1.2.24

ΤΑΚΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ (17/4/1916 - 1/2/2011)ΕΝΑΣ ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΗΣ ΑΣΚΗΤΗΣ

Πλησιέστερος στον Pierre Reverdy, στον Paul Valéry και στον Paul Éluard, συγγενής εξ αίματος θαρρείς με τον συμβολιστή Stéphane Mallarmé αλλά και με τον μετασυμβολιστή Francis James, ο δικός μας ποιητής των κατόπτρων και της αθωότητας, ο Έλληνας μάγος Τάκης Βαρβιτσιώτης, αναζητά την καθολική αγάπη μέσα από την Ορθόδοξη βυζαντινή παράδοση και τους αρχαίους μύθους, ενώ παράλληλα στοχεύει σε μια ποιητική οντολογία που κατατείνει στη σιωπή.
Ο ίδιος όμως βιώνει μια ιδιότυπη, καθαρά προσωπική αντίφαση. 
Η αντίφαση έγκειται στο γεγονός ότι, ενώ το ποιητικό του τοπίο αποτελείται από σκηνικά αριστοκρατικής πολυτέλειας, εντούτοις εκείνος επιλέγει να σκορπίσει έναν αέρα διάχυσης και αμεριμνησίας και μέσα σ’ αυτό τον χρωματικό και μουσικό του κόσμο να ασκητέψει σαν ένας άρχοντας ερημίτης.  
Αποπειρώμενος μέσω της θείας έλλαμψης να προσεγγίσει το απρόσιτο μας εισάγει στη μεταφυσική μιας άλλης ομορφιάς, όπου η αδιαφάνεια και το πεπερασμένο διαλύονται μέσα στο φως της μαγικής ακτινοβολίας.

Αν ύστερα δεν ήταν άλλοτε
Ποτέ δεν ήταν άλλοτε
Τόσο πολύς ο πόνος
Τόσο πολλή η θανατηφόρα στάχτη
Τόσο πολλές οι τερατόμορφες
Κούκλες των σκοταδιών
Οι θλιμμένες λαμπάδες
Και οι κλωστές των δακρύων μας
Που έχουν τυλίξει τον ουρανό
Όμως ελάτε μολαταύτα
Όλοι πασίχαροι
Να διώξουμε τα φαντάσματα
Να προσευχηθούμε όλοι μαζί
Πάνω από τ’ ολάνθιστο σώμα του Ιησού
Όχι πια δάκρυα, 
1998

Τίποτα το βέβηλο δεν έχει θέση λοιπόν στο δικό του βασίλειο, καμία απελπισία δεν στέκεται ικανή να αμαυρώσει την αίσια όψη με την οποία επέλεξε να ντύσει το σύμπαν του. 
Γιατί – κακά τα ψέματα – η περίπτωσή του είναι ξεχωριστή κατά τούτο: 
Ένα πλαίσιο αντανακλάσεων, σπινθηρισμών και κάλλους κρυστάλλινου είναι ό,τι αντιτάσσει στη φθορά και στην παραμόρφωση, ό,τι αποφασίζει να ενοράται, ενώ τριγύρω του τα δράματα των μοναχικών και βασανισμένων ψυχών καθορίζουν το σύμπαν του σκότους που αυτός αποστρέφεται. Και βέβαια συμπάσχει, και βέβαια συμπονά, αδυνατεί όμως να παραμείνει και να αποδεχτεί ως πεπρωμένο της ανθρωπότητας όλο αυτό το αποτρόπαιο οίκημα που δεν έχει παράθυρα. 
Και τι κάνει γι’ αυτό; 
Αναλαμβάνει ο ίδιος αμισθί και οικειοθελώς να σχεδιάσει, να κατασκευάσει, να τοποθετήσει, να καρφώσει τέλος πάντων παράθυρα στους αδιαπέραστους τοίχους. 
Πηγαίνει όμως κι ακόμα παραπέρα. 
Αποφασίζει να διακοσμήσει μέχρι και τα τζάμια, να σχεδιάσει τοπία και λίμνες και χιόνια και ήλιους και κόρες που περνούν και υπόσχονται, κι όλα αυτά με την αριστοτεχνική μαεστρία του ζωγράφου ή και του κινηματογραφιστή που μας ξεγελά με την πιστότητα και απαιτεί την άνευ όρων παράδοσή μας στη δική του ψευδαίσθηση.

Υπάρχει κάτι πιο συγκλονιστικό
Υπάρχει κάτι πιο συγκλονιστικό
Από τη συντεφένια όψη του τρόμου
Από την κλειστή παλάμη του τάφου
Από τη θλίψη του χαμένου καιρού
Υπάρχει το γαλάζιο
Ενός ματιού παιδικού
Άρωμα ενός κομήτη, 1997

Όσο γι’ αυτόν, διασχίζει το μυστήριο σκορπώντας σαγήνη και αβρότητα, στοιχεία που έλκουν την καταγωγή τους από έναν κόσμο αγγέλων, ο οποίος μάλιστα θαρρείς ότι συμβιώνει με όλους εμάς ανεξάρτητος, αξιοπρεπής και συγχρόνως ευάλωτος.
Στην πραγματικότητα, προσπερνώντας τον απλό αισθητισμό, καταλήγει στο Ανεξάλειπτο μέσω μιας μουσικής προσευχής που αρδεύει την ελπίδα κατευθείαν από την πηγή της, που ονομάζει τον γενέθλιο τόπο της παιδικής ηλικίας τόπο προορισμού και χρόνο άφιξης και όχι ένα απλό σημείο εκκίνησης. 
Ο άρρητος λόγος συνεπώς, ως πεμπτουσία της έκφρασης, συνιστά για τον Τάκη Βαρβιτσιώτη ένα θαύμα που τον καλεί να ενωθεί μαζί του, προκειμένου να βιώσει εκεί την έκπληξη των όντων αλλά και των άψυχων πραγμάτων.
Με παραδειγματική λιτότητα και αυστηρή πυκνότητα κομίζει λόγο απογυμνωμένο και στιλπνό, κινούμενος σ’ έναν κόσμο ρεμβώδη, κυριευμένο από ευγένεια, υψηλό ήθος και σπάνια ευαισθησία. 
Αυτονομημένος και την ίδια στιγμή καθολικός, ατμοσφαιρικός αλλά και απόλυτα σαφής, κομίζει την άφθαρτη, άπεφθη ποίηση, της οποίας όμως η λεπτότητα δεν στερείται της ακεραιότητας ενός ρωμαλέου στοχασμού. 
Χαμηλόφωνος και λυρικός λεπτουργεί τα αραβουργήματα του λόγου του με συνέπεια και μόχθο περισσό, ενώ μ’ έναν λόγο βαμβάκι – που όμως μικρά θραύσματα σπασμένων γυαλιών είναι κρυμμένα στις ίνες του – μιλά, χαϊδεύει και τραυματίζει.

1
Έμποροι δυνάστες στρατηγοί
Μην τολμήσετε να συντρίψετε τα χέρια
Που κρατούν το φως
Αιώνες ανθρώπινων ονείρων
Θα σκεπάσουν τα μάτια σας
Με μαύρα ηλιοτρόπια
Ατσάλινα νύχια
Θα ξεσχίσουν τα πρόσωπά σας
Κι αγριεμένα πληρώματα θα σας κρεμάσουν
Στο πιο πένθιμο κατάρτι
Την πιο πένθιμη νύχτα του χρόνου
Για να μάθετε πως μονάχα η λευκή ανθοφορία
Του τοκετού της αγάπης διαρκεί

Δέκα ποιήματα της οργής και του χρέους, 
1986

Τον ποιητικό λόγο και εν γένει τη διαδικασία της γραφής ο Βαρβιτσιώτης τα ευλαβείται συναισθανόμενος διαρκώς την ιερότητά τους, συναιρώντας ταυτόχρονα το ποιητικό με το θρησκευτικό μέσα σε μια μυσταγωγική διαδικασία ή ακόμη και επιχείρηση, προκειμένου να διασωθεί η αθωότητα.
Εξάρτυσή του απαραίτητη στον αγώνα του αυτό είναι η ενόραση και η αγνότητα, η έκσταση και η εξιδανίκευση, η παρθενική όραση και ο παράφορος έρωτας, η ασκητική αφοσίωσή του, τέλος, στην ωραιότητα. 
Και πού αλλού συχνάζει η ωραιότητα παρά εκτός στους καθρέφτες. Μόνο που, πραγματικά, είναι πάρα πολλοί οι καθρέφτες στην ποίησή του.
• Οι κοπέλες φιλιούνται με τους καθρέφτες
• Ο θάνατος είναι καθρέφτης / Φυτρώνουν βρύα μες στους καθρέφτες
• Το βράδυ είναι καθρέφτης μητρικός
• Μιλώ μονάχος / Οι καθρέφτες δε μ’ αναγνωρίζουν.
• Ύστερα από τις βροχές / Αρχίζει η εποχή των καθρεφτών
• Αν μπορούσες αλήθεια το νόημα να καταλάβεις / Αυτού του βενετσιάνικου παλιού καθρέφτη
• Οι λυγμοί των καθρεφτών / Πληθαίνουν τη νύχτα
• Το αύριο είναι ένας επίβουλος καθρέφτης
• Οι καθρέφτες θάβουν τους καθρέφτες
Ο ίδιος στη συλλογή του 
"Ακόμα ένα καλοκαίρι "(1987) απολογείται γι’ αυτή του την εμμονή:

Οι καθρέφτες
Οι καθρέφτες ήταν πάντα
Ο πιο μεγάλος μου έρωτας
Μέσα τους κάθε νύχτα φθινοπωριάζει
Βρέχει όλο χάρτινες χρωματιστές κούκλες
Βουβές μορφές απελπισμένες
Αναθρώσκει μια καινούργια σκιά
Μια νυχτωδία του Chopin
Ανταμώνονται τα τρομαγμένα ελάφια
Κι είναι τα παγωμένα τους δάκρυα
Των φαντασμάτων η σιωπή
Μέσα τους κρύβονται κάθε νύχτα
Οι μικρές πεθαμένες

Μυσταγωγικός και άκρως ενορατικός επιλέγει την πληρότητα της βαθιάς θρησκευτικής πίστης από τη θολή ασάφεια του αγνωστικισμού, ο οποίος αποθεώνει τα ενδεχόμενα και, επικαλούμενος το δικαίωμα στην αμφισβήτηση, αποφεύγει να εκτεθεί ή ακόμη και να διαψευστεί σε περίπτωση κατάρρευσης των παγιωμένων θέσεών του. 
Ο Βαρβιτσιώτης προτιμά να θεωρηθεί ακόμα και απλοϊκός, επιλέγοντας την ασφάλεια της ύπαρξης στην απάνεμη θρησκευτική βεβαιότητα από την ατέρμονη περιπλάνηση στις ατραπούς των αμφιβολιών και των διερωτήσεων. Ας μη γίνεται όμως σύγχυση ανάμεσα στην τόσο επώδυνα κατακτημένη απλότητα και στην απλοϊκότητα, και ας αναγνωρίσουμε στην άκρως ευαίσθητη ιδιοσυστασία του την ανάγκη ταύτισής της με ό,τι κομίζει ελπίδα, προστασία και αγνότητα, ή έστω με ό,τι τα επαγγέλλονται. Δεν είναι παράξενο λοιπόν που συγκλονίζεται η ύπαρξή του απ’ όλα εκείνα που αντιπροσωπεύει η Παρθένος Μαρία. 
Σ’ αυτήν επομένως αναθέτει τη διεκπεραίωση των εκκρεμοτήτων, μέχρι να επισυμβεί ο Παράδεισος, απ’ αυτήν ευελπιστεί να προκύψουν ο καθαρμός και η λύτρωση, μαζί της αποφασίζει να πορευτεί μέσα στην αγριότητα του κόσμου.
Σε ικετεύουμε Αειπάρθενε πάντα Ελεούσα
Γύρισε πάλι κοντά μας
Είτε από το αρχιπέλαγος μαζί με τις αλκυόνες
Κομίζοντας τα πιο ευρύχωρα όνειρα
Είτε από τη στεριά με χίλιες λαμπάδες
Που ταξιδεύουν σαν ολόφλογα περιστέρια
Άναψε Ρόδο αμάραντο
Και περιτύλιξε με τον ασημένιο χιτώνα Σου
Τη θλιβερή μας γυμνότητα
Φανερώνοντας την επουράνια Κλίμακα
Που θα μας οδηγήσει ως Εσένα
Πάνω από τα βουνά τα ποτάμια την άβυσσο
Στον κόσμο του μέλλοντος δίχως όρια
Δίχως βιγλάτορες και δεσμωτήρια
Όπου η αγάπη εκτείνεται ως το άσμα του κορυδαλλού
Ταπεινός αίνος προς την Παρθένο Μαρία, 1977
Αναρτά συνεπώς στον πίνακα ανακοινώσεων των στίχων του μόνο αισιόδοξα μηνύματα, που θα ’λεγε κανείς ότι αντιστοιχούν σε διαρκείς υπενθυμίσεις προς τους ανυποψίαστους μιας ανώτερης και οπωσδήποτε ουσιωδέστερης προοπτικής.
Αυτή την προοπτική την τοποθετεί ως αντίβαρο ισχυρό στην αφασική και ανερμάτιστη ζωή που στερείται τον οραματισμό του Παραδείσου.
Ο στίχος λοιπόν για τον Βαρβιτσιώτη παίρνει τη θέση ενός άμβωνα, απ’ όπου κηρύττεται με θαυμαστή απλότητα και δίχως ίχνος ρητορείας η ελπίδα, η ανακαινισμένη οντότητα, η θρησκευτική προσήλωση στον ερχομό της αναστάσιμης ώρας. 
Υπερρεαλιστής και την ίδια ώρα ρομαντικός, αναλαμβάνει να διακοσμήσει με γιρλάντες και λάμπες πολύχρωμες ακόμη και τα ερείπια.
Και βέβαια τα βλέπει, και βέβαια έχει πλήρη την αίσθηση ότι εντέλει ωραΐζει χαλάσματα, ωστόσο φιλοδοξεί να εγκαταστήσει την ωραιότητα ακόμη και μέσα στον ίδιο τον πυρήνα της φθοράς. 
Κάποιοι θα το θεωρήσουν σχέδιο μεγαλεπήβολο, κάποιοι άλλοι ολότελα ανώφελο, εκείνο όμως που το κάνει να φαντάζει κάποτε ακόμη και εφικτό είναι η ίδια η απλότητα των εργαλείων που χρησιμοποιεί, προκειμένου να ανεγείρει την πλατωνική του πολιτεία.
Του αρκούν λίγα χιόνια ή και μόνο ένα σύννεφο, ένα βιολί ή μια άρπα, ομίχλες και άγγελοι, κοπέλες και ερείπια, η αυγή κι ένα βλέφαρο, και τότε ως διά μαγείας εγείρεται δεν θα πω ένας κόσμος, αλλά θα πω ένας διάκοσμος, ο οποίος στην απώτερη ενηλικίωσή του ελπίζει να γίνει κάποτε κόσμος.
Βέβαια, όταν μιλάμε για τον Βαρβιτσιώτη, η πλέον ασύμβατη με τον ψυχισμό του λέξη είναι η «ενηλικίωση».
 Έφτασε στα βαθιά γεράματα και η αίσθηση που απέπνεε παρέπεμπε όχι στην απερισκεψία ενός έφηβου, αλλά στην αφέλεια εκείνου του μικρού παιδιού που ζωγραφίζει ό,τι ονειρεύεται, με αποτέλεσμα να τον απασχολεί εξ ολοκλήρου η κατάφαση και ουδέποτε η άρνηση της ζωής.
Τα ποιητικά του γυμνάσματα, μια συνεπής μαθητεία στο απέριττο και πυκνό, διαθέτουν τέτοια οικονομία, που καθιστά τον στίχο του μια ολοκληρωμένη ποιητική κατάθεση με αυθυπαρξία και οντότητα.
 Ο στόχος του ωστόσο είναι ο λόγος να κατατείνει σταδιακά στην τέλεια πύκνωση, σε σημείο μάλιστα που να αγγίζει τη σιωπή. Θαρρείς και ο λόγος αποβλέπει στην ίδια την ακύρωσή του, κάτι που το πετυχαίνει με την κλιμακούμενη εξάτμιση των λέξεων, ώσπου, τέλος, να αποδοθεί η μουσική μορφή του άρρητου. 
Αυτή η άκρως επιτυχημένη απόδοση είναι που τον καθιστά μοναδικό ενορχηστρωτή και διευθυντή μιας φανταστικής ορχήστρας, που επιμένει να παίζει μέχρι και σήμερα επάνω στο μισοβυθισμένο κατάστρωμα του Τιτανικού όπου επιβαίνουμε.

ΕΥΤΥΧΙΑ - ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ
ΠΕΡΑΝ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ, Κέδρος 2015