα τα νομικά δικαιώματα να πλάσει Δίκαιο, χωρίς Βουλή, μέσω Υπουργικού Συμβουλίου, «εκ καταγωγής», δηλαδή εκ γενετής, ab initio, από την αρχή. Και αυτό ακριβώς δείχνει ότι -και νομικά ακόμη- τα πράγματα ήταν πάρα πολύ παρακινδυνευμένα και η χώρα πήγαινε «επί ξυρού ακμής».

Η Οικονομία λοιπόν επί Δικτατορίας δεν σημείωσε την πρόοδο που πολλοί νομίζουν. Απεναντίας, ενώ είχε αρχίσει από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 μια έντονη οικονομική ανάπτυξη η οποία, συχνά στους αριθμούς, ήταν δεύτερη μετά απ’ τους ρυθμούς της Ιαπωνίας, εκείνη την περίοδο, 1952-53 με 1965-66, η Δικτατορία δεν αξιοποίησε όσο θα έπρεπε αυτήν τη φόρα που είχε πάρει η Οικονομία, αν και οφείλουμε να πούμε, τα πρώτα χρόνια της Δικτατορίας, επειδή οι ρυθμοί των προηγούμενων χρόνων ήταν πολύ εντυπωσιακοί, επωφελήθηκε, αριθμητικά τουλάχιστον, απ’ αυτήν την ορμή την αναπτυξιακή και εισχώρησε αυτή η ορμή στατιστικά και απολογιστικά στα πρώτα χρόνια της Δικτατορίας. Υπήρξε όμως εν συνεχεία αυτή η αλόγιστη πιστωτική και χρηματοδοτική επέκταση, αυτή η μονομέρεια στον τομέα των κατασκευών, αυτή η αλόγιστη πολεοδομική «γενναιοδωρία» με τις προσθήκες ορόφων, με τα τερατουργήματα στον τομέα του τουρισμού, κι όλα αυτά προφανώς δείχνουν ότι το αποτέλεσμα δεν ήταν αυτό που φαντάζονται διάφοροι που δεν έχουν εγκύψει στην περίοδο.

Το 1966, ο Σάββας Κωνσταντόπουλος έκανε τέσσερεις ομιλίες στο ξενοδοχείο Hilton. Είχαν τον τίτλο, κύριε Βερέμη, όπως είμαι βέβαιος το ανακαλείτε, «Ο φόβος της Δικτατορίας». Αυτές οι ομιλίες είχαν έναν εντυπωσιακό σχολιασμό από τρεις-τέσσερεις διατελέσαντες πρωθυπουργούς εκείνης της εποχής, πρώτα τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, μετά υπηρεσιακούς πρωθυπουργούς που όμως είχαν ασκήσει και άλλα καθήκοντα, ήταν διοικητές τραπεζών, ήταν δικαστικοί, ο Παρασκευόπουλος, ο Γεωργακόπουλος. Αυτοί σχολίασαν τις ομιλίες του Κωνσταντόπουλου που το 1966 μίλησε για τον «φόβο της Δικτατορίας». Και προσέξτε, για να καταλάβετε πόσο δύσκολα ήταν τα πράγματα στην Ελλάδα από πλευράς επιβολής μιας Δημοκρατίας που μετά την Δικτατορία την απολαύσαμε, αλλά που πριν και μετά τον Εμφύλιο δεν ήταν τόσο εύκολο να εμπεδωθεί στην ίδια έκταση.

Πολλοί την αποκαλούν «καχεκτική» εκείνη την περίοδο τη Δημοκρατία. Εγώ θα την αποκαλέσω δυσχερή περίοδο για τη Δημοκρατία, λόγω ακριβώς όλης της εντάσεως και όλου του κλίματος που προηγήθηκε. Όλοι λοιπόν αυτοί σχολιάζουν την ομιλία του Κωνσταντόπουλου λέγοντας ότι ο στρατός δεν έχει λόγο να επέμβει, για τους κινδύνους που επικαλείται. Προσέξτε! Δεν έχει λόγο να επέμβει. Όχι δεν έχει δικαίωμα να επέμβει. Ήταν περίπου, αν όχι αυτονόητο, πάντως αναμενόμενο να έχει έντονο λόγο στα εσωτερικά πολιτικά πράγματα ο στρατός. Και η διαμάχη το ’66, πάνω σε μια ομιλία η οποία έλεγε διάφορες προβλέψεις για το πώς θα πάνε τα πράγματα, δεν ήταν ότι είναι αδιανόητο ο στρατός να έχει λόγο στα πολιτικά πράγματα. Ήταν ότι τα επιχειρήματα που ενδεχομένως επικαλεστεί ο στρατός για να επέμβει, λόγω κοινωνικών αναταραχών, λόγω επικλήσεως του κομμουνιστικού κινδύνου, λόγω εκπτώσεως του κοινοβουλευτισμού, ηθικής εξαθλιώσεως και όλα αυτά, ότι όλα αυτά δεν ίσχυαν και όχι ότι ο στρατός δεν έχει δουλειά να ανακατεύεται με αυτά κι ότι με αυτά δουλειά έχει να ανακατεύεται και να κρίνει ο λαός.

Αυτό το λέω για να δείξω ότι η αίσθηση που υπήρχε στη χώρα λίγο πριν τη Δικτατορία δεν ήταν και τόσο παρήγορη και τόσο αισιόδοξη και τόσο κολακευτική για την ανθεκτικότητα της Δημοκρατίας. Ήταν λόγω κυνισμού, λόγω ρεαλισμού, λόγω ιδεολογικών αντιλήψεων; Αλλά υπήρχε μια τέτοια αντίληψη. Κι αυτό αξίζει να το σκεφτόμαστε, για να καταλάβουμε τι σόι υψηλής ποιότητος Δημοκρατία αποκτήσαμε μετά. Τέτοια Δημοκρατία η Ελλάδα ποτέ πριν δεν την απήλαυσε. Και αυτή η Δημοκρατία, που εκ καταγωγής άντλησε τα δικαιώματά της από το χάος που δημιούργησε η Δικτατορία, αυτή η Δημοκρατία, πενήντα χρόνια μετά, αναστοχάζεται την πορεία της, αναστοχάζεται την προέλευσή της, αναστοχάζεται από πού ξεκίνησε, από ποίες συνθήκες ξεκίνησε, από πού πήρε σκυτάλη, και προσπαθεί μέσα από διάφορες εκδόσεις, μέσα από διάφορες παρεμβάσεις ιστορικών, πολιτικών επιστημόνων, να κάνει τον απολογισμό της και να παρουσιάσει αυτόν τον απολογισμό της στον ελληνικό λαό, ο οποίος, παρά τα σκαμπανεβάσματα που είχε η Δημοκρατία, πρέπει τελικά να είναι υπερήφανος γι’ αυτή την πρωτοφανή και μοναδική περίοδο πέντε δεκαετιών πρωτοφανούς δημοκρατικής εξέλιξης και ανάτασης στη χώρα μας.

Αυτό το κενό που καλύπτει αυτή η έκδοση είναι ίσως το τελευταίο κενό που έλειπε και από τον επιστημονικό και από τον πολιτικό διάλογο. Και υπ’ αυτή την έννοια είναι σημαντική πρωτοβουλία, γι’ αυτό και αισθάνθηκα, μόλις ο κύριος Χριστοδουλάκης και εν συνεχεία ο κύριος Μπουραντώνης μού έδωσαν λεπτομέρειες γι’ αυτό. Γι’ αυτό αισθάνθηκα ότι πρέπει η Βουλή να το αγκαλιάσει, να το υιοθετήσει, να το στηρίξει, όπερ και εγένετο, και σήμερα είμαστε εδώ για να παρουσιάσουμε, για να παρουσιάσετε, για να γνωρίσουμε και για να γνωρίσετε καλύτερα αυτή την έκδοση, η οποία μιλάει για τις οικονομικές καταβολές της Δημοκρατίας, από πού ξεκινήσαμε, ώστε να εκτιμήσουμε ακόμα περισσότερο εκεί που φτάσαμε.

Φυσικά, δεν κάνουμε αυτή τη στιγμή, πενήντα χρόνια μετά, αντίσταση. Ούτε επωφελούμεθα ότι δεν μπορεί να υπάρξει ένας αντίλογος έντονος πάνω σε όλα αυτά. Δεν παλεύουμε αυτή τη στιγμή με τη χούντα, για να τους προσάψουμε πράγματα τα οποία διευκολύνουν εν συνεχεία δικές μας αστοχίες. Τα πράγματα έχουν κλείσει ιστορικά, έχουν καταλαγιάσει, κάθε «κατεργάρης» είναι στον πάγκο του, συνεπώς είναι μια αντικειμενική κι όχι μια ιδιοτελής προσπάθεια, η οποία επιδιώκει να πάρει εκ των υστέρων κάποιους τίτλους εύκολης αντιστάσεως.

Χαίρομαι λοιπόν που σήμερα, εδώ, από επιφανείς επιστήμονες παρουσιάστηκε αυτή η έκδοση. Αξίζει τον κόπο αυτή η έκδοση, κυρίες και κύριοι, να συνεχιστεί, σε περισσότερες λεπτομέρειες, σε άλλες αναπτύξεις, σε άλλους τομείς. Εμείς είμαστε εδώ για να στηρίξουμε την τυχόν επέκταση αυτής της έρευνας. Αξίζει να ξέρουμε την ιστορία μας, παγωμένη, αντικειμενική, ψυχρή, αν και υπάρχει ένα πολύ απαισιόδοξο συμπέρασμα για το πώς αντιλαμβανόμεθα την ιστορία: είναι ότι το μόνο δίδαγμα που παίρνουμε από την ιστορία είναι ότι δεν διδασκόμεθα από την ιστορία. Αλλά εμείς πρέπει να επιμείνουμε παρά αυτή την ίσως και πραγματική θεωρία.

Πρέπει να επιμείνουμε, να εξηγούμε πώς έχουν τα πράγματα, πώς έγιναν, πώς εξελίχθηκαν, γιατί εξελίχθηκαν έτσι, και να καταλαβαίνουμε ότι τελικά τα τελευταία πενήντα χρόνια, ό,τι και να λένε, ό,τι και να φωνάζουν, η μεγαλύτερη γοητεία της Δημοκρατίας, πέρα από την ελευθερία γνώμης, πέρα από την ελευθερία διαφωνίας, η μεγαλύτερη αξία κι η μεγαλύτερη γοητεία της Δημοκρατίας είναι ότι, ναι, μπορούμε να ορίσουμε τη μοίρα μας. Κι αυτή η γοητεία της ευθύνης, η οποία δεν υπάρχει σε μια δικτατορία -η δικτατορία αφαιρεί από τον λαό την ευθύνη των αποφάσεων- αυτή τη γοητεία της ευθύνης θα πρέπει να την καταστήσουμε κοινή σε όλους. Γιατί πολλοί στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια, την ευθύνη τη θεωρούν κατάρα. Όταν δε μιλάς για ατομική ευθύνη, εκεί να δεις τι κατάρα γίνεται και τι φόβος.

Κι όμως! Ο πυρήνας της Δημοκρατίας είναι η γοητεία του να ορίζεις τη μοίρα σου. Ό,τι δεν συνέβαινε επί Δικτατορίας.

Σας ευχαριστώ.