Μια λέξη πάντα, σε όλη μου τη ζωή, με τυραννούσε και με μαστίγωνε. Η λέξη Ανήφορος. Τον ανήφορο αυτόν θα ‘θελα εδώ, με αλήθεια μαζί και φαντασία, να παραστήσω. Και τις κόκκινες πατημασιές που αφήκε το ανηφόρισμά μου. Και βιάζουμαι, προτού φορέσω το «μαύρο κράνος» και κατέβω στο χώμα, γιατί αυτή η αιματοβαμμένη γραμμή θα ‘ναι το μόνο αχνάρι που αφήκε το διάβα μου απάνω στη γης. Ότι έγραψα ή έπραξα γράφτηκε και πράχτηκε επάνω στο νερό και χάθηκε…
… Σε ποιον να πω πόσες φορές σκαρφαλώνοντας με τα πόδια, με τα χέρια, τον κακοτράχαλο ανήφορο του Θεού, γλίστρησα κι έπεσα, πόσες φορές σηκώθηκα, όλο αίματα, και ξανάρχιζα ν’ ανηφορίζω;
Που να βρω μια ψυχή σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη σαν τη ψυχή μου, να της ξομολογηθώ;…
…. Χτίζεται ο θεός, έβαλα κι εγώ το δικό μου κόκκινο πετραδάκι, μια στάλα αίμα, να τον στερεώσω, να μη χαθεί, να με στερεώσει, να μη χαθώ, έκαμα το χρέος μου.
Έχετε γεια.
Νίκος Καζαντζάκης (Αναφορά στον Γκρέκο)
…. Χτίζεται ο θεός, έβαλα κι εγώ το δικό μου κόκκινο πετραδάκι, μια στάλα αίμα, να τον στερεώσω, να μη χαθεί, να με στερεώσει, να μη χαθώ, έκαμα το χρέος μου.
Έχετε γεια.
Νίκος Καζαντζάκης (Αναφορά στον Γκρέκο)