22.4.22

Που να βρω μια ψυχή σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη να της ξομολογηθώ;

«...Κάθε άνθρωπος άξιος να λέγεται γιος του ανθρώπου σηκώνει το σταυρό του κι ανεβαίνει το Γολγοθά του. Πολλοί, οι πιο πολλοί, φτάνουν στο πρώτο, στο δεύτερο σκαλοπάτι, λαχανιάζουν, σωριάζονται στη μέση της πορείας και δε φτάνουν στην κορφή του Γολγοθά -θέλω να πω στην κορφή του χρέους τους- να σταυρωθούν, ν' αναστηθούν, και να σώσουν την ψυχή τους. Λιποψυχούν, φοβούνται να σταυρωθούν, και δεν ξέρουν πως η σταύρωση είναι ο μόνος δρόμος της ανάστασης. 'Αλλον δεν έχει. ....»
Μια λέξη πάντα, σε όλη μου τη ζωή, με τυραννούσε και με μαστίγωνε. Η λέξη Ανήφορος. Τον ανήφορο αυτόν θα ‘θελα εδώ, με αλήθεια μαζί και φαντασία, να παραστήσω. Και τις κόκκινες πατημασιές που αφήκε το ανηφόρισμά μου. Και βιάζουμαι, προτού φορέσω το «μαύρο κράνος» και κατέβω στο χώμα, γιατί αυτή η αιματοβαμμένη γραμμή θα ‘ναι το μόνο αχνάρι που αφήκε το διάβα μου απάνω στη γης. Ότι έγραψα ή έπραξα γράφτηκε και πράχτηκε επάνω στο νερό και χάθηκε…
… Σε ποιον να πω πόσες φορές σκαρφαλώνοντας με τα πόδια, με τα χέρια, τον κακοτράχαλο ανήφορο του Θεού, γλίστρησα κι έπεσα, πόσες φορές σηκώθηκα, όλο αίματα, και ξανάρχιζα ν’ ανηφορίζω; 
Που να βρω μια ψυχή σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη σαν τη ψυχή μου, να της ξομολογηθώ;…
…. Χτίζεται ο θεός, έβαλα κι εγώ το δικό μου κόκκινο πετραδάκι, μια στάλα αίμα, να τον στερεώσω, να μη χαθεί, να με στερεώσει, να μη χαθώ, έκαμα το χρέος μου.
Έχετε γεια.

Νίκος Καζαντζάκης (Αναφορά στον Γκρέκο)