13.3.23

ΣΑΡΑΝΤΑ ΚΑΡΔΙΝΑΛΙΟΙ. Του συγγραφέα Χ. ΧΩΜΕΝΙΔΗ

Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν το χάρισμα να ευτελίζουν, να γελοιοποιούν και το τραγικότερο γεγονός.
 Η σιωπή -θαρρείς- τους τρομάζει. Ο ήχος αντιθέτως της φωνής τους τούς ηδονίζει. Ο λόγος τους ένα συνονθύλευμα από στομφώδεις κοινοτοπίες και εξόφθαλμες ανοησίες που τις σερβίρουν με ύφος σαράντα καρδιναλίων σαν μεγάλες, αναντίρρητες αλήθειες. Εάν παρ’ελπίδα το ακροατήριο τους αρνείται να εντυπωσιαστεί, ευθύς το ρίχνουν στο συναίσθημα. Γουρλώνουν, βουρκώνουν, τρέμουν σύγκορμοι – επιστρατεύουν όλα τα τεχνάσματα των πολύ κακών ηθοποιών. Το μελόδραμα, η απομίμηση της συγκίνησης αποτελεί το ύστατο όπλο τους, Οι δακρυγόνοι αδένες τους το βαρύ τους πυροβολικό. Έτσι σταδιοδρομούν και ψωμίζονται. Ο δημόσιος χώρος στην Ελλάδα βρίθει από τέτοιους.
Εδώ και δέκα μέρες οι παραπάνω άνθρωποι δουλεύουν τριπλοβάρδια. Η συμφορά των Τεμπών τούς έπεσε λαχείο. Εννοούν να την εκμεταλλευτούν, να την ξεζουμίσουν με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο. Το τί έχουμε ακούσει -κι ας μην είμαστε κολλημένοι στους τηλεοπτικούς μας δέκτες- δεν περιγράφεται.
Από τις πρώτες ώρες μετά το δυστύχημα, προτού καν ξημερώσει, κυκλοφορούσε η φράση «Πάμε κι όπου βγει». Την είχε απευθύνει -υποτίθεται- κάποιος σιδηροδρομικός σε έναν συνάδελφό του, λίγο πριν από τη σύγκρουση. Το γεγονός ότι στη συγκεκριμένη συνθήκη η συγκεκριμένη προτροπή δεν έβγαζε κανένα απολύτως νόημα (εκτός πιά και αν υποθέσουμε πως γνώριζαν ότι ο επιβατηγός συρμός κατευθύνεται ολοταχώς προς τον εμπορικό και ήλπιζαν να αποφύγει τη σύγκρουση με ελιγμό, πετώντας ίσως πάνω από τις ράγες) δεν πείραζε διόλου. Αρκεί που μπορούσε να σοκάρει, να συγκλονίσει, να γενικευτεί και να χαρακτηρίσει -κατά την άποψη όσων την επικαλούνταν- τη σημερινή Ελλάδα.
«Μια χώρα “πάμε κι ό,τι βγει”, αυτό είμαστε!» αποφάνθηκαν. «Καιγόμαστε το καλοκαίρι, πνιγόμαστε τον χειμώνα, η πολιτεία εγκληματικά απούσα…» Δεν μπορώ να μη θυμηθώ πως στις περυσινές πυρκαγιές οι ίδιοι ακριβώς αναθεμάτιζαν τον κρατικό μηχανισμό που είχε εκκενώσει τα χωριά και έτσι δεν θρηνήσαμε νεκρούς. Πενθούσαν τα ζωάκια που είχαν αφεθεί πίσω και είχαν δυστυχώς καεί – «αξίζουν οι ζωές των ανθρώπων περισσότερο;» έφταναν να αναρωτιούνται γοερά. Τους ενοχλούσε, διαμαρτύρονταν, μέχρι και ο εκκωφαντικός ήχος του 112. Όπως τους ενοχλούσαν οι μάσκες και η τηλεκπαίδευση στην πανδημία – θα έπρεπε οι μαθητές να μένουν άπραγοι κλεισμένοι σπίτι και οι δάσκαλοι ομοίως…
Ξεκίνησε έπειτα η κουβέντα για το ανθρώπινο λάθος. Αμφισβητήθηκε το πασιφανές, το αυτονόητο. Πως και αν βρίσκονταν τα ηλεκτρονικά συστήματα ασφαλείας εκτός λειτουργίας και αν έφταιγε για αυτό η κυβέρνηση ή οι κυβερνήσεις, για να συμβεί μια τέτοια συμφορά, κάποιοι υπάλληλοι «επί του πεδίου» ολιγώρησαν εγκληματικά. «Όχι!» υποστήριξαν οι ομιλούσες κεφαλές. «Τον 21ο αιώνα δεν χωρεί ανθρώπινο λάθος. Παρά ως θλιβερή δικαιολογία, ως αντιπερισπασμός από τους αληθινούς ενόχους!» Και έσπευσαν να εναγκαλιστούν, να αθωώσουν σχεδόν τον μοιραίο σταθμάρχη.
Στην αρχή απορούσα γιατί τους είχε πιάσει τέτοιος καημός. Αποκαλύφθηκε στη συνέχεια η φρικιαστική -εκ του αποτελέσματος μιλώντας- ασχετοσύνη και ανευθυνότητα όχι μονάχα του συγκεκριμένου μα και των συναδέλφων του της προηγούμενης βάρδιας που την κοπάνησαν νωρίτερα, να πάνε για σουβλάκια, και πλαστογράφησαν την επαύριο, με μπλάνκο, την ώρα αναχώρησής τους. Αποκαλύφθηκε επίσης πώς είχε τοποθετηθεί κάποιος εξόφθαλμα ακατάλληλος σε μια τόσο κομβική θέση. Με ρουσφέτι. Όπως μυριάδες άλλοι, σε μυριάδες άλλα πόστα, απανταχού της επικράτειας. Να ξεκινήσουμε τώρα κουβέντα για τα ρουσφέτια; Να νοιώσουν τόσοι ακροατές μας άβολα; Κάλλιο να ξιφουλκούμε ενάντια στο σύστημα γενικά και αόριστα, στους έχοντες και κατέχοντες, στους «άριστους» και τους «γραβατάκηδες».
Δεν φταίνε οι «άριστοι» και οι «γραβατάκηδες»; Ασφαλώς. Και ας βρωμάει όμως το ψάρι από το κεφάλι, η ευθύνη διαχέεται. Φτάνει μέχρι τον τελευταίο τροχό της αμάξης. Κι αυτή είναι η μεγάλη παθογένεια που η κοινωνία μας αρνείται όχι να την αντιμετωπίσει μα καν να την παραδεχθεί.
Και οι νέοι μας; Πού τους δολοφονεί το κράτος; «Κέρδη Βαμμένα στων Φοιτητών το Αίμα» στάθηκε το δημοφιλέστερο σύνθημα των ημερών. Και δώστου οι ιερεμιάδες για τη «χαμένη γενιά», για τα παιδιά που μεγάλωσαν μέσα σε αλλεπάλληλες κρίσεις, που δεν γνώρισαν άσπρη μέρα, που τους στερούν τα όνειρα, τους στραγγαλίζουν το μέλλον…
Ο «Υπέρ των Νέων» λόγος εκφέρεται κατά κανόνα από χείλη μεσηλίκων ή ηλικιωμένων. Το σύνδρομο του θείου που θα κάτσει με τη νεολαία και θα την αφουγκραστεί, κομίζοντας ως διαπιστευτήριο την γκρίζα του αλογοούρα και το τατουάζ στο μπράτσο πλάι στις γεροντικές πανάδες, είναι αφόρητα διαδεδομένο. Και απερίγραπτα «κρίντζι», ήτοι σαχλό σε βαθμό ετεροντροπής.
Υπάρχουν όμως και ακόμα χειρότερα. Ο θείος ή η θεία να ζητάει εκ μέρους της γενιάς του δημοσίως συγγνώμη. Να ισχυρίζεται πως στα νιάτα του ο κόσμος έτρωγε με χρυσά κουτάλια, έδενε τα σκυλιά με τα λουκάνικα…
Να του υπενθυμίσουμε ότι στις δεκαετίες του ’80 και του ‘90 ο βασικός μισθός ήταν λίγο πάνω-λίγο κάτω από εκατό χιλιάδες δραχμές, ότι και τότε οι νέοι ζορίζονταν, παραθέριζαν σε κάμπιννγκ ή σε ταπεινά “rooms to let”, πως η μεσαία τάξη εννοούσε ως διασκέδαση μία έξοδο σε ταβέρνα ή ένα ποτό στο μπαρ; Τα γλέντια στα μπουζούκια που αναπολεί ήταν κατά κανόνα χοροί συλλόγων με πολύ προσιτό εισιτήριο… Πως οι γονείς προίκιζαν τα παιδιά τους, προσθέτοντας ένα διαμέρισμα-πανωσήκωμα στην οικογενειακή μονοκατοικία ή δίνοντας αντιπαροχή το οικόπεδο που είχαν αγοράσει οι παππούδες πουλώντας τα χωράφια στο χωριό; Τι περιείχε το περίφημο καταναλωτικό όνειρο των Ελλήνων; Ένα ΙΧ αυτοκίνητο και μια έγχρωμη τηλεόραση. Το να αγοράσει μια οικογένεια βίντεο αποτελούσε γεγονός.
Ακολούθησε η εποχή της αστακομακαρονάδας. Μάλιστα. Με την ξέφρενη κούρσα και το επακόλουθο φιάσκο του χρηματιστηρίου. Με τα στεγαστικά, τα επιχειρηματικά, τα καταναλωτικά, τα διακοποδάνεια που στη συνέχεια κοκκίνησαν και βύθισαν πάρα πολλά νοικοκυριά στην απόγνωση. Με τους αθρόους διορισμούς, τις παρανοϊκά πρόωρες συνταξιοδοτήσεις που μάς οδήγησαν στη χρεοκοπία του 2010. Αυτά νοσταλγούμε; Κι έχουμε και τύψεις που θα τα στερηθούν τα παιδιά μας; Ακόμα δηλαδή δεν το έχουμε ακόμα χωνέψει ότι επρόκειτο για φούσκα; Λευκάνθηκε η κεφαλή μας κι ένα σωστό συμπέρασμα δεν έβγαλε;
Οι νέοι ζορίζονται παντού και πάντα. Καλούνται να αναπτύξουν και να ξεδιπλώσουν την προσωπικότητά τους, να υπερπηδήσουν τα πιο πιθανά και απίθανα εμπόδια, να βρουν τη φωνή τους, να χαράξουν τον δρόμο τους. Ζωή ονομάζεται. Δημιουργία. Αυτοπραγμάτωση. Αλοίμονο σε όσους γεννιούνται με τα προβλήματά τους λυμμένα.
Οι νέοι στύβουν την πέτρα. Ερωτεύονται παράφορα. Εξεγείρονται. Παρεκτρέπονται, γίνονται λιάρδα και ξυπνούν την επομένη περδίκια. Δεν έχουν ανάγκη ούτε από νουθεσίες ούτε από στοργική δήθεν καθοδήγηση, ιδεολογική κατήχηση, ύπουλες θωπείες. Πόσω δε μάλλον από τον οίκτο σας.
Αν θέλετε να λυπηθείτε κάποιους, λυπηθείτε τους εαυτούς σας.

ΠΗΓΗ, το βρήκαμε στο προφίλ 
του Χ. Χωμενίδη, το σηκώσαμε από εδώ: https://www.capital.gr