6.12.22

Ομιλία του Προέδρου της Βουλής των Ελλήνων κ. Κωνσταντίνου Τασούλα στα εγκαίνια της έκθεσης «ΣΗΚΩ ΨΥΧΗ ΜΟΥ»!...

Κυρίες και κύριοι,
Κύριε Υφυπουργέ, κύριε συνάδελφε στη Βουλή, κύριε Καλογιάννη,
Κύριοι εκπρόσωποι της Αυτοδιοικήσεως του Δήμου Ιωαννιτών και της Περιφέρειας Ηπείρου,
Πανοσιολογιώτατε,
Αγαπητές φίλες και φίλοι,
Η Βουλή των Ελλήνων προφανώς διακονεί κοινοβουλευτικά, θεσμικά, την καθημερινότητα αλλά διακονεί και την ιστορικότητα. Μέσω του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, σεβόμεθα και αναδεικνύουμε τη σχέση μας με τον εαυτό μας, δηλαδή τη σχέση μας με το παρελθόν. Και τα τελευταία χρόνια αυτή η σχέση είχε πολύ βαρύνουσες παραστάσεις.

Γιορτάσαμε τους δύο αιώνες από το ξέσπασμα της Επαναστάσεως του 1821, το γιορτάσαμε και στη Βουλή των Ελλήνων με μία περίφημη έκθεση, παρά την πανδημία, τη στήσαμε καταπληκτικά, και τώρα που αυτή η περιπέτεια κοπάζει, χωρίς να έχει λήξει, βλέπουμε πώς τα σχολεία σωρηδόν επισκέπτονται και χαίρονται και καμαρώνουν αυτές τις παραστάσεις που η Βουλή έχει να τους δώσει.

Αμέσως μετά, φέτος δηλαδή, ήρθε η επέτειος ενός αιώνος από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Είναι μία άλλης τάξεως επέτειος, είναι μία επέτειος η οποία πρέπει να αντιμετωπιστεί με περισυλλογή και αναστοχασμό, δεν είναι επέτειος συντριπτική τελικά, γιατί το 1922 συνδυάστηκε και με μια μεγάλη ανάταση του ελληνικού έθνους, παρά την καταστροφή.

Αύριο νωρίς το πρωί, στον Άγιο Γεώργιο της Αετοράχης των Κατσανοχωρίων, θα ηχήσουν χαρμόσυνα οι καμπάνες. Γιατί αύριο γιορτάζουν στα Κατσανοχώρια τα εκατόν δέκα (110) χρόνια από την απελευθέρωσή τους. Ξεκίνησε το 1912 η μεγάλη ανορθωτική περιπέτεια, η μεγάλη ανορθωτική εκστρατεία του Ελληνισμού, η οποία κράτησε μία δεκαετία. Και αυτή η περιπέτεια, αυτή η εκστρατεία, μεγάλωσε την Ελλάδα, αλλά έφερε τελικά και την οριστικοποίηση των συνόρων της μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, δηλαδή μετά την απίστευτη δοκιμασία της εκστρατείας μέχρι το σημείο που –όπως είπε κάποιος– «ασπροφέγγιζαν τα σπίτια της Άγκυρας». Αυτό το «τέντωμα», αυτήν την εκστρατεία, δεν την άντεξε ο Ελληνισμός κι αμέσως μετά την καταστροφή συμμαζευτήκαμε και πλάσαμε τη νέα μεγάλη ιδέα μας, όχι την ιδέα της εδαφικής εξάπλωσης, αλλά την ιδέα της προκοπής, της ανάπτυξης, της νοικοκυροσύνης, μέσα στα κατοχυρωμένα, καινούρια, μεγάλα μας σύνορα.

Η Μικρασιατική Καταστροφή μάς έφερε ένα εκατομμύριο τριακόσιες χιλιάδες (1.300.000) πρόσφυγες. Και προσέξτε: ένα εκατομμύριο τριακόσιες χιλιάδες σε μία χώρα που είχε πληθυσμό λιγότερο από πέντε εκατομμύρια (5.000.000). Εάν αυτή την αναλογία την εφαρμόζαμε στη Γαλλία, θα ήταν σαν να πήγαιναν στη Γαλλία ξαφνικά δέκα τρία εκατομμύρια (13.000.000) πρόσφυγες. Εάν την εφαρμόζαμε στην Αμερική, θα ήταν σαν να πήγαιναν ξαφνικά στην Αμερική πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) πρόσφυγες. Για να φανταστείτε την ευθύνη της αποκαταστάσεως τέτοιου ανθρώπινου δυναμικού, καθημαγμένου δυναμικού, για να χρησιμοποιήσω και μια οξύμωρη διαδοχή λέξεων. Ωστόσο, αυτή η έλευση, της οποίας –σημειωτέον– η μεγάλη μάζα, το μεγάλο της ποσοστό ήρθε μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου του ’22 (μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου του ’22 από τα 1.300.000 είχαν έρθει τουλάχιστον οι 900.000 και μέχρι το ’25 είχε ολοκληρωθεί αυτή η έλευση) αυτοί οι άνθρωποι κυρίως μοιράστηκαν αρχικά στα νησιά και εν συνεχεία στις μεγάλες πόλεις και κατανεμήθηκαν σε όλη την Ελλάδα κυρίως όμως στη Μακεδονία: μισοί περίπου σε αστικά κέντρα, μισοί περίπου στην ύπαιθρο. Και φανταστείτε, μέχρι το 1930, το Ελληνικό Κράτος –πριν από εκατό (100) χρόνια!– έχτισε εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) καινούρια σπίτια γι’ αυτούς, τους έδωσε εκτάσεις, τους έδωσε δουλειές, τους μοίρασε σπόρους, εργαλεία. Και φανταστείτε ποιο κράτος! Το κράτος μετά την ήττα της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Όπως είπε ο Γεώργιος Σεφέρης σε ένα ποίημά του, οι Έλληνες, η Ελλάδα, «ξαναμπαρκάραμε με τα σπασμένα μας κουπιά».

Ήρθαν λοιπόν εδώ, ενώθηκαν μαζί μας, κι ενώ είχαν ξεριζωθεί πρακτικά, είχαν ξεριζωθεί κυριολεκτικά, δεν είχαν ξεριζωθεί συναισθηματικά. Και αυτό το σωσίβιο του γεγονότος ότι δεν ξεριζώθηκαν συναισθηματικά περιέχει τα τραγούδια τους, τις φωνές τους, την κουζίνα τους, τα έθιμά τους, το κέφι τους, τη νοικοκυροσύνη τους, τον πολιτισμό τους. Όλο αυτό ήταν η άρνησή τους να ξεριζωθούν και συναισθηματικά. Και η πρώτη φορά που ομογενοποιηθήκαμε τελικά ήταν όταν όλοι μαζί αντιμετωπίσαμε την εισβολή της Ιταλίας. Όταν όλοι μαζί αντιμετωπίσαμε έναν υπαρξιακό κίνδυνο, λίγα χρόνια μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Ο κοινός κίνδυνος της πατρίδας ένωσε όλους τους Έλληνες, και εκείνους της κυρίως Ελλάδος αλλά και εκείνους, τους επήλυδες, οι οποίοι ήλθαν με τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Η Βουλή των Ελλήνων σκέφτηκε, τιμώντας αυτά τα 100 χρόνια, να κάνει μια δέσμη δράσεων. Ξεκινήσαμε το Μάιο του ’22, παρουσιάσαμε αυτή την έκθεση στην Αθήνα, αυτή η έκθεση έκανε μια περιοδεία, πήγε στη Δράμα, στην Καβάλα, στη Θεσσαλονίκη –σε προσφυγουπόλεις– και σήμερα, μέχρι τέλη Φεβρουαρίου, βρίσκεται εδώ, στα Γιάννενα, στην πατρίδα μας.

Συγχρόνως, η Βουλή των Ελλήνων τιμά τα 100 χρόνια διοργανώνοντας συνέδρια και αναδεικνύοντας κι άλλα γεγονότα του συμβάντος αυτού. Ασχολούμεθα με τους τριάντα (30) μήνες ανάμεσα στη Συνθήκη των Σεβρών και στη Συνθήκη της Λωζάννης, τους 30 αυτούς κρίσιμους μήνες που η Ελλάδα έψαυσε το όνειρο της Μεγάλης Ιδέας, το εδαφικό, και δεν το πέτυχε τελικά, ένα όνειρο το οποίο μας χάρισαν γεωπολιτικές συνθήκες που μας οδήγησαν σε μία, τελικά, παραπλανητική σαγήνη, η οποία εξελίχθηκε σε οδυνηρή περίπτυξη, αλλά που δεν μας γκρέμισε, και επεξεργαζόμεθα κι ένα άλλο ζήτημα που έχει να κάνει με τον τρόπο με τον οποίο ο προσφυγικός πληθυσμός εξεφράζετο πολιτικά: ποια ήταν η πολιτική στάση των προσφύγων οι οποίοι ενσωματώθηκαν στην Ελλάδα και τουλάχιστον τα πρώτα αρκετά χρόνια της παρουσίας τους η πολιτική συμπεριφορά τους ήταν, θα έλεγα, συντριπτικά ομοιογενής. Οι πρόσφυγες δεν εγκατέλειψαν το κόμμα του Βενιζέλου παρά μόνο όταν, μετά τη συμφωνία φιλίας με την Τουρκία, σιγά σιγά ένιωσαν ότι αυτό που πίστευαν αρχικά έχει τελειώσει. Γιατί ήρθαν χωρίς να έχουν πάρει απόφαση ότι τέλειωσε η Μικρασία. Μετά το Σύμφωνο Φιλίας του ’30 κατάλαβαν και πήραν απόφαση ότι αυτή η ιστορία έχει ένα τέλος κι ότι πρέπει να συμμαζέψουν τη ζωή τους, να σηκωθεί η ψυχή τους, αλλά στο νέο τόπο.

Κυρίες και κύριοι,

Η έκθεση είναι συναρπαστική, πρέπει να τη δείτε και ξεναγούμενοι και μόνοι σας, και συνομιλώντας και σιωπώντας, και θα καταλάβετε τι σημαίνει Μικρασιατική Καταστροφή. Η Μικρασιατική Καταστροφή ολοκλήρωσε την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως. Η πτώση της Κωνσταντινουπόλεως δεν οδήγησε στον αφανισμό του ελληνικού στοιχείου από τη Μικρά Ασία. Αν δείτε ένα χάρτη, εδώ στην έκθεση, θα καταλάβετε πώς είχαμε διασπαρεί σε όλη τη Μικρά Ασία, πώς ήταν οι εκτεταμένες μας επικράτειες παρά την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως. Η Καταστροφή έφερε το οριστικό κλείσιμο αυτής της μεγαλειώδους ιωνικής παρουσίας του έθνους μας. Αλλά αυτό δεν μας συνέτριψε. «Ξαναμπαρκάραμε με τα σπασμένα μας κουπιά». Είμαστε ένας λαός ο οποίος διακρίνεται για τον ατομισμό του, διακρίνεται για το ότι θέλουμε να ξεχωρίζουμε, ένας λαός ο οποίος δεν εξαπλώνεται αλλά διασπείρεται. Δεν είμαστε στίφη, είμαστε άτομα με προσωπικότητα, κι αυτή η προσωπικότητα μπολιάστηκε από την προσωπικότητα του πολιτισμού αυτών των ανθρώπων που καθημαγμένοι ήρθαν.

Ήθελα να ευχαριστήσω τους συνεργάτες μου στη Βουλή των Ελλήνων, στο Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, τους συλλόγους τους μικρασιατικούς της Μπάφρας και της Νεοκαισάρειας και της Ανατολής, εδώ έχουμε επιπλέον την Ασφάκα, την Κάτω Κόνιτσα, όπου κατέφυγαν πρόσφυγες κυρίως από την Καππαδοκία και τον Πόντο, να ευχαριστήσω την Ενορία της Περιβλέπτου που «με μουσικές εξαίσιες και φωνές» των παιδιών θα μας απαλύνουν από τις ομιλίες –και ζητώ συγνώμη για τη δική μου που το παρατράβηξα– και πάλι θα ήθελα να σας πω κλείνοντας να μη χάσετε την ευκαιρία να περιηγηθείτε ώρα πολλή αυτή την έκθεση και να τη συστήσετε και σε φίλους σας.

Καταλαβαίνοντας τη μικρασιατική μας περιπέτεια, καταλαβαίνουμε περισσότερο τον εαυτό μας.

Σας ευχαριστώ.