Υποχωρούν με τον καιρό τα όνειρα
τ’ ολόγιομο φεγγάρι γίνεται δρεπάνι
κι αυτή, που μες στο φως του χτενιζότανε,
τώρα πενθεί
κι έχει κλεισμένα τα παράθυρά της.
ΟΙ ΔΥΟ ΛΕΞΕΙΣ
Θ’ αρχίσω με τη λέξη έρωτας
και θα τελειώσω
με τη λέξη χώμα.
Τις ενδιάμεσες,
θαρρώ πως τις μαντεύετε.
ΑΠ’ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
Απ’ το φεγγάρι
μην ελπίζεις άλλο φως.
Αν είναι έτσι χλωμό
και ανεβαίνει κάθε βράδυ λυπημένο,
δε φταίει αυτό.
Φταίει ο άδειος ουρανός
κι ο δρόμος ο συνηθισμένος.
Ο ΑΝΕΜΟΣ ΓΥΡΕΥΟΝΤΑΣ
Ο άνεμος γυρεύοντας
σε τρυφερά κλαδιά να τραγουδήσει
τα τσακίζει.
ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙ
Είναι εκεί
σαν ώριμη οπώρα ξαπλωμένη
με το λαιμό γυμνό,
το στήθος της σαν πίδακας
και συ
σκυμμένος πάνω της,
σαν πάνω από γκρεμό,
να θες να πιείς
και να καταποντίζεσαι.
Η ΜΕΡΑ ΕΣΒΗΣΕ
Η μέρα έσβησε·
στους κήπους
βασιλεύει ερημιά
και το σκοτάδι πνίγει
τα τριαντάφυλλα.
Από τη συλλογή «Να εμποδίζεις τις σκιές», που περιλαμβάνεται στην συγκεντρωτική έκδοση «Χρίστος Λάσκαρης - Ποιήματα», δεύτερη έκδοση, εκδ. Γαβριηλίδης, 2009.
Στην εικόνα: Tivadar Kosztka Csontváry, «Coaching in Athens».