20.4.22

ΟΙ ΛΥΠΗΜΕΝΕΣ ΦΡΑΣΕΙΣ, Κική Δημουλά

Μὲ ἡμέρα ἀρχίζει ἡ ἑβδομάδα,
μὲ ἡμέρα τελειώνει.
Κι ἡ Κυριακή, κόμπος σφιχτὸς
νὰ μὴ λυθοῦν οἱ ἑβδομάδες.
Ἔρχεται πάντα ἀπὸ τὸ ἴδιο Σαββατόβραδο
καὶ φέρνει λίγο ὕπνο παραπάνω τὸ πρωὶ
καὶ τὸ θεό, ὅσο τὸν δίνουν οἱ ὀρθρινὲς καμπάνες.
Λίγο νὰ σταθεῖς στ᾿ ἀνοιχτὰ παράθυρα
καὶ νὰ κοντοσταθεῖς σ᾿ αὐτὰ ποὺ δὲν συμβαίνουν,
περνάει ἡ ὥρα.
Δημοτικὰ τραγούδια ἀπ᾿ τὰ παράθυρα
ποιὰ γυναῖ- ποιὰ γυναῖ- ποιὰ γυναῖκα θὰ σὲ πάρει,
σιγὰ-σιγὰ ἡ Κυριακὴ μεσουρανεῖ
σὰν τρομαγμένη ἀπορία.

Στὶς γειτονιὲς
περνᾶνε γύφτισσες νὰ πῶ τὸ ριζικό σου,
ποιὰ γυναῖ- ποιὰ γυναῖ- ποιὰ γυναῖκα θὰ σὲ πάρει,
δημοτικὰ τραγούδια ἀπ᾿ τὰ παράθυρα, ριζικά.
Πιὸ πέρα κάποιο ντέφι, ἕν᾿ ἀρκουδάκι
δεῖξε πῶς βάζουν πούδρα τὰ κορίτσια
στὸν καθρέφτη, πῶς γδύνεται ἡ Μονρόε...
Μὴ γελᾷς. Βρέθηκε κάποτε νεκρὴ ἡ Μονρόε.
Μὲ πράγματα ποὺ δὲν ἀντέχουν μὴ γελᾷς.

Ἄχ, οἱ λυπημένες φράσεις, οἱ λυπημένες λέξεις,
πῶς μοιάζουν στοὺς τυφλοὺς ὀργανοπαῖχτες
στοὺς δρόμους τοὺς ἐμπορικούς, τὶς Κυριακές.

Νὰ εἴχαμε μίαν ἄνοιξη.
Μὴ γελᾷς.
Μὲ πράγματα ποὺ δὲν ὑπάρχουν μὴ γελᾷς.
Ἂς λένε τὰ πουλιὰ κι οἱ μυρωδιὲς στὰ πλάγια
πῶς εἶναι Ἀπρίλης.
Τὸ λένε τὰ πουλιὰ κι οἱ ἔρωτες τῶν ἄλλων.
Ἐμένα μ᾿ ἐξαπατοῦνε οἱ θεοὶ
κάθε ποὺ ἀλλάζει ὁ καιρός,
κάθε ποὺ δὲν ἀλλάζει.
Μὴ γελᾷς.
Ἔαρ δὲν γίνεται
μὲ ρίμες
ἥλιοι-Ἀπρίλιοι,
ἥλιοι-Ἀπρίλιοι,
ὁμοιοκατάληκτες στιγμές,
χρόνος χρωμάτων,
στρέμματα φωτός,
χαμομηλιῶν ἀνυπομονησία νὰ μυρίσουν.
Δημοτικὰ τραγούδια ἀπ᾿ τὰ παράθυρα
ποιὰ γυναῖ- ποιὰ γυναῖ- ποιὰ γυναῖκα θὰ σὲ πάρει,
καὶ ὅλα τ᾿ ἄλλα τρόποι
γιὰ νὰ πεθαίνουνε ἀνώδυνα τὰ ἡμερολόγια.

Τὴν Κυριακὴ τραβάει σὲ μάκρος
τῶν τραγουδιῶν ἡ ἀγωνία
ποιὰ γυναῖ- ποιὰ γυναῖ-

Ἄχ, οἱ λυπημένες φράσεις, οἱ λυπημένες λέξεις,
στοὺς δρόμους τοὺς ἐμπορικούς,
τὶς Κυριακὲς τὶς ἀνοιξιάτικες.