18.8.22

Ποιοι είμαστε και τι θέλουμε τέλος πάντων; Του Δημήτρη Κωνσταντάρα

Φωτο αρχείου: Ο Δημήτρης Κωνσταντάρας
 στην Κατερίνη στο βιβλιοπωλείο ΝΕΣΤΩΡ
Την ιδέα γι αυτό το σύντομο άρθρο εν μέσω καύσωνος, μου έδωσε το άρθρο «Χρειαζόμαστε Ξένους»... του κ. Νικηφόρου Μαλεβίτη στο reporter.gr. Φυσικά δεν θα σάς το μεταφέρω ολόκληρο αφού μπορείτε εύκολα – και σάς το συνιστώ- να το διαβάσετε στη στήλη «Από θέσεως». Και επειδή είναι ένα ιδιαίτερα τολμηρό και αρκούντως «αντισυμβατικό» κείμενο για την σημερινή Ελλάδα που εδώ και χρόνια κάνει ότι δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει και τι ΔΕΝ συμβαίνει στο θέμα της μετανάστευσης και της υπογεννητικότητας, τολμώ να μεταφέρω συμπληρωματικά ένα σχετικά μικρό τμήμα της οικογενειακής μου ιστορίας.

Είμαι λοιπόν Έλληνας, γεννημένος στην Αθήνα . Και εδώ, αρχίζει να εξελίσσεται η ιστορία της καταγωγής μου, της δικής μου και όλων των «παρακλαδιών» της. Η μητέρα μου γεννήθηκε στην Οδησσό από πατέρα Κεφαλλονίτη και μητέρα Λετονή από πατέρα Λετονό και μητέρα Ρωσίδα. Ο πατέρας μου γεννήθηκε στην Αθήνα από πατέρα και μητέρα Ελληνικής καταγωγής που γεννήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και οι οποίοι κατάγονταν από οικογένειες τα μέλη των οποίων γεννήθηκαν και έζησαν στη Σινώπη και σιγά-σιγά, «μετακινήθηκαν» προς τον Βόσπορο. Η αδελφή της μητέρας μου από πρώτο γάμο – που ποτέ δεν έμαθα αν υπήρξε καν- είχε μητέρα Γερμανίδα και πατέρα τον….παππού μου. Όλοι τους, ιδίως η τεράστια οικογένεια του πατέρα μου, έφτασαν -όσοι πρόλαβαν πριν πεθάνουν- στην Ελλάδα όπου μετέφεραν επιχειρήσεις και οικογένειες που είχαν φτιάξει και πολιτογραφήθηκαν Έλληνες, με Ελληνικά ονόματα.

Χαρτιά γεννήσεως, διαβατήρια και ταυτότητες των συγγενών μου ούτε έχω, ούτε είδα, ούτε ζήτησα ποτέ μου εκτός από μια ταυτότητα της Λετονής γιαγιάς μου, γραμμένη στα Γερμανικά με το όνομα «Κάλνιν».

Τι είμαι εγώ; Όλες αυτές οι διαδρομές τι με κάνουν; Και επειδή όλοι τους ήταν λευκοί – και όχι μαύροι, κάτι που στη σημερινή Ελλάδα ισοβαθμεί πλέον ως στοιχείο ταυτότητας- ουδέποτε αμφισβητήθηκε η…Ελληνικότητά μου, η Ελληνικότητα του πατέρα και της μητέρας μου, της αδελφής της μητέρας μου , η Ελληνικότητα του πατέρα μου, των δυο αδελφών του και ούτω καθεξής. Ήμασταν όλοι Έλληνες. Κι από τότε που η οικογένεια τής γιαγιάς μου ζούσε στη Λετονία με τους γονείς και τα αδέλφια της, και ο προπάππους του πατέρα μου ζούσε ως ιερέας σ΄ ένα ορεινό χωριό της Αρκαδίας όπου είχε καταφύγει-άγνωστον πως- από την τότε Τουρκία είχαν -οι περισσότεροι- άλλα επίθετα. Και ο πρώτος Κωνσταντάρας ήταν ο παπάς από την Αρκαδία που λεγόταν Κώστας και πήρε το επώνυμό του από τους χωριανούς επειδή τους φώναζε με βροντερή φωνή για να πάνε στην εκκλησία, γι αυτό και τον ονόμασαν «παπά Κώστα με τη φωνή σαν αντάρα». Δηλαδή…Κωνσταντάρα. Πριν από 200 χρόνια; 250; Υπολογίστε.

Γράφει λοιπόν με καίρια επιχειρήματα γύρω από τη μετανάστευση και την υπογεννητικότητα ο κ. Μαλεβίτης : « Η χειρότερη υπεκφυγή μας σήμερα είναι ότι δεχόμαστε μόνο νόμιμους μετανάστες, όχι παράνομους. Μα αν υπήρχε νόμιμος τρόπος, ένα point system με το οποίο η Ελλάδα – και η Ευρώπη – θα δεχόταν συστηματικά σε μεγάλους αριθμούς νόμιμους μετανάστες, δεν θα ρίσκαραν τη ζωή τους οι άνθρωποι για να περάσουν κολυμπώντας το Αιγαίο και τον Έβρο. Το ελληνικό σύστημα επιτρέπει στην ουσία τη μετανάστευση μόνο αν είσαι στέλεχος πολυεθνικής ή «ψηφιακός νομάς». Για χειρώνακτες, τουλάχιστον στους αριθμούς που τους χρειαζόμαστε δεν υπάρχει ουσιαστικά τρόπος να έλθουν.

Και αν τόσο κοπτόμασταν για τη νομιμότητα, θα κάναμε συστηματική προσπάθεια να εντάξουμε στην αγορά εργασίας τους δεκάδες χιλιάδες που έχουν ήδη λάβει άσυλο στην Ελλάδα και άρα είναι νόμιμοι. Όλα αυτά είναι ντροπή για μία χώρα μεταναστών. Έχουμε ξεχάσει ότι οι παππούδες μας και οι πατεράδες μας ζήτησαν κάποτε άσυλο από τη φτώχεια και τους πολιτικούς διωγμούς στην Αμερική, τη Γερμανία, την Αυστραλία. Έχουμε ξεχάσει ότι από κτίσεως κόσμου οι ανθρώπινοι πληθυσμοί μετανάστευαν προς αναζήτηση καλύτερης ζωής. Και ότι κάθε άνθρωπος στον πλανήτη γη αυτή τη στιγμή είναι απόγονος μεταναστών από την Αφρική».