3
Σε περιμένω ακόμα κι’ ας το ξέρω πως δε θάρθεις.
Την ώρα αυτή, από μια παλιά συνήθεια, πάντα σκύβω,
φυλλομετρώντας άσκοπα κάνα τυχαίο βιβλίο.
Μα ενώ καλά το ξέρω πως δε θα ξανάρθεις πίσω,
μου αρέσει στον εαυτό μου να υποβάλλω την ιδέα,
πως, κινημένη απ’ την παλιά συνήθεια, θάρθεις πάλι.
Με την ελπίδα της αναμονής στο παραθύρι
σιμώνω κ’ εξετάζω τους διαβάτες που περνούνε.
Μα εσύ το ξέρω πως δε θα φανείς ξανά στο δρόμο.
7
Ήσυχα, απλά χωρίσαμε μιαν ήρεμη απλή νύχτα.
Τ’ ωχρό λειψό φεγγάρι απάνω από την κεφαλή σου
άπλωνε λάμψη εκστατική, του εξαγνισμού στεφάνι.
Όμως γυναίκα αγέρωχη, της αμαρτίας η φλόγα
πράσινη λάμψη ανάδινε απ’ την κόρη των ματιών σου
κι’ ο σαρκασμός σερνότανε λευκός στα ωχρά σου χείλη.
Στο σκοτεινό πλακόστρωτο τα βήματά σου ηχήσαν,
χωρίς μια τύψη μαύρη στην ψυχή σου να ξυπνήσουν.
Έτσι στερνά χωρίσαμε μιαν ήρεμη απλή νύχτα.
8
Μια νύχτα αγρύπνιας πέρασα, πλάι στα θλιμμένα ρόδα.
Η ανάμνησή σου, που άλλοτε τόσο γλυκειά μού εστάθη,
βάραινε εντός μου σαν το μύρο των θλιμμένων ρόδων.
Ήχοι σβησμένοι εφτάνανε απ’ της πολιτείας το βάθος
και, σαν τοξότες μυθικοί, βέλη βουερά τοξεύαν,
να διώξουν την ανάμνηση, που πλάι μου φτερουγούσε.
Τα ρόδα εσκύβανε χλωμά, σε λήθαργο υπνωσμένα,
μα η ανάμνησή σου επίμονα μεθούσε απ’ τ’ άρωμά τους.
Μια νύχτα σκοτεινή νοσταλγικά σ’ αναπολούσα.
10
Τη μουσική φωνή της πια δε θα την ξανακούσω.
Το ευγενικό χαμόγελο, σα φύλλο που ριγούσε
πάνω στα χείλη της, δε θα δονήσει την ψυχή μου.
Όμως μια ελπίδα αστόχαστη με βασανίζει πάντα,
στ’ όνειρο μιας αναμονής μάταιης λικνίζοντάς με,
πως θα ξυπνήσουν την ηχώ πάλι τα βήματά της.
Κι’ ακόμα σα να αισθάνομαι, στου ονείρου μου το βύθος,
τ’ άυλα της δάχτυλα απαλά να εγγίζουν την ψυχή μου.
Μα ένα όνειρο απατηλό πόσο μπορεί να ζήσει;
11
Στη μοναξιά μου πάντοτε θυμούμαι εσέ, Μυρτάλη.
Εψές, που με βαρειά καρδιά έφυγα απ’ το καφενείο,
και βρέθηκα ολομόναχος, θυμήθηκα εσέ πάλι.
Γιατί, γιατί στο πέρασμα του χρόνου όλα ν’ αλλάζουν,
να φεύγουν τα γεράματα και νάρχονται τα νιάτα,
κι’ ο μέγας κύκλος της ζωής να μένει πάντα ο ίδιος;
Σ’ αναλογίζομαι και κλαίω τους έρωτες, Μυρτάλη,
που πέθαναν κι’ αυτούς που ζουν κ’ εκειούς που θάρθουν αύριο.
Μυρτάλη, ο κύκλος της ζωής είναι ο ίδιος πάντα, ο ίδιος.
Από τη συλλογή «Τα ρόδα της Μυρτάλης» (1931) (ενότητα: «Στον ίδιο ρυθμό»)
Πηγή: «Γ. Θ. Βαφόπουλος - Άπαντα τα ποιητικά», εκδ. Παρατηρητής 1990.
Το πορτραίτο του ποιητή φιλοτέχνησε ο Πολύκλειτος Ρέγκος
https://ppirinas.blogspot.com