Δὲ γεννήθηκε στὴν Ἱερουσαλήμ,
κι οὔτε κὰν ἐν ὄψει τῆς πόλεως.
Ὅμως κι οὔτε ἀλλοῦ,
ἁπλῶς πίσω ἀπ' τοὺς λόφους της,
μόλις μιὰ ἀπόκρυψη πίσω ἀπ' τοὺς λόφους της
τόση ὅση ἀκριβῶς χρειαζόταν
γιὰ νὰ μὴν τὴ βλέπει,
τόση ὅση ἀκριβῶς χρειαζόταν
γιὰ νὰ μὴν Τὸν βλέπει.
Μονάχα νὰ τὴ γνωρίζει ἐκεῖ,
μονάχα νὰ Τὸν γνωρίζει ἐκεῖ,
μονάχα νὰ Τὸν διαισθάνεται ἐκεῖ,
μονάχα ν' ἀκούσει τὸ πρῶτο κλάμα Του μὲς στὴ νύχτα,
μονάχα νὰ τῆς φέρει ὁ ἄνεμος
τ' ἀναρρίγημα τῆς πρώτης Του ἀναπνοῆς,
μονάχα νὰ κρεμάσει στὸ μάνταλο τῆς πόρτας
της τὸ πρῶτο σπαρτάρισμα τῶν μικρῶν ποδιῶν,
τὸν πρῶτο προσδιορισμό.
Ὅταν μπήκε μέσα,
μὲ βάγια ἢ χωρὶς βάγια,
δὲν ὑπῆρχε πιὰ ἀντιμετώπιση,
δὲν ὑπῆρχε πιὰ ὑπόλοιπο βημάτων,
ἦταν τώρα βέβαιη ἡ σταύρωσή Του,
ἦταν τώρα βέβαιη ἡ σταύρωσή της,
τὸ ἤξεραν κι οἱ δυὸ
πὼς ὁ καιρὸς εἶχε συμπληρωθεῖ.
Οταν Ἐκεῖνος ἔφευγε
ἡ Ἱερουσαλὴμ ἤξερε πὼς ἐρχόταν,
ὅταν ᾿Εκεῖνος ἀπομακρυνόταν
ἡ Ἱερουσαλὴμ ἤξερε πὼς πλησίαζε.
Κώστας Μόντης