Ἐκεῖνοι ποὺ μὲ πλήγωσαν ἦταν ἀγαπημένοι.
Τὴν πίκρα μου τὴ βάσταξα.
Μοῦ δίνεις καὶ τὴν ξένη.
Μ᾿ ἀπαρνηθῆκαν οἱ χαρές.
Μ᾿ ἀπαρνηθῆκαν οἱ χαρές.
Δὲν τὶς γυρεύω πίσω.
Προσμένω τὰ χειρότερα.
Προσμένω τὰ χειρότερα.
Εἶν᾿ ἁμαρτία νὰ ἐλπίσω.
Σὰν εὐτυχία τὴν ἀγαπῶ τῆς νύχτας τὴ φοβέρα.
Στὴν πόρτα μου ἄλλος δὲν χτυπᾷ κανεὶς ἀπ᾿ τὸν ἀγέρα.
Δὲν ἔχω δόξα.
Σὰν εὐτυχία τὴν ἀγαπῶ τῆς νύχτας τὴ φοβέρα.
Στὴν πόρτα μου ἄλλος δὲν χτυπᾷ κανεὶς ἀπ᾿ τὸν ἀγέρα.
Δὲν ἔχω δόξα.
Εἶν᾿ ἥσυχα τὰ ἔργα ποὺ ἔχω πράξει.
Ἄκουσά τη γλυκιὰ βροχή.
Ἄκουσά τη γλυκιὰ βροχή.
Τὴ δύση ἔχω κοιτάξει.
Ἔδωκα στὰ παιδιὰ χαρές, σὲ σκύλους λίγο χάδι.
Ζευγᾶδες καλησπέρισα ποὺ γύριζαν τὸ βράδυ.
Τώρα δὲν ἔχω τίποτα νὰ διώξω ἢ νὰ κρατήσω.
Δὲν περιμένω ἀνταμοιβή.
Ἔδωκα στὰ παιδιὰ χαρές, σὲ σκύλους λίγο χάδι.
Ζευγᾶδες καλησπέρισα ποὺ γύριζαν τὸ βράδυ.
Τώρα δὲν ἔχω τίποτα νὰ διώξω ἢ νὰ κρατήσω.
Δὲν περιμένω ἀνταμοιβή.
Πολύ ῾ναι τέτοια ἐλπίδα.
Εὐδόκησε ν᾿ ἀφανιστῶ χωρὶς νὰ ξαναζήσω...
Σ᾿ εὐχαριστῶ γιὰ τὰ βουνὰ καὶ γιὰ τοὺς κάμπους ποὺ εἶδα.
Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940)
(ἀπὸ Τὰ θεῖα δῶρα)
Εὐδόκησε ν᾿ ἀφανιστῶ χωρὶς νὰ ξαναζήσω...
Σ᾿ εὐχαριστῶ γιὰ τὰ βουνὰ καὶ γιὰ τοὺς κάμπους ποὺ εἶδα.
Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940)
(ἀπὸ Τὰ θεῖα δῶρα)