10.5.22

Ο Περικλής Γιαννόπουλος «ξαναζεί» μέσα από το βιβλίο: Εμείς οι εξωφρενικότεροι των παλαβών της Γης

Ο τίτλος της μυθιστορηματικής βιογραφίας του Περικλή Γιαννόπουλου (1869-1910) είναι εκρηκτικός και προκαλεί
την περιέργεια του αναγνώστη να περιπλανηθεί στα όρια αυτής της ιδιόρρυθμης, εκκεντρικά γοητευτικής κι εντέλει αυτοκαταστροφικής προσωπικότητας. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο συγγραφέας Τάκης Θεοδωρόπουλος ελκύεται από τη θεματική της αυτοχειρίας. Στο έργο του «Βερονάλ» (2015) συνέθεσε ένα αφηγηματικό μείγμα ιστορίας και μυθοπλασίας και διερεύνησε τη ζωή, το έργο και την πορεία προς τον θάνατο του Ιωάννη Συκουτρή, αυτού του αιρετικού μελετητή της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και του οραματιστή της αναβίωσης των κλασικών γραμμάτων στον ευρωπαϊκό πολιτισμό.

Αν και εντελώς διαφορετικός χαρακτήρας από τον Συκουτρή, ο Γιαννόπουλος αποτέλεσε επίσης μια ιδιαίτερη μορφή ενός διανοούμενου, που πρόσφερε πολλά στην ελληνική πνευματική ζωή στο μεταίχμιο 19ου-20ού αιώνα. Ιδιαίτερα ενεργητικός λογοτέχνης, μεταφραστής και δοκιμιογράφος, οραματίστηκε την «ελληνική αναγέννηση» και όρισε τις βασικές αρχές της ελληνικότητας στην τέχνη ως αρχές απόδρασης από κάθε μορφή ξενομανίας. Λάτρεψε την «αττική» γη κι εν γένει την ελληνική φύση. Γενικά δίχασε τον κύκλο των διανοουμένων των αρχών του 20ού αιώνα, καθώς ορισμένοι τον κατηγόρησαν ως «ελληνολάτρη», ενώ άλλοι, όπως ο Γ. Ξενόπουλος, ο Π. Μελάς και ο Αγγ. Σικελιανός, τον εκτίμησαν ως «ωραίο τρελλό» κι εμπνεύστηκαν από την πρωτοτυπία και το πάθος που διέκρινε το έργο του.


Στο καινούργιο μυθιστόρημα του Θεοδωρόπουλου, αυτός ο ωραίος, ευγενικός νέος είναι ένας «αρκούντως ιδιόρρυθμος» ήρωας, με το ξανθό κεφάλι πάνω στο «απολλώνιο» σώμα του, το αγγελικό χαμόγελο, την υπέροχη περήφανη κορμοστασιά, ένας αληθινός δανδής που δεν παρέλειψε ποτέ να αμελήσει τις υποχρεώσεις του απέναντι στην κομψότητα, ως ηθική ιδιότητα της ψυχής. Ο Θεοδωρόπουλος συνθέτει τη φυσιογνωμία του Περικλή Γιαννόπουλου, αξιοποιώντας αυθεντικές πηγές, όπως τα δημοσιεύματα της εποχής και κυρίως τα ημερολόγια της μεγάλης ερωτικής αγάπης του, της ζωγράφου Σοφίας Λασκαρίδου.



Από αισθητικής άποψης, το πεζογράφημά του φέρει την ποιητική, διαισθαντική και ρομαντική πνοή του ήρωα που βιογραφεί, διανθισμένη με στοιχεία φανταστικά. Πετυχαίνει μια ενδιαφέρουσα ρυθμική ανάπτυξη της δράσης σε έξι κεφάλαια, με αφηγηματικό σημείο εκκίνησης το παρόν του χρόνου της ημέρας της αυτοκτονίας και με την τεχνική της αναδρομής στο παρελθόν, διατρέχει όλα τα σημαντικά στάδια της ζωής του ήρωα, για να καταλήξει και πάλι στο χρονικό σημείο της αυτοχειρίας. Προσπάθησε να αποτυπώσει το αίσθημα που άφησε το πέρασμα του Περικλή, στην πνευματική ζωή, με άξονα το ερωτικό του πάθος για τη γοητευτική Σοφία. Προσπάθησε να «μεταφράσει» σε λέξεις αυτό το αίσθημα που προκαλεί η ένταση μιας «τρικυμίας» ακόμη και αν ο αναγνώστης δεν υποφέρει από ναυτία. Προσπάθησε να μοιραστεί με τον αναγνώστη την κοινή αντίληψη της σταθερότητας που διατάραξε αυτή η «τρικυμία». Πρόκειται για μια αναλογία ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο εργάστηκε ο συγγραφέας. Μόνο που στην περίπτωση των «Εξωφρενικών» δεν είναι εφικτό να οριστεί ένα σταθερό σημείο αναφοράς, παρόλο που ο συγγραφέας το διερεύνησε επίμονα σε τρία επίπεδα: στο ερωτικό πάθος του Περικλή για τη Σοφία, στη θεατρικότητα της καθημερινής του ζωής και στη θεαματική του αυτοκτονία.
O Περικλής Γιαννόπουλος (1869-1910) πρόσφερε πολλά στην ελληνική πνευματική ζωή στο μεταίχμιο 19ου-20ού αιώνα. Φωτ. ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΒΑΛΒΗ / ARCHIVE OF NEOHELLENIC ART

Οι «Εξωφρενικότεροι» είναι μια ισχυρή μυθιστορηματική στιγμή του Θεοδωρόπουλου, καθώς παλεύει να οριοθετήσει και τις δικές του εμμονές με την ελληνικότητα και τη μεταφυσική του ελληνικού τοπίου, όπως τις εξέφρασε και στο «Αδιανόητο τοπίο» (1991). Προσεγγίζει με τρυφερότητα και οικειότητα τα μυθιστορηματικά του πρόσωπα, σκιαγραφεί το ερωτικό αντικείμενο του πόθου, τη Σοφία, ως δυναμική καλλιτεχνική προσωπικότητα, δένει αριστοτεχνικά τον Γιαννόπουλο με τους αρχαίους κλασικούς, αλλά και τους συγχρόνους του (Καμπούρογλου, Ψυχάρη, Μυστριώτη). Απευθύνεται σε αυτόν σε β΄ πρόσωπο, τον παρηγορεί, τον κατανοεί, τον συμβουλεύει, καθώς τον οδηγεί έντεχνα στο μοιραίο θεαματικό φινάλε της ζωής του. Σκιαγραφεί την απελπισία της μοναξιάς του, δίνοντας την ωραία σκηνή της παλαβομάρας του, να κάνει πρόταση γάμου στην Ελενα, μια νεαρή πόρνη της εποχής. Ο Γιαννόπουλος πριν αυτοκτονήσει, σαν άλλος ήρωας του Μπαλζάκ, σαν άλλος ζωγράφος Φρενχόφερ, του «Αγνωστου αριστουργήματος», έβαλε φωτιά κι έκαψε πολλά χειρόγραφα έργα του και το πιο σημαντικό έκαψε το «Περί αρχιτεκτονικής», ένα έργο που θεωρούσε ως το opus magnum της ζωής του.


Στις 8 Απριλίου 1910, ξυρίστηκε «με ακρίβεια», «περιποιήθηκε» το μουστάκι του, «διάλεξε ρούχα» κι έφυγε ευπρεπής. Ιππευσε ένα λευκό άλογο, μπήκε στη θάλασσα του Σκαραμαγκά και αυτοπυροβολήθηκε. Λίγες ημέρες μετά, τα κύματα έφεραν το πτώμα του στην ακτή. Ο πιο «εξωφρενικός» από τους «παλαβούς της γης» αντιστάθμισε με αυτόν τον προκλητικό τρόπο «την ηδονή του έρωτα» με την «ηδονή του θανάτου».

ΡΕΑ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ

ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ
Εμείς οι εξωφρενικότεροι
των παλαβών της Γης
εκδ. Μεταίχμιο, 2022, σελ. 216


πηγη: https://www.kathimerini.gr