2.3.23

Γιώργος Θεοτοκάς, Οι καμπάνες

-Σμαράγδα, φώναζα μέσα μου χωρίς να βγαίνει ήχος από το στόμα μου, τα περίμενες αυτά, τα φανταζόσουν; Παρίσι! τι είναι αυτό που σου συμβαίνει, πώς το έπαθες, έτσι να σβήνεις μονομιάς, να εξαφανιστείς, να γίνεις βυθισμένη πολιτεία, σπαράζεται η καρδιά μου που το λέω, πολιτεία νεκρή. Είναι δυνατό, είναι νοητό τέτοιο πράγμα; Δεν υπάρχει λοιπόν τίποτα ικανό να αντέξει στη φθορά και τον αφανισμό; Κι όλη η συζήτηση που κάνουμε για αιώνια έργα και αθάνατες μνήμες είναι λοιπόν γράμμα κενό, ματαιότητα, αυταπάτη ή, πιο απλά, απάτη; Ώστε εδώ έμελλε να καταλήξει ο μόχθος, η θέληση, η σοφία, η μεγαλοφυΐα, η ανταρσία, το αίμα τόσων γενεών, τόσων αιώνων; Σμαράγδα, έλεγα και ξανάλεγα, καλή μου Σμαράγδα, παλιά μου αγάπη, μήπως πνιγόμαστε κι εμείς και δεν το πήραμε είδηση ακόμα; Πώς θα ζήσουμε, πού θα στηρίξουμε πια τα πόδια μας, μες σ’ έναν τέτοιο κόσμο που εξαφανίζεται εμπρός στα μάτια μας;
Παρίσι, γλυκό, αγαπημένο μου Παρίσι, πάνε λοιπόν όλα; οι αστείρευτοι θησαυροί σου, η πατίνα του χρόνου που σε σκέπαζε, η χάρη σου, η τρυφερότητά σου, η ζεστή θύμηση των ερώτων σου, η φλόγα των παθών σου, τελείωσαν όλα για πάντα; Tόσο τάχα ήτανε το θαύμα του Παρισιού, τόσο το λουλούδισμα του πολιτισμού μας, ως εδώ και τίποτε άλλο; Κι αυτό που είτανε δε θα ξαναγίνει πια ποτέ; Όπως όταν αφήνει τη ζωή ένα πλάσμα πολυαγαπημένο, όταν σβήνει, μια θερμή, μοναδική στον κόσμο παρουσία, μία έκφραση προσώπου, ένα βλέμμα, μια φωνή που δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν άλλη φορά, και δεν μπορούμε να το πιστέψουμε, δεν το χωρεί ο νους μας, κι ύστερα, όταν το δούμε καθαρά και το πάρουμε απόφαση και μας συντρίψει ο πόνος, έτσι αισθάνθηκα κι εγώ. Μια τέλεια συντριβή, μια εξουθένωση, μια απόγνωση χωρίς γιατριά. Δε θυμούμαι πια άλλο τίποτα από τα γεγονότα εκείνης της ημέρας παρά μια απέραντη, σκοτεινή λίμνη μες στην ομίχλη, τα νερά σταματημένα στο παραπέτο της ταράτσας, όπου είχα ακουμπήσει, κι εμένα, με το κεφάλι μες στα χέρια, να κλαίω, να κλαίω με λυγμούς.

Γιώργος Θεοτοκάς, 
Οι καμπάνες, σελ. 60-61, 
Εκδόσεις της Εστίας