8.5.23

Joseph Brodsky, Ερανίσματα

Φυγή στην Αίγυπτο

… ο διώκτης εμφανίστηκε από το πουθενά.

Στην έρημο, που ο ουρανός επέλεξε το θαύμα για να γίνει
λόγω ομοιότητας, όταν διανυκτέρευσαν μαζί,
άναψαν φωτιά. Στην σκεπασμένη με χιόνι
σπηλιά,

δίχως να αντιλαμβάνεται τον ρόλο του,
το βρέφος λαγοκοιμόταν με το χρυσό φωτοστέφανο
των μαλλιών του, τα οποία είχαν αποκτήσει την επίμονη συνήθεια
να λάμπουν – όχι μόνο στο βασίλειο των μελαψών,
σήμερα, – αλλά σαν αστέρι,
από τότε που εμφανίστηκε η γη: παντού.

25 Δεκεμβρίου 1988

Από την ποιητική συλλογή «Φυγή στην Αίγυπτο»


Ακριβή μου, βγήκα σήμερα αργά το βράδυ από το σπίτι
να πάρω μιαν ανάσα φρέσκου αγέρα, που φυσάει από τον ωκεανό.
Το δείλι έσβηνε στην πλατεία με την κινέζικη βεντάλια,
και τα σύννεφα στριφογύριζαν, σαν το καπάκι του πιάνου.

Πριν από ένα τέταρτο του αιώνα είχες ένα πάθος για την κούνια και τους φοίνικες,
ζωγράφιζες με νερομπογιές στο σημειωματάριο σου, σιγοτραγουδούσες,
διασκέδαζες μαζί μου, αλλά μετά συνάντησες τον χημικό μηχανικό
και, κρίνοντας από τα γράμματα σου, έγινες αφόρητα ανόητη.

Τώρα σε βλέπουν σʼ εκκλησιές της επαρχίας και στην μητρόπολη
στις αγρυπνίες για κοινούς φίλους, που φεύγουν ο ένας μετά τον άλλον
στη σειρά • κι είμαι χαρούμενος που στον κόσμο υπάρχουν αποστάσεις
πολύ μεγαλύτερες, από εκείνη που χωρίζει εμένα από σένα.

Μην με παρεξηγήσεις. Τίποτα πια δεν μου θυμίζει η φωνή, το κορμί,
το όνομα σου • κανείς δεν τα εξαφάνισε. Μα για να ξεχάσει ο άνθρωπος
μια ζωή, χρειάζεται, κατʼ ελάχιστον, μιαν άλλη. Κι εγώ έζησα την δική μου.

Μα κι εσύ ήσουν τυχερή • που αλλού, εκτός από τις φωτογραφίες,
θα είσαι πάντα χωρίς ρυτίδες, νέα, χαρούμενη και παιχνιδιάρα;
Βλέπεις ο χρόνος, όταν συγκρούεται με τη μνήμη, αντιλαμβάνεται πόσο άδικος είναι.
Καπνίζω στο σκοτάδι και εισπνέω την σαπίλα της άμπωτης.

Από την ποιητική συλλογή «Φυγή στην Αίγυπτο»


Για τα 100 χρόνια
από τη γέννηση της Άννας Αχμάτοβα

Κάθε σελίδα και φωτιά, μυλόπετρα και σπόρος,
τσεκούρια ακονισμένα και κωνική κοτσίδα –
ο Θεός να σας φυλάει • ιδιαίτερα τα λόγια
της συγχώρεσης και της αγάπης, σαν αυτά που είπατε με την δική σας τη φωνή.

Τριγμός αχνός ακούγεται, μα ήρεμος είναι ο σφυγμός σʼ αυτά
και μια παρηγοριά • μονότονα είναι και πνιχτά,
αφού μία είναι η ζωή, αυτά από τα χείλη τα θνητά
ακόμη κι από το υπερπέραν ακούγονται πιο καθαρά,

Ψυχή μεγάλη, πέρα από τη θάλασσα βαθιά υπόκλιση σου κάνω
γιατί τʼ ανακάλυψες – σʼ εσένα και στη σήψη
που αναπαύεται στην πατρίδα, και που χάρη σʼ εσένα
θʼ αποκτήσει το χάρισμα της φωνής στην κωφάλαλη Οικουμένη.

1989

Από την ποιητική συλλογή «Φυγή στην Αίγυπτο».



Κανάλι Λάντσβερ, Βερολίνο

Το κανάλι, στο οποίο έπνιξαν την Ρόζα
Λ., σα σβησμένο τσιγάρο,
έχει ουσιαστικά πνιγεί στα χόρτα.
Από τότε έχουν αποθέσει τόσα πολλά τριαντάφυλλα
Που ʽναι εύκολο να τρελαθεί ο τουρίστας.
Το τοίχος – από μπετόν είναι ο προάγγελος του Κριστό –
φεύγει από την πόλη για το κάρο και την αγελάδα
μέσα από χωράφια βαμμένα στο χρώμα του αίματος •
καπνίζει το τσιγάρο της επιχείρησης.
Και ο ξένος βγάζει το φόρεμα
της ιθαγενούς γυναίκας, – όχι ως Κατακτητής,
αλλά ως σχολαστικός υφαντής,
Έτοιμος να ξεγυμνώσει
εκείνο το άγαλμα, το οποίο θα ζήσει πιο πολύ
από την αντανάκλαση του στο κανάλι,
στο οποίο έπνιξαν την Ρόζα.

1989

Από την ποιητική συλλογή «Φυγή στην Αίγυπτο»



Αντίο.
Ξέχασε με.
Και μη με κρίνεις.
Σα να ʽταν γέφυρα
Τα γράμματα μου κάψε…
Ο δρόμος σου ας είναι ανδρειωμένος
Ευθύς ας είναι
Και απλός.
Το φως του αστεριού
Μέσʼ στο σκοτάδι για σένα
Ας φέγγει.
Την χούφτα ας σου ζεσταίνει η ελπίδα
Στην φωτιά σου.
Ας έχει θύελλες,
Χιόνια, βροχές,
Και της φωτιάς το λυσσασμένο ουρλιαχτό…
Στο μέλλον επιτυχίες να σε προσμένουν,
Πιο πολλές, απʼ ότι εμένα.
Η μάχη,
Που στα στήθη σου λαγοκοιμάται
Ας είναι όμορφη και δυνατή.
Είμαι ευτυχής για κείνους
Που, ίσως, πορευτούν μαζί σου.



Ημερολόγιο του Ρότερνταμ

1

Βρέχει στο Ρότερνταμ. Λυκόφως. Τετάρτη.
Ανοίγοντας την ομπρέλα, σηκώνω το γιακά μου.
Τέσσερις ημέρες βομβάρδιζαν την πόλη,
κι η πόλη χάθηκε. Οι πόλεις
δεν είναι άνθρωποι να κρυφτούν στην είσοδο
την ώρα της νεροποντής. Οι δρόμοι, τα σπίτια,
σʼ αυτές τις περιπτώσεις, δεν τρελαίνονται
και, πέφτοντας, δε ζητούν εκδίκηση.

2

Ένα μεσημέρι του Ιουλίου. Στάζει από την βάφλα
Στο παντελόνι. Χορωδία παιδικών φωνών.
Γύρω μου – οι ογκόλιθοι καινούργιων κτιρίων.
Ο Λε Κομπιρζιέ μοιάζει πολύ με την Λουτφάφε,
γιατί και οι δύο έβαλαν τα δυνατά τους
ώστε νʼ αλλάξει η μορφή της Ευρώπης.
Εκείνο που πάνω στην οργή τους θα ξεχάσουν οι κύκλωπες,
ήρεμα θα τʼ ολοκληρώσουν τα μολύβια.

3

Όσο πανδαμάτωρ κι αν είναι ο χρόνος, το πρόσθετο μέλος όμως,
μην βρίσκοντας τρόπο να ξεχωρίσει από το στόχο,
αιμορραγεί. Πολύ περισσότερο – από την πανάκεια.
Νύχτα. Μετά από τρεις δεκαετίες,
πίνουμε μπύρα κάτω από τα μεγάλα αστέρια του καλοκαιριού
στο διαμέρισμα του δωδέκατου ορόφου –
στο ίδιο ύψος με εκείνους που κάποτε
ήρθαν εδώ πετώντας.

Ρότερνταμ, Ιούλιος 1973



Ο εξερευνητής του πόλου

Φαγώθηκαν όλα τα σκυλιά. Στο ημερολόγιο
δεν απέμεινε καμιά σελίδα. Και οι χάντρες των λέξεων
σκεπάζουν την φωτογραφία της συζύγου, στο μάγουλο της
μια μύγα δίνει τις τσιμπιές της αμφιβολίας.
Πιο πέρα, μια φωτογραφία της αδελφής. Δεν λυπάται την αδελφή του:
πορεία για την μεγάλη ανοιχτωσιά!
Κι η γάγγραινα, μαυρίζοντας, φτάνει στα πλευρά,
σαν κάλτσα κοπέλας του βαριετέ.

22 Ιουλίου 1978


Ο καλλιτέχνης
πίστευε στο κρανίο του.
Πίστευε.
Του φώναζαν:
«Ανόητο είναι!»
Οι τοίχοι όμως έπεφταν,
το κρανίο
αποδείχτηκε πολύ δυνατό.
Σκεφτόταν: πίσω από τους τοίχους είναι καθαρά.
Σκεφτόταν,
ότι παρακάτω θα είναι πιο απλά.
…. Γλίτωσε από την αυτοκτονία
χάρη στα άθλια τσιγάρα.
Άρχισε να περιδιαβαίνει χωριά,
Σʼ αγροκτήματα ευγενών,
Κιτρινισμένα και μακριά:
Έγραφε για τους ναούς
Του Ιούδα και της Μαγδαληνής.
Και αυτό ήταν τέχνη.
Μετά, μέσα στη σκόνη του δρόμου,
Έμποροι αλατιού με γκρίζα μουστάκια
Τον έθαψαν κατά πως άρμοζε.
Δεν διάβασαν ευχές γιʼ αυτόν,
Απλά τον σκέπασαν με λάσπη.
Στην γη όμως απέμειναν
Οι Ιούδες και οι Μαγδαληνές!



Ο ορισμός της ποίησης

στη μνήμη του Φρεδερίκο Γκαρθία Λόρκα

Υπάρχει ο θρύλος, σύμφωνα με τον οποίο πριν την εκτέλεση
είδε τον ήλιο να υψώνεται πίσω από το κεφάλι του στρατιώτη
Και τότε είπε:
– Παρόλα αυτά ο ήλιος ανατέλλει…

Πιθανόν αυτή να ήταν η αρχής του ποιήματος/

Να θυμάσαι τα τοπία
πίσω από τα παράθυρα των δωματίων των γυναικών,
πίσω από τα παράθυρα στα διαμερίσματα των συγγενών,
πίσω από τα γραφεία των συνεργατών.

Να θυμάσαι τα τοπία
πίσω από τους τάφους των ομοϊδεατών.

Να θυμάσαι
πόσο αργά πέφτει το χιόνι,
όταν μας καλεί ο έρωτας.

Να θυμάσαι τον ουρανό,
που απλώνεται πάνω στην υγρή άσφαλτο,
όταν μας θυμίζουν την αγάπη προς τον πλησίον.

Να θυμάσαι
πως σέρνονται πάνω στο τζάμι οι θολές σταλαγματιές της βροχής,
παραμορφώνοντας τις αναλογίες των κτιρίων,
όταν μας εξηγούν τι πρέπει να κάνουμε.

Να θυμάσαι
πως πάνω απʼ την αφιλόξενη γη
σβήνει τα τελευταία απλωμένα χέρια
ο σταυρός.

Μια φεγγαρόλουστη νύχτα
να θυμηθείς την μεγάλη σκιά,
που έπεφτε από ένα δέντρο ή έναν άνθρωπο.

Μια φεγγαρόλουστη νύχτα
θα θυμηθείς τα μεγάλα κύματα του ποταμού,
που λάμπουν θαρρείς κι είναι πτυχές φορεμένου παντελονιού.

Και την αυγή,
θα θυμηθείς τον δρόμο,
από τον οποίο θα σε οδηγήσουν οι φρουροί.

Να θυμηθείς
πως ανατέλλει ο ήλιος
πάνω από τους ξένους σβέρκους των φρουρών.



Το ποίημα των τυφλών μουσικών

Οι τυφλοί περιπλανιόνται τη νύχτα.
Τη νύχτα είναι πολύ πιο απλό
Να διασχίσεις την πλατεία.
Οι τυφλοί ζουν ψηλαφιστά.
Ψηλαφίζοντας,
Αγγίζουν τον κόσμο με τα χέρια
Δίχως να ξέρουν το φως και τη σκιά
Και ψηλαφίζοντας τις πέτρες:
Από πέτρες είναι φτιαγμένοι οι τοίχοι.
Σε βάρος τους ζουν άντρες.
Γυναίκες.
Παιδιά.
Λεφτά.
Γιʼ αυτό ακαταμάχητοι
Καλύτερα να παρακάμψετε τους τοίχους.
Η μουσική κρύβεται σʼ αυτούς
Οι πέτρες μπορεί να καταπιούν την μουσική.
Η μουσική πεθαίνει σʼ αυτές,
Έτσι όπως τις αρπάζουν τα χέρια.
Είναι κακό να πεθαίνεις τη νύχτα.
Είναι κακό να πεθαίνεις ψηλαφίζοντας.
Πάει να πει είναι πιο απλό για τους τυφλούς.
Ο τυφλός διασχίζει την πλατεία.



Το ιντερμέτζο του Ιούλη

Τα κορίτσια που αγκαλιάσαμε
Με τα οποία πλαγιάσαμε,
Τους φίλους που ήπιαμε παρέα,
Τους συγγενείς, που μας τάισαν και μας αγόραζαν τα πάντα,
Τʼ αδέλφια και τις αδελφές, που μας αγάπησαν τόσο,
Τους γνωστούς, τους τυχαίους γείτονες στο πάνω πάτωμα,
Τους συμμαθητές, τους δάσκαλους, – όλους μαζί,
– Γιατί δεν τους βλέπω πια,
Που εξαφανίστηκαν;
Πλησιάζει το φθινόπωρο, άλλη μια άνοιξη έρχεται,
Η νέα άνοιξη θορύβους άγνωστους βγάζει στις φυλλωσιές,
Μπροστά μου όμως ξαναπερνάνε, με προσπερνάνε μέσα στη νύχτα,
Στην ολόφωτη μέρα – όμορφα άγνωστα πρόσωπα.
Είναι άραγε όλοι αυτοί νεκροί, αν είναι δυνατόν να είναι αλήθεια.
Καθένας που μʼ αγάπησε, μʼ αγκάλιασε, γέλασε,
Αν είναι δυνατόν να μην ακούω από μακριά του αδελφού την κραυγή,
Αν είναι δυνατόν να έχουν φύγει,
Και να απέμεινα μοναχός;
Εδώ είναι, ανάμεσα στους παλιούς και τους νέους δρόμους,
Περπατάω μόνος, δίχως να συναντώ κανέναν πια,
Απαγορεύεται να μπω: στα στενά καθαρά σκαλοπάτια
Και τα ξένα διαμερίσματα ηχούν στον πόνο μου.
Ήχησε, ήχησε, λοιπόν, νέα ζωή πάνω στον θρήνο μου,
Και, μέτρα πόσες ακόμη, νέες αγάπες, συνήθισε, πόσες και πόσες; ακόμη απώλειες,
Στʼ άγνωστα πρόσωπα, στον ξένο θόρυβο και στα νέα φορέματα,
Ήχησε, ήχησε, λοιπόν, κλείνοντας μου κατάμουτρα την πόρτα.
Φώναξε, λοιπόν, από πάνω μου με το νέο, μεγάλο λάβαρο σου,
Τράνταξε από πάνω μου, αντανακλώντας την σκιά μου
Με την σκληρή σου πέτρα,
Την φωτεινή πέτρα που ʽναι φάρος μέσʼ στο σκοτάδι,
Αφήνοντας με, αφήνοντας με μαζί με τους νεκρούς μου.


Απόσπασμα (1)

Οκτώβριος –της μελαγχολίας και των κρυολογημάτων ο μήνας,
και τα σπουργίτια – το προλεταριάτο των φτερωτών,
καταλαμβάνουν στις εγκαταλειμμένες αγροικίες
τις φωλιές, σαν το Ινστιτούτο Σμόλνι.
Μα φυσικά και η κουρούνα είναι εδώ, οπωσδήποτε.
Αν και γενικά, για το μυαλό των πτηνών
δεν υπάρχει χειρότερη έννοια από εκείνη του χειμώνα.
Εκεί όπου ο Ίκαρος του Βορρά βάζει όλη του τη δύναμη
Στην πτήση.
Γιατί η τσιριχτή κραυγή
Ηχεί για μας σαν το τραγούδι του πατριώτη.


Απόσπασμα (2)

Μια ημέρα του Νοέμβρη, όταν στέκονται
μόνο τα γυμνά ανεμοδαρμένα δέντρα
και το αναπάντεχο παραμονεύει,
περπατάω αργά κατά μήκος της κιονοστοιχίας
του παλατιού, τα τζάμια του οποίου νιώθουν το δειλινό
και τα περιστέρια που ήρθαν τσούρμο
στην γεμάτη αποτσίγαρα ζυγαριά
της τυφλής θεάς. Το παλιό ρολόι
δείχνει το σωστό χρόνο
το νερό κυματίζει, και τα σύννεφα πάνω από το πάρκο
δεν ξέρουν μη ξέροντας τι να κάνουν
κι αφήνουν κατά λάθος τον ήλιο να φανεί.


Γιόζεφ Μπρόντσκι Ερανίσματα

Εισαγωγή – Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©



https://www.poiein.gr