1.4.24

Ο ΚΑΜΥ ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ

ΜΝΗΜΗ ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ (7/11/1913-4/1/60) 
Το 1955 ο Αλμπέρ Καμύ βρίσκεται στην Ελλάδα και δίνει μια διάλεξη στον "Παρνασσό".
Ο Κλέων Παράσχος ,πού μνημονεύεται στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας κυρίως για την προσφορά του στο χώρο της λογοτεχνικής κριτικής, έγραψε στην «Καθημερινή» της 30ης Απριλίου 1955 μιά ενδιαφέρουσα κριτική για τις απόψεις του νομπελίστα συγγραφέα που "δήλωνε ¨είμαιΕλληνας":
«Δεν είναι κοινοτοπία αν ειπώ ότι σπανίως το Αθηναϊκό κοινό είχε την ευκαιρία να ακούση ομιλία σαν την χθεσινή του κ. Αλμπέρ Καμύ. Είναι αλήθεια. Η ποιότης του λόγου, ο τόνος, η άνεσις και η πληρότης εις τον χειρισμός του θέματος, όλα προσέδιδαν εις την ομιλίαν μίαν λαμπρότητα εξαιρετικήν. Ο συγγραφεύς της «Πανούκλας» και του «Καλλιγούλα» ωμίλησε περί του «Συγχρόνου Θεάτρου», δηλαδή συγκεκριμένως περί της συγχρόνου γαλλικής δραματουργίας, όπου εκδηλώνεται η προσπάθεια ανευρέσεως μίας νέας μορφής «τραγωδίας», η οποία να εκφράζη την τραγικότητα του σημερινού ανθρώπου. Ο ομιλητής καθώρισε πρώτον τα ιδιάζοντα γνωρίσματα της αρχαίας τραγωδίας, τα στοιχεία που κατά την γνώμην του της δίδουν την εντελώς ιδιαιτέραν και ανεπανάληπτον μέχρι σήμερον μορφήν. Εις την ελληνικήν λοιπόν τραγωδίαν δύο αντίθετοι δυνάμεις έρχονται εις σύγκρουσιν και αι δυνάμεις αυταί είναι κατά κανόνα το λογικόν και το μυστήριον, το άτομον και η «τάξις» που κυβερνά τον κόσμον και την οποίαν μόνον τυφλός ημπορεί να σκεφτή να διασαλεύση. Διά τούτο, είπεν ο κ. Καμύ, εγκλήματα και εγκληματίαι δεν υπάρχουν εις την ελληνικήν τραγωδίαν, υπάρχουν μόνον τυφλοί, που δεν θέλουν να υποταχθούν εις το μυστήριον, αλλά επιχειρούν να υπερβούν το ανθρώπινον μέτρον. Τυπικός εκπρόσωπος της ανταρσίας αυτής –της ύβρεως- είναι ο Προμηθεύς. Άλλο γνώρισμα, κατά τον κ. Καμύ, της ελληνικής τραγωδίας είναι ότι όλοι οι ήρωες δικαιώνονται, ενώ εις το νεώτερον δράμα και εις το μελόδραμα, που είναι μία παραλλαγή του, ένας δικαιώνεται μόνον. Ο κ. Καμύ πιστεύει ότι εις τον Σοφοκλή αι αντίρροποι τραγικαί δυνάμεις εκδηλώνονται με τον πληρέστερον τρόπον, διά τούτο και υπερέχει των άλλων τραγικών, ενώ αντιθέτως ο Ευριπίδης υπολείπεται διότι με αυτόν αρχίζει να μεταφέρωνται εις την τραγικήν σκηνήν τα ατομικά δράματα, αρχίζει δηλαδή η παρακμή.
Είκοσι αιώνες χωρίζουν την αρχαίαν τραγωδίαν από το ελισαβετιανό δράμα και από την σχεδόν σύγχρονον γαλλικήν τραγωδίαν, όπως και από το επίσης σύγχρονον σχεδόν ισπανικόν δράμα και καθ’όλους αυτούς τους αιώνας η τραγωδία εσιώπησε. Κατά της τάξεως, την οποία εγκαθίδρυσε ο Χριστιανισμός, δεν ήταν δυνατό να εννοηθή ανταρσία. Ήτο μία θεία τάξις που δεν δέχεται παρά μόνον την υποταγήν.
Διά τούτο και τα μεσαιωνικά μυστήρια είναι μία μορφή δράματος, δεν είναι όμως μορφή τραγωδίας. Αυτήν, είπεν ο ομιλητής, οι σύγχρονοι δραματικοί συγγραφείς, προσπαθούν να επανεύρουν, συγγραφείς που έχουν πλήρη συνείδησιν της αποστολής των και οι οποίοι, με τον Κοπώ, τον ιδρυτής του «Βιέ Κολομπιέ» επι κεφαλής, ηγωνίσθησαν και αγωνίζονται να επαναφέρουν το θέατρον εις το υψηλό ηθικόν και καλλιτεχνικόν του κλίμα. Η τραγική ουσία υπάρχει, είπεν ο κ. Καμύ, διά την δημιουργίαν ενός νέου τύπου τραγωδίας. Είναι όλαι αι δραματικαί αντιθέτως, εν μέσω των οποίων κλυδωνίζεται και σπαράσσεται ο σύγχρονος άνθρωπος. Πρέπει όμως να δημιουργηθεί και ο αντάξιος τραγικός λόγος, το νέον τραγικόν ύφος, ύφος ιερατικόν και οικείον, ποιητικόν, αλλά και δυνάμενον να αποδώση συγχρόνως όλας τα αποχρώσεις του σημερινού ανθρώπου. Οι σύγχρονοι Γάλλοι δραματογράφοι, ο Κλωντέλ, ο Ζιροντού, ο Κοκτώ, ο Ζιντ, ο Μοντερλάν, εδημιούργησαν, καθείς με τον τρόπον του, ένα τραγικόν ύφος, ενώ όμως δανείζονται τους μύθους των και από την ελληνικήν τραγωδίαν, δεν διατηρούν εις τα έργα των τον υψηλόν και αμιγώς ηρωϊκόν τόνον της ελληνικής τραγωδίας, αλλά αναμιγνύουν με αυτόν τόνους οικείους, ειρωνείαν και χιούμορ, και πολλήν «fantaisie». Χαρακτηριστικά από της απόψεως αυτής ήσαν τα τεμάχια του «Οιδίποδος» του Ζιντ και του «Ο Τρωϊκός Πόλεμος δεν θα γίνη» του Ζιροντού, τα οποία ανέγνωσεν ο διαπρεπής συγγραφεύς. Ο κ. Καμύ εδιάβασεν επίσης τεμάχια από τον «Μεσημεριανόν Κλήρον» και την «Πόλιν» του Κλωντέλ και από τον «Maitre de Sautiago» του Μοντερλάν.
Συμπεραίνων ο κ. Καμύ είπεν ότι το σύγχρονον γαλλικόν θέατρον, το πλέον αξιόλογον της εποχής μας, δεν είναι ακόμη, εις ό,τι αφορά την νέαν μορφήν της τραγωδίας, πραγματοποίησις, είναι ελπίς, ωραία υπόσχεσις που διά να μεταβληθή εις καρπόν, εκτός από άλλους παράγοντας, θα χρειασθή και ένας μεγαλοφυής ποιητής.