10.12.21

Νίκος Καρούζος, "Λευκοπλάστης για μικρές και μεγάλες αντινομίες"

ΜΙΚΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Στα έρημα χαράματα των κήπων αραιά
πέφτουν τα δάκρυα των άστρων.
Αναλάμπει ο αρχαίος υμέναιος
η ολκή του θανάτου.

Την ώρα που τραβιέμαι απ’ την κόλαση
τίποτα δεν κατορθώνω.

Συνήθισα να κλονίζομαι.
Στις πικρές θάλασσες το νερό υποφέρει.

Ξόδεψα μακρινούς περίπατους για να καταλάβω:
Η ζωή δεν έχει τόση ζωή μέσα της·
όλο το ζήτημα είναι, να δούμε μονάχα
πού βγάζει τις φλόγες.
Τότε προσεχτικά πλησιάζουμε
κρατώντας μια χαρτοσακκούλα
και τη γεμίζουμε.

Όταν παιδέψεις τώρα δα μια πεταλούδα δεν το βλέπεις
αλλ’ αργότερα κάπου θα πονέσει ο πολιτισμός.
Όταν τα δέντρα μεσ’ στους κήπους
πλέκουν το αεράκι του θέρους
ο άνθρωπος που διαιρεί με πληγώνει.

Στον ήλιο τώρα εξαφανίσου. Μέχρι πότε
θα παίζει ο σκοπός με τα εμπόδια;
Μέχρι πότε θα βλέπεις τη μύγα
να σεργιανίζει απάνω στη ζάχαρη;
Σε ονόμασα βήματα για ν’ αστράφτει
ανήλιαγος ο νόμος
που συχνά θυμίζει στην αφή
πως ο δρόμος δεν υπάρχει.

Σύμβολο και πραγματικότητα − η ίδια φτώχεια.
Στον ήλιο τώρα εξαφανίσου για φανέρωση.


Όταν δίνεις ένα φιλί στο εικονοστάσι
φιλάς τη ζωή
κι αυτό φτάνει.


ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ

Κομμένος όπως το λουλούδι μεσ’ στο βάζο
θα ζούσε το απόλυτο κι ο άνθρωπος χωρίς να ζει.
Θα ’τανε χιόνι απάτητο
βροχή που πήρε άλλη απόφαση
και δε θα πέσει.
Θα ’τανε μια πασίλευκη
και ώριμη σιγή που ξεσκεπάζει
πως η γαλήνη ειν’ ο θεός λέξη προς λέξη
δίχως να περισσεύει τίποτα.
Έτσι μιλούσα βλέποντας
εξαίσια ρόδινες ορτανσίες άσπρες και γαλάζιες
ωσάν κομμώσεις θεαινών,
χρυσαφικές αλλόφρονες
μπετίνες και ελισαβέτες
με τα ωραία σκήπτρα τα αναρριχώμενα
μιλούσα βλέποντας
τα χιονόσφαιρα και τα μπαλέτα
τις ανοιγμένες ταϊτές τούς μπακαράδες
όταν ουρλιάζει τρυφερά στην ομορφιά της η κλοξίνια
και ξεθυμαίνουν από κίτρινα μικρά καμώματα
χαώδεις οι πρασινάδες
με τους ατλαντικούς απόκοσμες ασκληπιάδες
και τους φιλάδελφους στην ίδιαν αποκάλυψη
στον ίδιο φανερωτικό βωμό της Δήμητρας
όπως η μοβ εκείνη κληματίδα που μ’ εκπλήττει
μόνη της
ανασκευάζοντας τη νύχτα και τ’ αστέρια
η μοβ εκείνη του αέρα κρύπτη.
Βρισκόμαστε ποτέ πιο πάνω απ’ τ’ αστέρια;
Χαιρόμαστε ποτέ το φως απ’ τη μαυρίλα;
Ή μήπως είδαμε για ένα έστω δευτερόλεπτο
τη σιωπή σωστά καθισμένη;
Θρήνος που είναι τ’ άνθη στα δάχτυλά μας
κι άχραντο σκοτάδι!
Λαβωμένος απ’ το φεγγάρι με μάλαμα
βλέπω καλύτερα πόσο
φθονούμε την καθαρή θνητότητα
που ’χει βαθειά και τόσο ξάστερη
κομμένο το λουλούδι μεσ’ στο βάζο...
Νεάνιδες θροΐζουν ευγενικά
στην απεραντοσύνη του έρωτα
και τι γοργά χαράματα όταν φυσήξει ο χάρος!
Πολύχρωμοι
στην υψωμένη τους ερημία
θροΐζουν οι γλαδίολοι.




Από τη συλλογή «Λευκοπλάστης για μικρές και μεγάλες αντινομίες» (1971).
Πηγή: «Νίκος Καρούζος - Τα ποιήματα Α΄ (1961-1978)», εκδ. Ίκαρος, 5η έκδοση, 2013.