Χαμένα μες στη λησμονιά
Χρόνια γλυκά και φτωχικά
Που ζούσαν όλοι αρχοντικά
Το κάθε ένα νοικοκυριό
Είχε και γουρουνοκουμασο
Είτε στην άκρη στο χωριό
Είτε και μέσα στο σπιτικό
Σε μια γωνιά στο οικόπεδο
Έθρεφαν όλοι ένα χοίρο
Σχεδόν ολόκληρη χρονιά
Να κάνουν ανήμερα θεριά
Μέχρι διακόσιες οκάδες
Γίνονταν σαν αγελάδες
Κι όποιος είχε το μεγαλύτερο
Τον είχαν άρχοντα καλύτερο.
Ως τα Χριστούγεννα τα τάιζαν
Και την παραμονή τα έσφαζαν
Κάναν ομάδες πέντε έξι πατέρες
Κι εμείς παιδιά χρονιαρες μέρες
Πηγαίναμε από το πρωί κοντά
Και μας κερνούσαν σε κάθε οντά
Τσιγαρίδες και μπακλαβάδες
Πως μας προσέχαν οι μανάδες
Και με τη φούσκα απ'το γουρούνι
Παίζαμε μπάλα σα μελιούνι
Με τέχνη και πολύ προσοχή
Γδέρναν το δέρμα οι ειδικοί
Και φτιάχναν γουρουνοτσάρουχα
Να αντέχουν στα κατσάβραχα
Το λίπος σα λάδι χρησιμοποιούσαν
Το κρέας σε ξύλινες κάδες συντηρούσαν
Άλλο στην άρμη άλλο παστό
Είχαν όλο το χρόνο χοιρινό.
Έφτιαχναν λουκάνικα και μπαμπορες
Από τη γουρουνοχαρά έκαναν τούμπες
Το βράδυ όλοι μαζί τραγούδια και χορό
Πανηγύρι είχε όλο το χωριό.
ΚΕΙΜΕΝΟ-ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ,
του ΠΑΥΛΟΥ ΤΖΗΚΑ