Θεούλη μου, τι σου ‘λθε να μ’ αγιάσης;
νομίζεις πως θα μ’ έμελε καθόλου,
αν ήθελες κι εμένα να κολάσης
και μ’ έστελλες παρέα του διαβόλου;
Μ’ αρέσει ο Παράδεισος, αλήθεια,
χωρίς δουλειά σκοτώνω τον καιρό,
βλέπω αγίους γύρω μου σωρό,
διαβάζω συναξάρια, παραμύθια,
κι ακούω και τραγούδια θεϊκά,
μα έλα πάλι που δεν έχετε συνήθεια
να λέτε κι ένα δυο πολιτικά!
Συ κυβερνάς για πάντα με γαλήνη
και ώρα απ’ τον θρόνο σου δεν πέφτεις…
Ας ήτο δυνατόν Θεός να γίνη
και άλλος σαν και σένα, λίγο ψεύτης,
να μοιρασθή των ουρανών τ’ ασκέρι,
να πάνε και με κείνον οι μισοί,
να έρχεται αυτός, να πέφτης συ,
να γίνεται λιγάκι νταραβέρι…
Μα όλα εδώ είναι τακτικά,
ο ουρανός Θεό εσένα ξέρει,
και δεν μιλούν πολιτικά!
Εδώ που μ’ ησυχία όλοι ζούνε,
για μένα είναι κόλαση μεγάλη,
πολιτικά τ’ αυτιά μου ας ακούνε,
κι ας είμαι και στην κόλαση, χαλάλι!
Αν είχες εις το νου να με κολάσης,
και μ’ έφερες κοντά σου για ποινή,
να! κόλασις για μέ αληθινή…
Μα, φθάνει πια, Θεέ μου, μη με σκάσης,
και διώξε με, στο λέω παστρικά,
γιατί αλλιώς στιγμή δεν θα ‘συχάσεις…
και μόνος θα μιλώ πολιτικά!
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ (1853-1919)