4.11.22

Λίνα Φυτιλή - Η τέχνη ως κάτοπτρο

Πάντα είχα την εντύπωση πως η τέχνη είναι ένα κάτοπτρο. Εκεί καθρεφτίζονται κομμάτια της καθημερινής ζωής και της κοινωνίας, ακόμη κι όταν το κάτοπτρο είναι γεμάτο ρωγμές. Αυτό συμβαίνει ακριβώς επειδή η ίδια η κοινωνική πραγματικότητα είναι αποσπασματική, γεμάτη θραύσματα και τραύματα. Το κάτοπτρο βέβαια δεν αναπαράγει επακριβώς ένα είδωλο, μάλλον το διαθλά και αλλάζοντάς το δημιουργεί μια νέα μορφή.

Ο καλλιτέχνης είναι ο εκφραστής μιας αγωνίας προσωπικής και κοινωνικής, ένας περιηγητής του αβέβαιου κόσμου που μετεωρίζεται ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι. Εξασκείται στην καταγραφή των τυφλών σημείων της πραγματικότητας, ανιχνεύει και μοιράζεται εντυπώσεις, για να επαληθεύσει το τραύμα του κόσμου που ξεκινάει από μέσα του.

«Μπορεί η θεωρία να κλαίει;» αναρωτιέται ο Didier Eribon, στο έργο του Vie vieillesse et mort d' une femme du peuple. Μία παραλλαγή αυτής της ερώτησης θα ήταν στο θέμα που μας απασχολεί, «Μπορεί η κοινωνία να κλαίει; Ή έστω να αισθάνεται; Να αντιδρά στα ερεθίσματα γύρω της;»
Εάν το μπορεί, τότε το μπορεί μέσω της τέχνης…

Υπάρχουν επαναστάσεις που ξεκινούν από ένα αποφασιστικό στροβίλισμα της σκέψης. Ας θυμηθούμε για παράδειγμα τον Θούριο του Ρήγα Βελεστινλή. Από αυτή την άποψη, κάθε δυνατή ιδέα που προκύπτει από ένα κείμενο, ένα ποίημα ή ένα έργο τέχνης, θέτει την εκάστοτε τάξη των πραγμάτων εν κινδύνω. Ο καλλιτέχνης γοητεύεται από αυτόν τον κίνδυνο.

Μία γλώσσα ή μία γραφή που χάνεται, καταργεί και τον κόσμο που την επινόησε. Ένα λογοτεχνικό κείμενο αναδύεται μέσα από τις ιδέες της εποχής κατά την οποία γράφτηκε. Λειτουργεί σαν μια περίληψη της κοινωνικής συνθήκης. Υπό αυτό το πρίσμα, η λογοτεχνία κι η κοινωνική πραγματικότητα συνιστούν ένα δίπολο αλληλεπίδρασης, απολύτως φυσικό.

Ο καλλιτέχνης είναι ήδη προάγγελος των γεγονότων. Περνάει το κατώφλι της εποχής του μέσω της τέχνης, πχ. μέσω του λόγου, δεν μένει απλός παρατηρητής. Γράφοντας εκφράζει την αμηχανία και το μούδιασμα της εποχής του ή τη δυστοπία της, ψαύει την πραγματικότητα «σαν το δέρας της ελάφου, όπως λένε οι Γραφές» (Ταλμούδ, Ερασμία γη/ Γη της ελάφου).

Η κοινωνική πραγματικότητα είναι ένα πεδίο στο οποίο καθετί ουσιώδες, έχει μια ανεξήγητη μορφή. Είναι πιο αρχέγονο από την ίδια τη γλώσσα. Ακόμη κι οι τοιχογραφίες των σπηλαίων ή οι πρώτες λέξεις των ανθρώπων, χαραγμένες πάνω στην πέτρα, εκφράζουν την καθημερινή ζωή, τις σκέψεις, την εποχή στην οποία δημιουργήθηκαν. Κι ας παραμένουν αινιγματικές. Κάθε πρώιμη γραφή μας μαθαίνει τη σύνδεση της τέχνης με την κοινωνία.

Ο καλλιτέχνης μέσα από την εποχή του και το κοινωνικό της πλαίσιο ανακαλύπτει τον εαυτό του και τους άλλους. Και το αντίστροφο: οι άλλοι κι ο ίδιος του ο εαυτός, με τις δυσκολίες και τα προβλήματά τους, τον οδηγούν στον στοχασμό, ο οποίος στη συνέχεια γίνεται η τέχνη μιας αφήγησης, που αφορά όλους.

Η κοινωνική πραγματικότητα είναι μέρος της ζωής, που οι ειδήμονες αποκαλούν στο πέρασμα των χρόνων, ιστορία.
«Πιστεύω πως αν έχουμε έστω κάποια ιδέα γι΄ αυτό που αποκαλείται ανθρώπινη φύση, οφείλεται στο γεγονός ότι η ιστορία, όπως ένας καθρέφτης, τοποθετεί απέναντί μας μια εικόνα του εαυτού μας για να στοχαστούμε» γράφει ο Ε. Rodriguez Julia.

Ο λόγος δεν είναι μόνο μια τέχνη. Μπορεί να αφουγκράζεται, να κλαίει, να εκφράζει αμφιβολίες, να θέτει ερωτήματα, να αφηγείται, να παρακινεί. Είναι ένα ολόκληρο σύστημα, ανοιχτό σαν σώμα.

Ένας ρομαντικός ποιητής θα το έθετε κάπως αλλιώς: η τέχνη κι η κοινωνική πραγματικότητα δεν αντέχουν χωρίς το μεταξύ τους, ειδύλλιο. Ειδύλλιο που εξελίσσεται σε σχέση, ενίοτε συγκρουσιακή και πάντως, δρα καταλυτικά.
Ίσως να μην έχουμε τελικά, ιδέα τι σημαίνει τέχνη κι απλώς πασχίζουμε να γλιτώσουμε από τον δαίμονα της πραγματικότητας, που οι ίδιοι ωστόσο, με τον τρόπο μας, έχουμε προσκαλέσει.