4.10.22

Το ύφος της γλώσσας. Του Εμμανουήλ Κριαρά

Το ζήτημα του ύφους σε κάθε γλώσσα είναι λεπτό και περίπλοκο. Γενικώς θα έλεγα τούτο: γράφοντας τη δημοτική γλώσσα οφείλομε να φροντίζομε...ώστε το ύφος μας να είναι όσο γίνεται δημοτικό και να αποφεύγουμε αρχαϊστικές συντάξεις ρημάτων τα οποία απαντούν και στη νέα γλώσσα. Γιατί οι αρχαϊστικές αυτές συντάξεις οδηγούν σε αφύσικα, καθόλου ζωντανά για το λόγο μας στοιχεία. Οι απαιτήσεις του καλού ύφους δεν περιορίζονται μόνο στην επιμελημένη επιλογή του λεξιλογίου. Ανάγκη είναι και να το αποθέτουμε την κάθε λέξη μέσα στο λόγο μας στην κατάλληλη θέση για να αποφεύγομε δυσάρεστες παρηχήσεις ενοχλητικά ακούσματα.

Να το πούμε και αλλιώς. Τι δε βοηθάει το καλό ύφος; Εχθρός του καλού ύφους είναι η επιτήδευση. Το να ζητώ δηλ. σώνει και καλά, και με μέσα πολλές φορές αμφίβολα, να συγκινήσω τον ακροατή μου ή τον αναγνώστη μου. Ένα και μόνο λεξίδιο καμιά φορά είναι ικανό να δημιουργήσει επικίνδυνη ασάφεια, γιατί βέβαια, κοντά στην επιτήδευση, και η ασάφεια είναι άλλος εχθρός του καλού ύφους. Φέρνω ένα παράδειγμα, αντλημένο από αθηναϊκή εφημερίδα: «Η φράση αυτή δε, σκόρπισε ευφορία -με γέλωτα και ειρωνεία- στο ακροατήριο των Τούρκων παρισταμένων». Πρόκειται για το «δε», που δεν το ξέρει η πραγματική δημοτική μας γλώσσα. Ο δημοσιογράφος θέλησε να το χρησιμοποιήσει εντελώς άτοπα και δημιούργησε μεγάλη ασάφεια στη φράση του.Νίκος Εγγονόπουλος. «Ομηρικό με τον ήρωα», 1938. Συλλογή Ιδρύματος Ωνάση.

Μια γενική σύσταση θα μπορούσε να γίνει: γράφοντας μην κάνετε κατάχρηση του μακροπερίοδου λόγου, των εκτενών φράσεων. Κουράζουν τον αναγνώστη. Δηλαδή κατ’ αρχήν είναι προτιμότερες οι πιο σύντομες περίοδοι στο λόγο μας. Πρέπει να αποφεύγομε κατά το δυνατόν τις δευτερεύουσες προτάσεις. Εύκολα διαπιστώνει σήμερα κανείς ότι πολλοί οικοδομούν τη φράση τους όπως την κατασκεύαζε άλλοτε η καθαρεύουσα. Προτιμούσε εκείνη πιο μακρές περιόδους, όχι απλώς τις μακρές προτάσεις. Σας δίνω ένα παράδειγμα με μακροπερίοδο λόγο: «Ελπίζω να μπορέσω να πληροφορηθώ, σχετικά με το ζήτημα που με απασχολεί από έναν φίλο μου, που πολύ ενδιαφέρεται να με βοηθήσει, γιατί αισθάνεται ευγνωμοσύνη για όλες τις εκδουλεύσεις που στο παρελθόν μπόρεσα να του προσφέρω». Η φράση αυτή είναι, νομίζω, άμεμπτη ως προς το λεξιλόγιο. Όμως το μάκρος της είναι βαρύ και κουραστικό για κείνον που ακούει και για κείνον που διαβάζει. Τέτοιες φράσεις συναντούμε και σε αξιόλογους συγγραφείς. Ο καλός όμως γραπτός λόγος απαιτεί πρώτα απ’ όλα σαφήνεια, όμως η σαφήνεια κλονίζεται με το μακροπερίοδο λόγο. Χρειάζεται να τηρήσομε κάποιους κανόνες. Πρώτος και βασικός είναι τούτος. Σχετίζεται όχι μόνο με το ποιες λέξεις χρησιμοποιούμε, αλλά με τι ρόλο παίζουν αυτές οι λέξεις μέσα στο λόγο μας. Για να το πω διαφορετικά: σε τι τμήματα κόβομε το λόγο μας; Τι σταματήματα θα έχομε; Πού δηλαδή θα βάζομε τελείες. Αυτό το γεγονός επηρεάζει την εντύπωση και το αίσθημα που θα αποκομίσει ο αναγνώστης ή ο ακροατής του λόγου μας. Θα έλεγα με κάποια υπερβολή ότι γλώσσα δεν είναι οι λέξεις με τις οποίες εκφραζόμαστε, αλλά ο τρόπος με τον οποίο οι λέξεις συναρμολογούνται μεταξύ τους. Γλώσσα είναι η σύνταξη κυρίως. Γι’ αυτό λοιπόν πρέπει να προτιμούμε τις κύριες προτάσεις και όχι τις δευτερεύουσες, τις υποτελείς. Θα με συχωρέσετε να σας επαναλάβω τη φράση που σας διάβασα προηγουμένως. Είναι ανάγκη να τη θυμηθούμε. «Ελπίζω να μπορέσω να πληροφορηθώ, σχετικά με το ζήτημα που με απασχολεί, από έναν φίλο μου, που πολύ ενδιαφέρεται να με βοηθήσει, γιατί αισθάνεται ευγνωμοσύνη για όλες τις εκδουλεύσεις που στο παρελθόν μπόρεσα να του προσφέρω».

Πώς θα μπορέσω να αποδώσω το ίδιο νόημα σαφέστερα και ωραιότερα; «Ελπίζω ένας φίλος μου, που πολύ ενδιαφέρεται για μένα, να με βοηθήσει να πληροφορηθώ για το ζήτημα που με απασχολεί. Αισθάνεται απέναντι μου ευγνωμοσύνη. Στο παρελθόν μπόρεσα να του προσφέρω πολλές εκδουλεύσεις». Τα ρήματα που χρησιμοποίησα και στις δύο περιπτώσεις είναι τα ίδια σχεδόν ως προς τον αριθμό τους. Περιορίστηκαν τα πολλά «που». Η όλη διατύπωση κέρδισε σε ζωηρότητα και σε σαφήνεια. Χώρισα την εκφορά του λόγου σε τρία μικρότερα τμήματα. Η φράση μου κέρδισε και σε ποιότητα. Επομένως συμπερασματικά: Μη συγκροτείτε μακρές περιόδους. Ο μακροπερίοδος μάλιστα λόγος -συχνότατο το φαινόμενο- οδηγεί σε ασυνταξίες. Γιατί αυτός που γράφει δεν μπορεί πάντα να θυμάται ό,τι προηγουμένως έγραψε ώστε να μη γράψει κάτι που δεν ταιριάζει με τα προηγούμενα. Γιατί αυτό είναι η ασυνταξία, η ανωμαλία στη σύνταξη· να μην είναι το καθετί – και μάλιστα ορισμένες λέξεις στη θέση που πρέπει και στη μορφή που ταιριάζει. Συνιστάται η κάθε περίοδος να μην ξεπερνά τις δεκαπέντε το πολύ είκοσι λέξεις. Αποφεύγετε τους συνδέσμους που εισάγουν τις δευτερεύουσες προτάσεις. Χρησιμοποιείτε για λόγους βραχυλογίας τις δύο στιγμές (:) και όχι μόνο όταν πρόκειται να ακολουθήσουν παραδείγματα. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγομε το συχνότατο «που», το συχνότατο «ότι» και συχνά το «δηλαδή». Προσθέτω ακόμα: Αν είναι ανάγκη να χρησιμοποιήσετε υποτελείς προτάσεις, φροντίσετε να μην είναι του ίδιου είδους. Έτσι αποφεύγετε τη μονοτονία και το «λαχανιαστό» ύφος.



Όμως ασυνταξίες δε δημιουργεί μόνο ο μακροπερίοδος λόγος. Ασυνταξία είναι και όταν λέμε: «η απόφαση του Συνασπισμού, κόμμα που δεν συνεργάζεται με την κυβέρνηση». Πρέπει να γράψομε όχι «κόμμα», αλλά «κόμματος» να χρησιμοποιήσουμε δηλαδή γενική πτώση και στο «κόμματος» γιατί αυτή η λέξη συνδέεται στενά με το «Συνασπισμού» που είναι σε γενική πτώση.Εμμανουήλ Κριαράς

Και κάτι άλλο πρέπει να προσέξουμε. Ο νεοελληνικός λόγος καταδυναστεύεται από την επαναληπτική χρήση της γενικής πτώσης. Παράδειγμα: «Οι δηλώσεις του υπουργού περί της επίσπευσης της πολιτικής ενοποίησης του σκληρού πυρήνα των ιδρυτικών χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης άνοιξαν τη μεγάλη συζήτηση». Διαπιστώνονται έξι αλλεπάλληλες γενικές! Η ικανοποιητική διατύπωση θα ήταν: «Οι δηλώσεις του υπουργού, προκειμένου να επισπευσθεί η πολιτική ενοποίηση του σκληρού πυρήνα που συγκροτούν οι ιδρυτικές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άνοιξαν τη μεγάλη συζήτηση».

Ένα ακόμη παράδειγμα «προς αποφυγήν» (από ανακοίνωση κομματικού γραφείου τύπου): «ανάκληση της παράνομης εκδοθείσας (!) οικοδομικής αδείας της κατασκευής της οικίας της υπουργού»… Εγώ θα έγραφα: «ανάκληση της οικοδομικής άδειας που εκδόθηκε παράνομα για την κατασκευή της οικίας της υπουργού». Ο συντάκτης της φράσης ασφαλώς καθα- ρευουσιάνισε ανεπιτυχώς. Στην ακαλαίσθητη φράση συναντούμε και τη γενική εκδοθείσας. Κλίνομε τάχα κατά τον κανόνα της δημοτικής το εκδοθείσα. Τέτοιες μετοχές παθητικού αορίστου δεν τις «χωνεύει» εύκολα η γλώσσα μας – μολονότι η παρουσία της μετοχής (αντί της αναλυτικής εκφοράς) οδηγεί σε κάποια λεξική οικονομία.



Περιπτώσεις με ατέλειωτη σειρά γενικών πτώσεων: καθήκοντα της ακέραιης απόδοσης και αναλλοίωτης καταγραφής των δηλώσεων των βουλήσεων των προσώπων· γράφε: καθήκοντα να αποδίδει με ακέραιο τρόπο και με αναλλοίωτη καταγραφή τις βουλήσεις των προσώπων· άλλο παράδειγμα: τρόπος άσκησης πολιτικής εξουσίας που και θεσμικά πλέον αφίσταται των θεμελιωδών κανόνων της δημοκρατικής αρχής νομιμοποίησης μιας εκτελεστικής εξουσίας και δη σοσιαλιστικής. Γράφε: τρόπος να ασκηθεί η πολιτική εξουσία, που και θεσμικά πια απομακρύνεται από τους θεμελιώδεις κανόνες της δημοκρατικής αρχής που νομιμοποιεί μια εκτελεστική εξουσία και μάλιστα σοσιαλιστική. Και πάλι η φράση γίνεται μακροσκελής (από άποψη ύφους), όμως αποφεύγεται τουλάχιστον η συσσώρευση των γενικών. Αντί αφηρημένων ουσιαστικών χρησιμοποιήθηκαν ρήματα.

Έχουμε ήδη πει ότι πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί όταν δημιουργούμε ή αποδεχόμαστε στη χρήση νεόπλαστες λέξεις. Οφείλουμε επίσης να αποφεύγομε την υπερβολική χρήση, την κατάχρηση ορισμένων καινότατων ρημάτων όπως τα ρήματα «γίνεται», «κάνει». Υπάρχει τρόπος να βρούμε μια συνώνυμη λέξη, μια λέξη με την ίδια σημασία, με την ίδια χρήση.



Κατά τη χρησιμοποίηση των συνδέσμων, λ.χ. του «ότι» ή του «να», θα αποφύγομε να χρησιμοποιήσομε το «ότι» εκεί που δε χρειάζεται λ.χ. δε θα πούμε: «έχει αποφασίσει ότι θα φύγει», αλλά «έχει αποφασίσει να φύγει». Συχνά επιβάλλεται να αποφεύγουμε ορισμένες λέξεις που έχουν ξενική προέλευση και να προτιμούμε την αντίστοιχη ελληνική λέξη. Το ξενικό «κόντρα», είτε ως ουσιαστικό είτε ως πρόθεση, δε μας χρειάζεται. Εχομε το δικό μας «εναντίον» και ως ουσιαστικό το «αντίθεση».

Καμιά φορά κατά λάθος παραλείπαμε απαραίτητα στοιχεία στο λόγο μας. Το ρήμα «ιδρύω» είναι μεταβατικό. Χρειάζεται αντικείμενο. Και όμως διαβάζω: οι δημόσιοι υπάλληλοι ιδρύουν και μετέχουν σε πολιτικά κόμματα. Το ιδρύουν παραμένει εκκρεμές. Χρειαζόταν αντικείμενο: πολιτικά κόμματα· οπότε η συνέχεια θα ήταν (κανονικά) και μετέχουν ο’ αυτά.

Το για κάθε συνέπεια είναι κακόγουστο. Το ομαλό και σωστό: σε οποιαδήποτε μελλοντική περίπτωση.

Κατά την επιλογή των λέξεων για το γραπτό ή για τον προφορικό μας λόγο μπορούμε να καταφύγαμε στην ομιλούμενη σύγχρονη γλώσσα, στην αρχαΐζουσα καθαρεύουσα, ακόμη και στην αρχαία. Στην κάθε περίπτωση θα χρησιμοποιήσουμε τη λέξη που απαιτείται. Άλλοτε θα μας είναι χρήσιμη η λέξη «πρόσωπο», άλλοτε η λέξη «όψη» ή «ειδή»· μπορεί μάλιστα να χρειαστεί και η κοινότερη λέξη «μούτρο». Το πράγμα εξαρτάται από την περίσταση και από το θέμα μου. Με την επιτυχημένη επιλογή διαμορφώναμε το ύφος λόγου που χρειάζεται κάθε φορά. Είναι κάτι που δεν το προσέχομε πάντα· έτσι το ύφος του λόγου μας, προφορικού ή γραπτού, γίνεται βαρύ και ατημέλητο.

Οι λέξεις που κάθε φορά χρησιμοποιώ πρέπει να βρίσκονται σε αρμονική συμβίωση. Όταν με προσοχή διαλέγομε και χρησιμοποιούμε τη λέξη που χρειάζεται η στιγμή, δε θα χρησιμοποιήσαμε λχ. ένα πολύ αρχαϊστικό επίθετο κοντά σε ένα έκδηλα δημοτικό ουσιαστικό ή και το αντίθετο: ένα έκδηλα δημοτικό επίθετο κοντά σε ένα πολύ αρχαϊστικό ουσιαστικό. Αν κάμομε αυτό το λάθος, κλονίζεται η αρμονία της φράσης.

Κάνοντας επιλογή του λεξιλογίου μας παράλληλα αποφεύγομε ορισμένα λεξιλογικά στοιχεία, ορισμένες λέξεις, ακριβώς γιατί είναι περιττές. Δε θα πω: «ούτε αυτός δεν ήρθε», αλλά «ούτε αυτός ήρθε». Το δεν είναι περιττό. Η έννοια της άρνησης υπάρχει στο «ούτε».

Για το θέμα του ύφους θα μπορούσε να πει κανείς πολύ περισσότερα. Περιορίστηκα στα βασικότερα και τα απλούστερα.

[1] Πηγή: Εμμανουήλ Κριαράς. Το ύφος της γλώσσας. Εφημερίδα ΜΙΤΟΣ. Κυριακή 18 Απριλίου 2004.