Εργο της εικαστικού Ειρήνης Μητούδη |
Οι εραστές τ’ Αυγούστου με λουλούδια
στα χέρια έρχονται,
τ’ αόρατα καλέσματά τους τραβούν στις αυλές,οι εραστές τ’ Αυγούστου με κόκκινα πουκάμισα και μισάνοιχτα στόματα
τρεμοσβήνουν στα σταυροδρόμια,
εξαφανίζονται στα σοκάκια,
τρέχουν στις πλατείες.
Στους εραστές τ’ Αυγούστου
αχνοφέγγουν στη βραδινή ατμόσφαιρα
οι ερυθρόλευκες γραμμές των κεντημένων λουλουδιών πάνω
στα πουκάμισά τους,
φωτίζονται τ’ ανοιχτά παραθύρια στις σκοτεινές αυλές
κι αυτοί όλο πηγαίνουν κι όλο τρέχουν σε κάποιο κάλεσμα.
Να και το δείλι της ζωής, να και το δείλι που δίπλα περνά απ’ την πόλη,
να το που χρωματίζει τα δέντρα,
που σβήνει τη λάμπα,
που γυαλίζει τ’ αυτοκίνητα . . .
Στα στενά σοκάκια βιαστικά ηχούν οι παρέες,
γύρισε πίσω, έβγα στο μπαλκόνι και πέταξε το παλτό.
Βλέπεις, οι εραστές τ’ Αυγούστου τρέχουν κρατώντας λουλούδια στα χέρια.
Οι γαλάζιες ανταύγειες των διαφημίσεων κυλούν από τις στέγες
κι εσύ κοιτάζεις κάτω, δίχως ποτέ και με κανένα θέση δεν αλλάζεις,
συνομιλώντας με τον εαυτό σου.
Να τα λουλούδια και τια διαμέρισμα με το νέο έρωτα,
με το καινούριο μαστίγιο, που μπαίνει σε κύκλο νέο,
παραδίδοντας τον εαυτό του με νέα κραυγή και νέο αίμα,
παραδίδοντας τον εαυτό του, αφήνοντας τα λουλούδια να πέσουν απ’ τα χέρια του.
Το νέο δείλι θορυβεί,
κανείς δεν θα επιστρέψει στη νέα ζωή,
κανείς δε θα περάσει κάτω απ’ το μπαλκόνι για να ‘ρθει να σε δει,
κανείς δε θα σου παρασταθεί,
κανείς δε θα σου σταθεί,
πιο κοντά, απ’ ό,τι εσύ στον εαυτό σου,
απ’ τα λουλούδια,
απ’ ότι είσαι εσύ στον εαυτό σου.
(Ιωσήφ Μπρόντσκι, 1961, Οι εραστές τ’ Αυγούστου. Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης)
στα χέρια έρχονται,
τ’ αόρατα καλέσματά τους τραβούν στις αυλές,οι εραστές τ’ Αυγούστου με κόκκινα πουκάμισα και μισάνοιχτα στόματα
τρεμοσβήνουν στα σταυροδρόμια,
εξαφανίζονται στα σοκάκια,
τρέχουν στις πλατείες.
Στους εραστές τ’ Αυγούστου
αχνοφέγγουν στη βραδινή ατμόσφαιρα
οι ερυθρόλευκες γραμμές των κεντημένων λουλουδιών πάνω
στα πουκάμισά τους,
φωτίζονται τ’ ανοιχτά παραθύρια στις σκοτεινές αυλές
κι αυτοί όλο πηγαίνουν κι όλο τρέχουν σε κάποιο κάλεσμα.
Να και το δείλι της ζωής, να και το δείλι που δίπλα περνά απ’ την πόλη,
να το που χρωματίζει τα δέντρα,
που σβήνει τη λάμπα,
που γυαλίζει τ’ αυτοκίνητα . . .
Στα στενά σοκάκια βιαστικά ηχούν οι παρέες,
γύρισε πίσω, έβγα στο μπαλκόνι και πέταξε το παλτό.
Βλέπεις, οι εραστές τ’ Αυγούστου τρέχουν κρατώντας λουλούδια στα χέρια.
Οι γαλάζιες ανταύγειες των διαφημίσεων κυλούν από τις στέγες
κι εσύ κοιτάζεις κάτω, δίχως ποτέ και με κανένα θέση δεν αλλάζεις,
συνομιλώντας με τον εαυτό σου.
Να τα λουλούδια και τια διαμέρισμα με το νέο έρωτα,
με το καινούριο μαστίγιο, που μπαίνει σε κύκλο νέο,
παραδίδοντας τον εαυτό του με νέα κραυγή και νέο αίμα,
παραδίδοντας τον εαυτό του, αφήνοντας τα λουλούδια να πέσουν απ’ τα χέρια του.
Το νέο δείλι θορυβεί,
κανείς δεν θα επιστρέψει στη νέα ζωή,
κανείς δε θα περάσει κάτω απ’ το μπαλκόνι για να ‘ρθει να σε δει,
κανείς δε θα σου παρασταθεί,
κανείς δε θα σου σταθεί,
πιο κοντά, απ’ ό,τι εσύ στον εαυτό σου,
απ’ τα λουλούδια,
απ’ ότι είσαι εσύ στον εαυτό σου.
(Ιωσήφ Μπρόντσκι, 1961, Οι εραστές τ’ Αυγούστου. Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης)