15.8.21

Ευριπίδης. Ο νεότερος από τους τρεις μεγάλους τραγικούς της αρχαιότητας

Βιογραφικά Στοιχεία
Ο νεότερος από τους τρεις μεγάλους τραγικούς της αρχαιότητας, που αποτελεί την τελευταία μεγάλη αναλαμπή της τραγικής τέχνης στην αρχαία Ελλάδα. Ο Ευριπίδης, ο “από σκηνής φιλόσοφος”, παρουσιάζει ένα έργο επιβλητικό και ακατάλυτο από τους αιώνες που το χαρακτηρίζει ο στοχασμός και η ψυχογραφική ικανότητα.

Τη μέρα που οι Έλληνες νικούσαν τον περσικό στόλο στη Σαλαμίνα, στις 20 Σεπτεμβρίου 480 π.Χ., ερχόταν στη ζωή ένα βρέφος που επρόκειτο να γράψει στην ιστορία του ελληνικού πολιτισμού και του ελληνικού πνεύματος μιαν άλλη λαμπρή σελίδα: ο Ευριπίδης. Την ίδια μέρα ο Αισχύλος, 45 χρονών τότε, είχε τραυματιστεί βαριά, πολεμώντας τους βαρβάρους, και ο Σοφοκλής, δεκαεξάχρονος έφηβος, ήταν αρχηγός του χορού, που πανηγύριζε τη μεγάλη νίκη. Η ωραία αυτή παράδοση για τη γέννηση του Ευριπίδη, που τη διέσωσε ο Πλούταρχος στα “Ηθικά” του, συνδέει σε μια μέρα τους τρεις ομοτέχνους, που τα ονόματά τους αποτελούν υπέροχο τρίπτυχο που κλείνει μέσα του και εκφράζει την κορυφαία ανάπτυξη του αρχαίου ελληνικού θεάτρου.

Στα νεότερα χρόνια την παράδοση αυτή ήρθε να την ανατρέψει το “Πάριο χρονικό”, σύμφωνα με το οποίο ο Ευριπίδης γεννήθηκε το 486/84. Η αξιοπιστία της πηγής αυτής οδηγεί σε αμφισβήτηση της παράδοσης, γεγονός όμως μένει ότι μια κοινή μοίρα συνέδεσε τους τρεις τραγικούς ποιητές, που στα μέσα του Χρυσού Αιώνα είχαν στήσει την τραγωδία σε ασάλευτα θεμέλια και την είχαν ανεβάσει σε ύψη αξεπέραστα ως σήμερα.

Πέντε ανώνυμοι “Βίοι”, οι κακεντρεχείς υπαινιγμοί του κωμωδοποιού Αριστοφάνη, ένα σημείωμα του λεξικού της Σούδας και λίγες άλλες σκόρπιες μαρτυρίες μας δίνουν τις πληροφορίες από τις οποίες μπορούμε να παρακολουθήσουμε τη ζωή του μεγάλου φιλοσόφου της σκηνής. Για τον πατέρα του Μνήσαρχο ή Μνησαρχίδη και τη μητέρα του Κλειτώ, οι ειδήσεις είναι αντιφατικές.

Κατά τον Αριστοφάνη, ο πατέρας του ήταν “κάπηλος” ( μικρέμπορος) και η μητέρα του πουλούσε λάχανα. Ο ιστορικός όμως Φιλόχορος, του 3ου αι. πΧ. (που την μαρτυρία του παίρνουμε από τη Σούδα) μας λέει ότι οι γονείς του Ευριπίδη ήσαν εκ “των σφόδρα ευγενών”. Οπωσδήποτε, κι αν δεν είχε την αριστοκρατική καταγωγή του Αισχύλου, ούτε ανήκε σε ανώτερη αστική τάξη, όπως ο Σοφοκλής, θεωρείται βέβαιο πως η οικογένειά του ήταν εύπορη αρκετά, πράγμα που εξηγεί και την καλή διαπαιδαγώγηση και μόρφωσή του, που δεν ήταν διαφορετική από τη μόρφωση των πλουσίων νέων της Αθήνας.

Συγκεντρωμένος στις μελέτες του ο Ευριπίδης, μακριά από συντροφιές συνομηλίκων του, “σκυθρωπός και σύννους και αυστηρός και μισόγελως”, όπως μας λέγει ένας ανώνυμος βιογράφος του, συμπλήρωνε τις σπουδές του με δικά του ξεχωριστά διαβάσματα. Στις πολλές αρετές του οφείλεται το ότι από τα παιδικά του χρόνια τιμήθηκε με αξιώματα: έγινε “πυρφόρος” του Ζωστηρίου Απόλλωνος και “οινοχόος” στους ιερούς χορούς γύρω στο ναό του Δηλίου Απόλλωνος.

Στην αρχή τον τράβηξε ο αθλητισμός και η ζωγραφική. Ο πατέρας του μάλιστα ενίσχυε την κλίση του προς τον αθλητισμό, γιατί είχε πάρει χρησμό πως ο γιος του θα στεφανωθεί σε δημόσιους αγώνες, πράγμα που δε μπορούσε να φανταστεί πως θα γινόταν σε αγώνες ποιητικούς. Λέγεται ότι διακρίθηκε στο “παγκράτιο”(πάλη και πυγμή), αργότερα, όμως, επηρεασμένος από το σοφιστή Πρόδικο και τον Αναξαγόρα στράφηκε οριστικά στη φιλοσοφία και την ποίηση. Ο “αμειδής και σκυθρωπός” νέος άκουσε επίσης μαθήματα από τον Πρωταγόρα και από το φυσικό Αρχέλαο. Αναμφισβήτητα η επίδραση των σοφών αυτών στη διαμόρφωση του πνεύματός του υπήρξε ευεργετική, περισσότερο όμως ωφελήθηκε παρακολουθώντας τη διδασκαλία του Σωκράτη, με τον οποίο ήταν και πολύ στενός φίλος και επί χρόνια δεχόταν τις συμβουλές του. Ήταν ακόρεστη η δίψα του για μάθηση και είναι πολύ χαρακτηριστικό για τη φιλομάθειά του πως είχε καταρτίσει μια από τις πλουσιότερες ιδιωτικές βιβλιοθήκες της αρχαιότητας.

Ο βιογράφος του Αύλος Γέλλιος δίνει την πληροφορία, ότι την πρώτη τραγωδία του την έγραψε σε ηλικία 18 ετών. Τίποτε όμως περισσότερο δεν ξέρουμε γι’ αυτό το έργο του και μόλις το 445 ξέρουμε θετικά πως ο Ευριπίδης έλαβε μέρος στους δραματικούς αγώνες με μια τετραλογία, που το ένα έργο της είχε τον τίτλο“Πελιάδες”. Ήρθε τότε τρίτος, μα δεν απογοητεύτηκε. Αντίθετα, με περισσότερη επίμονή συνέχισε το γράψιμο και το 442 έλαβε το πρώτο βραβείο. Σε όλη τη ζωή του, μολονότι δεν έπαυε να γράφει, μόνο τέσσερις φορές βραβεύτηκε. Το αθηναϊκό κοινό, ασυνήθιστο σε θεατρικούς νεωτερισμούς, επιφυλακτικό στην αποδοχή των ιδεών του, δεν τον θεωρούσε άξιο για βράβευση. Όχι λίγο συντελούσε σε αυτό και η σφοδρή πολεμική του Αριστοφάνη, που δεν έχανε ευκαιρία να το διακωμωδήσει και να τον ειρωνευτεί. Μόνο μετά το θάνατό του, βρήκε ο Ευριπίδης τη θέση που του ταίριαζε και έγινε ο πιο αγαπητός δραματικός ποιητής των Αθηναίων και των άλλων Ελλήνων.

Πικραμένος από τους συμπολίτες του και προπαντός, από τις ειρωνείες των συγχρόνων κωμικών, έφυγε από την Αθήνα, γέρος πια, με σκοπό να εγκατασταθεί στη Θεσσαλική Μαγνησία, όπου πήγε το 408. Αμέσως όμως τον κάλεσε στην Πέλλα ο φιλόμουσος βασιλιάς της Μακεδονίας Αρχέλαος, που στην αυλή του είχαν συγκεντρωθεί ονομαστοί συγγραφείς και καλλιτέχνες, ο ποιητής Αγάθων, ο ζωγράφος Ζεύξις, ο μουσικός Τιμόθεος και πιθανόν ο ιστορικός Θουκυδίδης. Εκεί ο Ευριπίδης, για να τιμήσει τον προστάτη του βασιλιά, έγραψε τον “Αρχέλαο”, που αποτελούσε εγκώμιο στον Ηρακλείδη Αρχέλαο, πρόγονο του φιλότεχνου ηγεμόνα. Τον ίδιο χρόνο έγραψε και τις “Βάκχες”, έργο που το προόριζε να παιχτεί στο θέατρο της Πέλλας.

Ξαφνικά τον βρήκε ο θάνατος το 407 ή κατ’ άλλους το 406. Μια παράδοση λέγει πως τον ξέσκισαν τα σκυλιά κατά τη διάρκεια ενός κυνηγιού και η ανεπιβεβαίωτη αυτή πληροφορία θέλει ίσως να συμβολίσει το σπαραγμό της ψυχής του από τους μοχθηρούς και ειρωνικούς αντιπάλους του.

Ο θάνατος του προκάλεσε οδύνη. Ο Σοφοκλής ντύθηκε πένθιμα και παρουσίασε το χορό χωρίς στεφάνια. Κοντά στην Αμφίπολη, στην Αρέθουσα, όπου θάφτηκε, του ύψωσε ο Αρχέλαος λαμπρό μνημείο, που έγινε προσκυνητάρι των θαυμαστών του. Και οι Αθηναίοι, αν και δεν πήραν τα λείψανά του, με όλο που τα ζήτησαν, ανήγειραν προς τιμήν του κενοτάφιο κοντά στα Μακρά Τείχη και χάραξαν επίγραμμα, συνθεμένο από τον ιστορικό Θουκυδίδη ή από το ποιητή Τιμόθεο.

Ο Ευριπίδης νυμφευμένος δυο φορές, πρώτα με τη Μελιτώ και ύστερα με τη Χοιρίνη – γυναίκες ανάξιες του μεγάλου ποιητή – άφησε τρεις γιους: το Μνησαρχίδη, που έγινε έμπορος, το Μνησίλοχο, που έγινε ηθοποιός και το συνονόματό του Ευριπίδη, που πήρε την ποιητική φλέβα του πατέρα του κι έγινε δραματικός ποιητής. Μισογύνη, ακοινώνητο και απαισιόδοξο τον έκαναν τα οικογενειακά του ατυχήματα και η έλλειψη κατανοήσεως από τους συγχρόνους του. Οι βιογράφοι του λένε πως είχε στη Σαλαμίνα μια σπηλιά, αντίκρυ στο πέλαγος, όπου πήγαινε, “φεύγων τον όχλον”, για να στοχαστεί και να γράψει. Λυπημένοι μας δείχνουν την έκφρασή του και οι προτομές του, που τον απεικονίζουν σε γεροντική ηλικία, με αραιά άτακτα μαλλιά, βαθύ και συγκεντρωμένο βλέμμα, ισχνά μάγουλα. Το στόμα του έχει ένα σφίξιμο πόνου και όπως είπε ένας νεότερος μελετητής του έργου του “η φυσιογνωμία του δείχνει περισσότερο την αυστηρή σκυθρωπότητα του λεπτολόγου ηθικολόγου, παρά τη δημιουργική ευθυμία του θεόπνευστου ποιητή”.

Το έργο του

Ο Ευριπίδης, υπηρετώντας πενήντα χρόνια τις Μούσες, έγραψε 88 δράματα, δηλαδή 22 τετραλογίες και είναι αξιοπαρατήρητο πως ο αριθμός αυτός συμπίπτει περίπου με τον αριθμό των έργων που αποδίδονται και στον Αισχύλο από αρχαίους βιογράφους. Τα περισσότερα χάθηκαν, ξέρουμε όμως τους τίτλους κι έχουμε σύντομα αποσπάσματα μερικών απ’ αυτά.
Τα χαμένα έργα του, σε αλφαβητική σειρά, είναι:
Αιγεύς
Αίολος
Αλέξανδρος
Αλκμέων δια Ψωφίδος
Αλκμέων ο δια Κορίνθου
Αλκμήνη
Αλόπη
Ανδρομέδα
Αντιγόνη
Αντιόπη
Αρχέλαος
Αύγη
Αυτόλυκος
Βελλερεφόντης
Βούσυρις
Γλαύκος
Δανάη
Δίκτυς
Επειός
Ερεχθεύς
Ευρυσθεύς
Θερισταί
Θησεύς
Θυέστης
Ινώ
Ιξίων
Ιππόλυτος καλυπτόμενος
Κάδμος
Κερκυών
Κρεσφόντης
Κρήσσαι
Κρήτες
Λάμια
Λικύμνιος
Μελανίππη η σοφή
Μελανίππη η δεσμώτις
Μελέαγρος
Μυσοί
Οιδίππους
Οινεύς Οινόμαος
Παλαμήδης
Πειρίθους
Πελιάδες
Πηλεύς
Πλεισθένης
Πολύιδος
Πρωτεσίλαος
Ραδάμανθυς
Σθενέβοια
Σίσυφος
Σκύλλα
Σκύριοι
Συλεύς
Τέννης
Τήλεφος
Τημενίδαι
Τήμενος
Υψιπύλη
Φαέθων
Φιλοκτήτης
Φοίνιξ
Φρίξος
Χρύσιππος

Ακέραια σώθηκαν δεκαεννιά δράματα του Ευριπίδη:

Άλκηστις (438 π.Χ.)

Το έργο εκτυλίσσεται στις Φερές της Θεσσαλίας μπροστά στα ανάκτορα του Αδμήτου. Έχει φτάσει η ώρα που είναι γραμμένο να πεθάνει ο βασιλιάς των Φερών Άδμητος, αλλά είναι δυνατό να παραμείνει στη ζωή αν κάποιος δικός του δεχτεί να πεθάνει στη θέση του η γυναίκα του Άλκηστη δέχεται να πεθάνει για να σωθεί ο άντρας της και κλείνεται μέσα στο παλάτι. Καθώς οι ώρες περνούν κι οι δυνάμεις της εξαντλούνται, βγαίνει μισοπεθαμένη στη σκηνή για ν’ αποχαιρετήσει τον ήλιο, τη φύση, το σπίτι της. Δίπλα της τα δυο της παιδιά και ο άντρας της, που την υποβαστάζει, επιτείνουν τη συγκίνηση των θεατών. Ο Άδμητος την εξορκίζει να μην πεθάνει, μα η Άλκηστη το μόνο που ζητά είναι να μην ξαναπαντρευτεί ο άντρας της. Του παραδίνει ύστερα τα παιδιά της και πεθαίνει πάνω στη σκηνή, ενώ σπαραχτικός ξεσπά ο θρήνος του γιου της Ευμήλου. Ετοιμάζεται η ταφή της, μα ξαφνικά, περαστικός από τις Φερές, εμφανίζεται ο Ηρακλής, εύθυμος και παιχνιδιάρης.
Ο Άδμητος τον φιλοξενεί, δεν του φανερώνει όμως το θάνατο της Άλκηστης και του λέει πως κάποιος ξένος πέθανε στο ανάκτορο. Ανυποψίαστος παραμένει ο Ηρακλής, τρώγοντας, πίνοντας και τραγουδώντας. Έρχεται ο Φέρης, ο πατέρας του Αδμήτου, όπου προσπαθεί να παρηγορήσει το βασιλιά για το χαμό αγαπημένης του. Ο Άδμητος, συντριμμένος από τον πόνο κατηγορεί τον πατέρα του πως δε δέχτηκε να θυσιαστεί εκείνος, ο Φέρης εξοργίζεται και αρχίζει ανάμεσά τους σφοδρή λογομαχία. Ο χορός στο μεταξύ εξακολουθεί να θρηνεί τη βασίλισσα, όταν, ξάφνου, μισομεθυσμένος βγαίνει ο Ηρακλής φιλοσοφώντας. Όταν μαθαίνει το θάνατο της Άλκηστης, υπόσχεται πως θα την αρπάξει από τα χέρια του θανάτου και φεύγει. Επιστρέφει σε λίγο κρατώντας μια γυναίκα σκεπασμένη με πέπλο, την αποκαλύπτει και παρουσιάζεται η Άλκηστη, ενώ ο Ηρακλής, παρά την επιμονή του Αδμήτου, εξαφανίζεται, προτείνοντας να γιορτάσει όλη η χώρα το χαρούμενο γεγονός.
Το δράμα αυτό, με τα κωμικά του στοιχεία – το μεθυσμένο Ηρακλή, τη λογομαχία του Αδμήτου με το Φέρη κ.ά. – πιστεύεται πως ήταν το τελευταίο δράμα τετραλογίας και είχε τη θέση σατυρικού δράματος.

Ανδρομάχη (420-417 π.Χ.)

Μετά το θάνατο του Έκτορα, η γυναίκα του Ανδρομάχη γίνεται σκλάβα του γιου του Αχιλλέα Νεοπτολέμου, με τον οποίο γεννά ένα παιδί το Μολοσσό. ΟΝεοπτόλεμος όμως παντρεύεται σε λίγο διάστημα τη Σπαρτιάτισσα Ερμιόνη, που ζηλεύει την Ανδρομάχη και την κατηγορεί ότι με τα μαγικά της βότανα την έκανε άτεκνη. Στο πρώτο επεισόδιο η λογομαχία των δύο γυναικών είναι έντονη και ο μικρός Μολοσσός έχει κρυφτεί για να μην τον σκοτώσει η νόμιμη γυναίκα του Νεοπτολέμου. Τον βρίσκει ο Μενέλαος, που καλεσμένος από την κόρη του Ερμιόνη έρχεται από τη Σπάρτη και απειλεί πως θα φονεύσει ή αυτόν ή την Ανδρομάχη. Η Ανδρομάχη προτιμά να πεθάνει για να γλιτώσει το παιδί της και ο Μενέλαος δίνει εντολή στους υπηρέτες να ετοιμάσουν το φόνο, ενώ και για το θάνατο του Μολοσσού αποφασίζει η Ερμιόνη.
Σε λίγο μάνα και παιδί οδηγούνται στο θάνατο, μέσα σε σπαραχτικό θρήνο. Και ενώ η συγκίνηση φτάνει στο υψηλότερο σημείο της εμφανίζεται ο πατέρας του Αχιλλέα, ο Πηλεύς, που τους σώζει και φεύγουν μαζί. Στο μεταξύ η Ερμιόνη, που φοβάται πως θα την τιμωρήσει ο Νεοπτόλεμος στην επιστροφή του από τουςΔελφούς, αποφασίζει ν’ αυτοκτονήσει, την προλαβαίνει όμως η σκλάβα παραμάνα της. Ξαφνικά και τελείως απροσδόκητα μπαίνει στη σκηνή ο Ορέστης. Η Ερμιόνη, βλέποντας τον παλιό αρραβωνιαστικό της, τον ικετεύει να τη βοηθήσει και να τη σώσει από την οργή του Νεοπτολέμου. Φεύγουν μαζί για τους Δελφούς και σε λίγο ένας αγγελιοφόρος έρχεται περιγράφοντας με ζωηρά χρώματα το φόνο του Νεοπτολέμου, που σχεδόν αμέσως τον φέρνουν οι δούλοι νεκρό στον πάππο του τον Πηλέα. Ενώ ο Πηλέας ξεσπά σε σπαραχτικό θρήνο, εμφανίζεται “από μηχανής” η γυναίκα του θεά Θέτις, που συμβουλεύει να παύσουν οι θρήνοι, να ταφεί ο Νεοπτόλεμος στους Δελφούς, που θα τον κάμει αθάνατο, και να φύγει η Ανδρομάχη για τη Μολοσσία.

Βάκχαι (405 π.Χ.)

Ο Διόνυσος, παίρνοντας ανθρώπινη μορφή φτάνει στη Θήβα, ύστερα από μεγάλη αποδημία στην Ασία, με την ακολουθία του, τις Βάκχες, και σκοπεύει να τιμωρήσει το βασιλιά των Θηβών Πενθέα και τη μητέρα του Αγαύη, που αρνήθηκαν να δεχτούν τη λατρεία του. Ο Διόνυσος διατάζει τις Βάκχες να χτυπούν τα φρυγικά τους τύμπανα γύρω από τα ανάκτορα του Πενθέα. Ο γέροντας Κάδμος και ο μάντης Τειρεσίας, που αναγνωρίζουν το Διόνυσο, του κάκου προσπαθούν να πείσουν τον Πενθέα να δεχτεί τη λατρεία του. Ο βασιλιάς διατάζει να δέσουν το Διόνυσο και να τον φυλακίσουν κοντά στο στάβλο του παλατιού. Ο Διόνυσος δέχεται ήρεμος την υπερφίαλη ενέργεια του Πενθέα, αλλά σε λίγο κρημνίζει με σεισμό τα ανάκτορα προσπαθώντας και πάλι ν’ αλλάξει τη γνώμη του βασιλιά.
Στο σημείο αυτό φτάνει αγγελιοφόρος από τον Κιθαιρώνα, όπου οι Βάκχες, χωρισμένες σε τρεις θιάσους, οργιάζουν. Στην αφήγηση του αγγελιοφόρου ο Πενθεύς εξοργίζεται και απειλεί να εξολοθρεύσει την ακολουθία του Διονύσου. Υπνωτισμένος από το Διόνυσο οδηγείται στον Κιθαιρώνα και οι Βάκχες, με επί κεφαλής τη μητέρα του Αγαύη, που είχε δεχτεί πια τη νέα λατρεία τον κατασπαράζουν σε μια στιγμή παρανοϊκού πάθους, χωρίς να κάμπτονται από τις τραγικές ικεσίες του. Ο Κάδμος ξαναφέρνει την Αγαύη στα λογικά της, που θρηνεί διαπιστώνοντας πως εκείνη σκότωσε το γιο της.
Οι “Βάκχες” είναι από τα συγκλονιστικότερα δράματα του Ευριπίδη, με λυρικότατο διάλογο. Ήταν προορισμένες να παιχτούν στην αυλή του βασιλιά της Μακεδονίας Αρχελάου, αλλά το έργο παρουσιάστηκε στην Αθήνα, μετά το θάνατο του Ευριπίδη. Τις “Βάκχες” τις θαύμαζε ο Γκαίτε, ο οποίος μετέφρασε αριστουργηματικά το θρήνο της Αγαύης.

Εκάβη (425 π.Χ.)

Το έργο αυτό, που δονείται από έντονο ψυχικό πάθος, ομόφωνα θεωρείται σαν ένα από τα θαυμαστότερα δημιουργήματα του θεάτρου όλων των αιώνων. Αποτελείται από δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος οι γυναίκες της Τροίας – και μαζί τους η γυναίκα του Πριάμου Εκάβη – πέφτουν σκλάβες στα χέρια των Ελλήνων μετά την καταστροφή της Τροίας. Στην επιστροφή τους οι νικητές σταματούν στη Θρακική χερσόνησο, που βασιλιάς της ήταν ο Πολυμήστωρ, φίλος του Πριάμου και της Εκάβης. Εκεί η σκλάβα βασίλισσα – και κυρίως από το σημείο αυτό αρχίζει το δράμα – πληροφορείται πως οι Έλληνες έχουν αποφασίσει να σφάξουν στον τάφο του Αχιλλέα την κόρη της Πολυξένη.

Η συντριβή της μητέρας, που εκδηλώνεται με ικεσίες προς τον Οδυσσέα και με γοερό θρήνο, μετριάζεται από την ευψυχία και τη γαλήνη, με την οποία η Πολυξένη οδηγείται στο θάνατο. Η τραγική μητέρα, ωστόσο, δεν παύει να θρηνεί. Σε λίγο ο κήρυκας Ταλθύβιος έρχεται να πει στην Εκάβη να παραλάβει την κόρη της και της αφηγείται τις λεπτομέρειες της θυσίας. Αλλά και καινούργια συμφορά περιμένει τη σκλάβα βασίλισσα. Μια υπηρέτρια που έχει πάει στη θάλασσα να φέρει νερό για να πλύνουν το νεκρό σώμα της κόρης, φέρνει επιστρέφοντας στα χέρια της νεκρό το γιο της Εκάβης Πολύδωρο, που σταλμένος από τους γονείς του για ασφάλεια στη Θράκη, κατά τη διάρκεια των μαχών, είχε φονευτεί από τον Πολυμήστορα και είχε ριχτεί στο πέλαγος. Η Εκάβη μπροστά στο θέαμα αναλύεται σε οδυρμούς και μέσα στον πόνο της σκέπτεται πως να εκδικηθεί τον Πολυμήστορα, για την ενοχή του οποίου δεν έχει καμιά αμφιβολία.
Σ’ αυτό το σημείο έρχεται ο Αγαμέμνων και βρίσκεται μπροστά στο θέαμα της Εκάβης, που ολοφύρεται πεσμένη πάνω στο νεκρό παιδί της. Ηρεμεί σε λίγο και παρακαλεί τον Αγαμέμνονα να τη βοηθήσει να εκδικηθεί το φονιά. Ο Αγαμέμνονας διστάζει στην αρχή, μα τελικά την αφήνει να πραγματοποιήσει το σχέδιο της. Η Εκάβη καλεί τον Πολυμήστορα με τα παιδιά του, τάχα για σοβαρή υπόθεση, τον οδηγεί σε μια σκηνή για να του μιλήσει και σε λίγο ακούγονται οι κραυγές και οι πονεμένες επικλήσεις του. Η διπλοχαροκαμένη μάνα βγαίνει με τις άλλες σκλάβες και αναγγέλλει η ίδια την πράξη της. Τυφλωμένος παρουσιάζεται ο Πολυμήστωρ και καθώς ακούει τον Αγαμέμνονα να δικαιολογεί την Εκάβη, μέσα στο σκοτάδι του πάθους του καταριέται και προμαντεύει στην Εκάβη και τον Αγαμέμνονα τις συμφορές που θα δοκιμάσουν στη ζωή τους.

Ελένη (412 π.Χ.)

Η υπόθεση του έργου αυτού εκτυλίσσεται στην Αίγυπτο, κοντά στον τάφο του Πρωτέα. Σε αυτό το δράμα παρουσιάζεται μια Ελένη ολότελα διαφορετική από την άπιστη σύζυγο του Μενελάου. Ο μύθος εδώ στηρίζεται σε μια πληροφορία του Ηροδότου, σύμφωνα με την οποία ο Πάρης φεύγοντας για την Τροία δεν πήρε μαζί του την ίδια την Ελένη, αλλά ένα ζωντανό είδωλό της. Η πραγματική Ελένη με τη βοήθεια της Ήρας πήγε στην Αίγυπτο για να τη φυλάξει ο συνετός βασιλιάς Πρωτέας. Όταν όμως ο Πρωτέας πέθανε, ο γιος του Θεοκλύμενος την πιέζει να την κάμει γυναίκα του, μα η Ελένη αρνείται μένοντας πιστή στον άντρα της που πολεμά στην Τροία.
Για ν’ απαλλαγεί από το Θεοκλύμενο καταφεύγει στον τάφο του Πρωτέα, όπου από μια καλή σύμπτωση συναντιέται με το Μενέλαο, που επιστρέφει από τον πόλεμο ύστερα από επτάχρονη περιπλάνηση και περιπέτειες στα πελάγη. Αποφασίζουν να διαδώσουν πως ο Μενέλαος πνίγηκε. Με τη βοήθεια της Θεονόης, αδελφής του Θεοκλύμενου, που ο αγνός και προφητικός χαρακτήρας της προκαλεί άμετρη συμπάθεια, ξεγελούν το μνηστήρα και φεύγουν η Ελένη κι ο Μενέλαος για τη Σπάρτη. Οι Διόσκουροι εμφανίζονται “από μηχανής” και σώζουν τη Θεονόη από την οργή του αδελφού της.


Ηλέκτρα (413 π.Χ.)

Στην τραγωδία των “Χοηφόρων” του Αισχύλου και της “Ηλέκτρας” του Σοφοκλή ο μύθος είναι διαφορετικός από ό,τι στον Ευριπίδη. Ο Αίγισθος και ηΚλυταιμνήστρα παντρεύουν την Ηλέκτρα με ένα φτωχό γεωργό κοντά στο Άργος, που μη θεωρώντας τον εαυτό του άξιο νάχει γυναίκα του μια βασιλοπούλα, είναι άντρας της μόνο κατά τύπους. Ένα πρωί που η Ηλέκτρα πάει να φέρει νερό από το ποτάμι παρουσιάζονται στη σκηνή ο Ορέστης και ο Πυλάδης. Την ώρα που οΟρέστης λέει πως ήρθε για να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του, βλέπει μια γυναίκα – την Ηλέκτρα – να πλησιάζει φορτωμένη με μια στάμνα και να θρηνεί το νεκρό πατέρα της και τον ξενιτεμένο αδελφό της. Καθώς η Ηλέκτρα βλέπει ξαφνικά τους δύο ξένους τρομάζει, αλλά ο Ορέστης την πλησιάζει και της λέει πως είναι φίλος του αδελφού της και της φέρνει νέα του.
Η Ηλέκτρα παίρνει θάρρος και βεβαιώνει τον άγνωστό της νέο πως θέλει, όταν γυρίσει ο αδελφός της, να σκοτώσουν τον Αίγισθο και τη μητέρα της. Επιστρέφει από τα χωράφια ο άντρας της Ηλέκτρας που φιλοξενεί στην καλύβα του και περιποιείται τους δυο νέους. Η αναγνώριση των δύο αδελφών γίνεται σε λίγο και μαζί σχεδιάζουν το φόνο. Σ’ ένα περίφημο μονόλογο ο αγγελιοφόρος αναγγέλλει το φόνο του Αιγίσθου από τον Ορέστη, ο οποίος βγαίνει στη σκηνή κρατώντας το νεκρό, προσφέροντάς τον στην αδελφή του. Στο μεταξύ φτάνει και η Κλυταιμνήστρα και ύστερα από μια λογομαχία με την Ηλέκτρα φονεύεται από τα παιδιά της. Την ώρα που η Ηλέκτρα και ο Ορέστης μετανιώνουν για την πράξη τους, εμφανίζονται οι Διόσκουροι “από μηχανής” και διατάζουν τον Ορέστη να παρουσιαστεί στον Άρειο Πάγο για να κριθεί και την Ηλέκτρα να παντρευτεί τον Πυλάδη.
Το σημείο του δράματος όπου πραγματοποιείται ο φόνος έχει τόση δύναμη, ώστε έχει λεχθεί ότι και μόνο η σκηνή αυτή να σωζόταν από όλο το έργο του Ευριπίδη έφτανε για να τον θεωρούμε κορυφαίο τραγικό.

Ηρακλείδαι (430-427 π.Χ.)

Το δράμα αυτό είχε πολιτικό σκοπό. Τα παιδιά του Ηρακλή, μαζί με τον Ιόλαο, ανεψιό της αδελφής του, και την Αλκμήνη, καταδιωγμένα από το βασιλιά τωνΜυκηνών Ευρυσθέα καταφεύγουν στην Αθήνα. Ο βασιλιάς των Αθηνών Δημοφών, γιος του Θησέα, τα προστατεύει. Στηριζόμενος σε ένα χρησμό, σύμφωνα με τον οποίο θα νικούσε τον Ευρυσθέα αν θυσιαζόταν μια ευγενής κόρη, κηρύσσει εναντίον του τον πόλεμο, αφού προηγουμένως η Μακαρία, κόρη του Ηρακλή, θυσιάζεται για την κοινή σωτηρία. Ο Ευρυσθέας συλλαμβάνεται και οδηγείται στην Αλκμήνη που τον κατηγορεί για την απανθρωπιά του και τον απειλεί με θάνατο. Ο Ευρυσθέας είναι αρκετά περήφανος και δεν υπολογίζει το θάνατο, και προφητεύει ότι το νεκρό σώμα του θα γίνει προπύργιο και φύλακας της χώρας, αν κάποτε εκστρατεύσουν εναντίον της οι απόγονοι των Ηρακλειδών. Το έργο αυτό θεωρείται από τα πιο αδύνατα του Ευριπίδη, συγκινεί όμως πολύ το σημείο που η Μακαρία προσφέρεται να θυσιαστεί. Ο ποιητής θέλησε να κατηγορήσει την αχαριστία των Δωριέων της Πελοποννήσου, που καμάρωναν πως είναι απόγονοι των Ηρακλειδών, αλλά και να ενθαρρύνει τους Αθηναίους στις αρχές του Πελοποννησιακού πολέμου, κυρίως με την προφητεία του Ευρυσθέα στο τέλος του δράματος.

Ηρακλής (424-420 π.Χ.)

Όπως και η Εκάβη έτσι και το δράμα αυτό αποτελείται από δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος ο πεθαμένος Ηρακλής ανεβαίνει από τον Άδη για να σώσει τη γυναίκα, τον πατέρα του και τα παιδιά του από την οργή του βασιλιά των Θηβών Λύκου, που σκοπεύει να τα σκοτώσει. Φονεύει το Λύκο μέσα στο ανάκτορο και δημιουργείται η εντύπωση πως στο σημείο αυτό τελειώνει το δράμα. Ενώ όμως οι θεατές ανακουφίζονται στην ιδέα πως τα δεινά του Ηρακλή έχουν οριστικά απομακρυνθεί, εμφανίζεται ξαφνικά η Λύσσα, σταλμένη από την Ήρα, και τρελαίνει τον Ηρακλή. Τρελός ο ήρωας, που τόσο αγωνίστηκε για να μη δει τα παιδιά του νεκρά, τα σκοτώνει νομίζοντάς τα παιδιά του Ευρυσθέα, σκοτώνει επίσης τη γυναίκα του και πάρα λίγο και τον Αμφιτρύωνα, που τον προστάτευε η Αθηνά. Όταν συνέρχεται και αντιλαμβάνεται τη μεγάλη του συμφορά, μετανοεί και ζητεί να αυτοκτονήσει αλλά τον σώζει ο φίλος του Θησέας και τον παίρνει μαζί του στην Αθήνα για εξαγνισμό.
Βάση του έργου είναι η οργή της Ήρας εναντίον του Ηρακλή, που θέλει να τον βασανίζει συνεχώς με κινδύνους και περιπέτειες, ακόμα και μετά το θάνατό του, επειδή με τόση επιτυχία έφερε σε πέρας τους άθλους που υποχρεώθηκε να πραγματοποιήσει. Η εμφάνιση της Λύσσας δημιουργεί στους θεατές δέος, και παθητικότατη είναι η σκηνή που ο Ηρακλής συνέρχεται από την τρέλα του και θέλει να αυτοκτονήσει.</p>

Ικέτιδες (420-421 π.Χ.)

Όπως οι “Ηρακλείδες” έτσι και οι “Ικέτιδες” έχουν πολιτικό σκοπό και η υπόθεσή τους είναι παρμένη από το θηβαϊκό κύκλο. Το όνομα του έργου οφείλεται στο χορό, που αποτελείται από τις μητέρες των Αργείων λοχαγών, που έπεσαν μπροστά στα τείχη των Θηβών.
Ο Κρέοντας δεν επέτρεψε να ταφούν οι νεκροί και οι μητέρες τους έρχονται στο Θησέα, το βασιλιά της Αθήνας, παρακαλώντας τον να μεσιτεύσει στον Κρέοντα για την ταφή των παιδιών τους. Τις συνοδεύει ο Άδραστος, που προσπαθεί με τα λόγια του να πείσει το Θησέα, ο οποίος πραγματικά στέλνει κήρυκα στον Κρέοντα και τον παρακαλεί να υποχωρήσει. Πριν όμως ξεκινήσει ο κήρυκας, φτάνει απεσταλμένος του Κρέοντα με την εντολή να διωχτούν ο Άδραστος και οι μητέρες των λοχαγών. Ο Θησέας, οργισμένος, κηρύσσει τον πόλεμο εναντίον των Θηβαίων, τους νικά, παίρνει τους νεκρούς και τους θάβει στην Ελευσίνα. Την ώρα που τα πτώματα καίονται η Ευάδνη, σύζυγος του Καπανέα, ορμά στη φωτιά και καίγεται με τον άντρα της. Τη στάχτη την παίρνουν τα παιδιά των λοχαγών, αλλά η Αθηνά παρουσιάζεται και διατάζει το Θησέα να μη δώσει την στάχτη αν δεν ορκιστεί ο Άδραστος ότι ποτέ το Άργος δε θα πολεμήσει εναντίον των Αθηνών.</p>

Ιππόλυτος (428 π.Χ.)
Ο γιος του Θησέα Ιππόλυτος περιφρονεί την Αφροδίτη και λατρεύει την Άρτεμη, θεά της αγνότητας. Η Αφροδίτη, που παρουσιάζεται στον πρόλογο αναγγέλλει ότι ο Ιππόλυτος θα καταστραφεί, γιατί δεν υπέκυψε στον έρωτα και μαζί του θα εξοντωθεί η μητριά του Φαίδρα, που είναι ανόσια ερωτοχτυπημένη με τον πρόγονό της. Πράγματι σε λίγο μπαίνει στη σκηνή η Φαίδρα άρρωστη, αναστενάζοντας και παραληρώντας. Προσπαθεί να κρύψει τον πόθο της για τον Ιππόλυτο και αυτό την κάνει να υποφέρει περισσότερο.
Μόνο ύστερα από επίμονες ερωτήσεις της παραμάνας η Φαίδρα εξομολογείται την αιτία της αρρώστιας της κι η παραμάνα προθυμοποιείται να τη βοηθήσει. Τρέχει και φανερώνει στον Ιππόλυτο τον έρωτα της μητριάς του, μα ο αγνός νέος αποκρούει με αγανάκτηση τις προτάσεις της και βγαίνει οργισμένος στη σκηνή βρίζοντας το γένος των γυναικών. Η Φαίδρα, που ακούει τις φωνές του Ιππολύτου, απελπισμένη αλλά και ντροπιασμένη, αποφασίζει να πεθάνει. Πράγματι σε λίγο απαγχονίζεται μέσα στο παλάτι και ο Θησέας, που γυρίζει εκείνη την ώρα από ταξίδι τη βρίσκει στη νεκρική κλίνη. Βλέπει στο χέρι της ένα γράμμα, που διαβάζοντάς το μαθαίνει με φρίκη πως αιτία του θανάτου της είναι ο Ιππόλυτος, που τάχα τόλμησε να την πειράξει. Ο Θησέας γεμάτος οργή για το γιο του, που τον θεωρεί ένοχο, παρακαλεί τον Ποσειδώνα να τον εξολοθρεύσει.
Καθώς σε λίγο συναντά τον Ιππόλυτο, τον κατηγορεί για το θάνατο της Φαίδρας, μα ο δύστυχος νέος σωπαίνει, γιατί είχε ορκιστεί στην παραμάνα πως δε θα μιλήσει ποτέ σε κανέναν για την πρότασή της. Έτσι, μέσα στο βουβό του δράμα, ο Ιππόλυτος φεύγει. Στη φυγή του όμως κτυπιέται από τον Ποσειδώνα και μένει ετοιμοθάνατος σε μιαν ακρογιαλιά. Την ώρα που τον φέρνουν πίσω παρουσιάζεται “από μηχανής” η Άρτεμηκαι λέει την αλήθεια στον άτυχο πατέρα. Ο Ιππόλυτος βασανίζεται από φρικτούς πόνους και ενώ η Άρτεμηπροσπαθεί να τον παρηγορήσει επαινώντας τον για τη στάση του, ο Ιππόλυτος πεθαίνει στα χέρια του συντριμμένου πατέρα του.

Ιφιγένεια εν Αυλίδι (405 π.Χ.)

Ο ελληνικός στόλος, έτοιμος για την εκστρατεία της Τροίας, έχει μαζευτεί στον κόλπο της Αυλίδος της Βοιωτίας. Μια πρωτοφανής όμως νηνεμία τον κρατεί ακίνητο και ο Αγαμέμνων με το Μενέλαο καταφεύγουν στον μάντη Κάλχα ρωτώντας τον τι πρέπει να κάμουν για να φυσήξει ευνοϊκός άνεμος. Ο Κάλχας λέγει πως είναι οργισμένη η Άρτεμη, γιατί ο Αγαμέμνων σκότωσε μια ωραία ελαφίνα και για να εξιλεωθεί η θεά πρέπει να θυσιαστεί η κόρη του, η Ιφιγένεια. Ο Αγαμέμνων στην αρχή αρνιέται, αλλά μεταπείθεται από τον αδελφό του Μενέλαο και στέλνει γράμμα στην Κλυταιμνήστρα να έρθει με την κόρη της, για να την παντρέψει τάχα με τον Αχιλλέα. Σε λίγο στέλνει δεύτερο γράμμα και τους ειδοποιεί να μην έρθουν, και το δεύτερο αυτόν απεσταλμένο τον βρίσκει ο Μενέλαος και του παίρνει το γράμμα. Έτσι, έρχεται η Κλυταιμνήστρα με την Ιφιγένεια και τον μικρό Ορέστη.
Ο Αγαμέμνων προσπαθεί να μη δείξει τη στενοχώρια του, ενώ η κόρη του, αθώα και ανύποπτη γι’ αυτό που θα της συμβεί, τον συντρίβει ψυχικά με τα λόγια της. Προσπαθεί να στείλει πίσω την Κλυταιμνήστρα, μα εκείνη δε θέλει να φύγει. Ξαφνικά μπαίνει στη σκηνή ο Αχιλλέας, ανυποψίαστος και αυτός, για να πει στον Αγαμέμνονα πως ή πρέπει να ξεκινήσουν ή να διαλυθούν. Τότε το σχέδιο του Αγαμέμνονα αποκαλύπτεται και η Κλυταιμνήστρα παρακαλεί τον Αχιλλέα να τη βοηθήσει για να σωθεί η Ιφιγένεια. Ο Αχιλλέας υπόσχεται ότι θα εμποδίσει τη θυσία με κάθε τρόπο. Οι δυο γυναίκες ικετεύουν τον Αγαμέμνονα να ματαιώσει το φονικό σχέδιό του, μα εκείνος μένει αλύγιστος, γιατί με τη θυσία αυτή θα σωθεί η Ελλάδα. Κι όμως η ψυχή του είναι πληγωμένη για την τρομερή δοκιμασία που του επεφύλαξαν οι θεοί. Η Ιφιγένεια το παίρνει απόφαση και περήφανη βαδίζει προς τη θυσία. Αποχαιρετά την Κλυταιμνήστρα, λέει λόγια πονεμένα που αφήνει τη φύση και τη ζωή, μα προχωρεί καρτερικά.
Η πομπή της θυσίας έχει απομακρυνθεί αρκετή ώρα, όταν ένας αγγελιοφόρος έρχεται τρέχοντας. Αφηγείται πως την ώρα που ο ιερέας ετοιμαζόταν να κατεβάσει το μαχαίρι στο σώμα της κόρης, η Άρτεμις έστειλε μια ελαφίνα που το αίμα της ράντισε το βωμό, ενώ η Ιφιγένεια πέταξε στους ουρανούς. Ο Αγαμέμνονας, που γυρίζει σε λίγο, βεβαιώνει την πληροφορία του αγγελιοφόρου και στέλνει την Κλυταιμνήστρα στο Άργος, ενώ ο χορός εύχεται στο βασιλιά να γυρίσει νικητής από την Τροία.</p>


Ιφιγένεια εν Ταύροις (412 π.Χ.)
Η υπόθεση του έργου αυτού αποτελεί συνέχεια στην “Ιφιγένεια εν Αυλίδι”. Η ηρωίδα τη στιγμή που θυσιαζόταν αρπάχτηκε από την Άρτεμη, η οποία την έστειλε στη φιλόξενη χώρα των Ταύρων (τη σημερινή Κριμαία), και την έβαλε ιέρεια στο ναό της. Εκεί η Ιφιγένεια είχε ως έργο της να οδηγεί στη θυσία τους ξένους, που η τρικυμία τους ανάγκαζε να προσορμίζονται στην Ταυρική και που σύμφωνα μ’ ένα βάρβαρο νόμο έπρεπε να θυσιάζονται στο βωμό της θεάς. Μια νύχτα βλέπει ένα παράξενο όνειρο που την κάνει να πιστέψει πως ο αδελφός της Ορέστης πέθανε και ετοιμάζεται το πρωί να του αποδώσει τις νεκρικές τιμές. Ενώ σε αυτό το σημείο βρίσκεται το δράμα, στη σκηνή παρουσιάζονται δυο νέοι: ο ένας είναι ο Ορέστης, που έρχεται στη βάρβαρη χώρα ύστερα από χρησμό του Απόλλωνα για να πάρει το άγαλμα της Αρτέμιδος και να το φέρει στην Αθήνα. Ο άλλος νέος είναι ο στενός του φίλος Πυλάδης. Βλέπουν τρομαγμένοι τα σημάδια των θυσιών, καταλαβαίνουν πως βρίσκονται στο ναό της Άρτεμης και κρύβονται για να μη γίνουν αντιληπτοί. Η Ιφιγένεια στο μεταξύ, με δεκαπέντε σκλάβες Ελληνίδες, θρηνεί τον αδελφό της και προσφέρει τις νεκρικές σπονδές στη σκιά του. Ένας βουκόλος την ώρα εκείνη την πληροφορεί πως βρέθηκαν δυο ξένοι κρυμμένοι στα βράχια κι ο βασιλιάς τους στέλνει για θυσία. Οι δυο νέοι ξένοι, οδηγούνται με τα χέρια δεμένα στην Ιφιγένεια, που τους λυπάται και τους συμπονεί. Το δράμα αρχίζει να γίνεται συνταρακτικό. Η Ιφιγένεια μαθαίνει μόνο του Πυλάδη το όνομα, αλλά τίποτε δεν υποψιάζεται. Ζητεί όμως πληροφορίες για το Άργος, για τον Αγαμέμνονα, τηνΚλυταιμνήστρα και τον Ορέστη – μα ο Ορέστης δεν αποκαλύπτεται. Της λέγει όμως ότι ζουν όλοι οι δικοί της και η Ιφιγένεια τρισχαρούμενη αφήνει τους θρήνους και θέλει να σώσει τον ένα από τους δύο νέους για να στείλει γράμμα στο Άργος. Ο Ορέστης προσφέρεται να θυσιαστεί για να γυρίσει πίσω ο Πυλάδης, που με τόση αυταπάρνηση είχε έρθει μαζί του στην Ταυρική. Όσο κι αν στην αρχή ο Πυλάδης αρνείται, στο τέλος πείθεται από τον Ορέστη, υποχωρεί και ακολουθεί ένας συγκινητικότατος αποχαιρετισμός των δυο φίλων. Την ώρα όμως που η Ιφιγένεια φέρνει το γράμμα και παραγγέλνει προφορικά στον Πυλάδη τι θα πει στους δικούς της, η αναγνώριση γίνεται. Οι δυο αδελφοί, σαν σε όνειρο, ζουν σε πέλαγος ευτυχίας και σχεδιάζουν να δραπετεύσουν. Όταν ο Θόας, ο βασιλιάς της Ταυρικής, αντιλαμβάνεται τη δραπέτευσή τους προστάζει τους κατοίκους να τρέξουν να προλάβουν το πλοίο, αλλά η θεά Αθηνά εμφανίζεται “από μηχανής” και τον διατάζει να μην τους εμποδίσει, γιατί εκτελούν χρησμό του θεού Απόλλωνα.


Ίων (418 π.Χ.)

Η Κρέουσα, κόρη του βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα, γεννά τον Ίωνα από κρυφό γάμο με το θεό Απόλλωνα. Το νεογέννητο το παίρνει ο Ερμής και το πηγαίνει στουςΔελφούς, όπου η Πυθία το παραλαμβάνει για να το αναθρέψει. Η Κρέουσα και ο θνητός σύζυγός της Ξούθος ρωτούν το μαντείο των Δελφών γιατί δεν κάνουν παιδιά και ο Απόλλων, που θέλει να γίνει ο γιος του βασιλιάς, δίνει χρησμό πως όποιον συναντήσει ο Ξούθος βγαίνοντας από το μαντείο είναι ο γιος του από προηγούμενο γάμο. Συναντά τον Ίωνα και τον παίρνει μαζί του στην Αθήνα. Η Κρέουσα ζηλεύει και θέλει να δηλητηριάσει το παιδί της, που το θεωρεί νόθο, αλλά ο Ίων σώζεται με τη βοήθεια των θεών και θέλει να εκδικηθεί την Κρέουσα, αγνοώντας πως είναι μητέρα του. Η Αθηνά αποκαλύπτει ότι πραγματικός πατέρας του είναι ο Απόλλων και το δράμα τελειώνει με έπαινο του θεού.
Ο Ευριπίδης με το έργο αυτό θέλησε να υπενθυμίσει στους Αθηναίους την καταγωγή τους από το βασιλιά της Αττικής Ερεχθέα και παρ’ όλη τη δύσκολη πλοκή του, πράγμα, για το οποίο ο ποιητής εμφανίζει δύο φορές τον “από μηχανής” θεό, είναι αρκετά δυνατό, με έντονες δραματικές συγκρούσεις.

Κύκλωψ (428-425 π.Χ.)

Είναι το μόνο γνήσιο σατυρικό δράμα που μας έχει διασωθεί ολόκληρο και η υπόθεσή του είναι παρμένη από το σχετικό περιστατικό που μας περιγράφει ο Όμηροςστην “Οδύσσεια”. Ο Ευριπίδης επινοεί ορισμένες τροποποιήσεις στο μύθο, για να δικαιολογηθεί η παρουσία των Σατύρων.
Οι Σάτυροι σε ένα ταξίδι με το Διόνυσο βγήκαν στις ακτές της Σικελίας, στη χώρα των Κυκλώπων. Ο Σιληνός προλογίζοντας το έργο παραπονιέται για τα μαρτύρια που υποφέρει υπηρετώντας τον Πολύφημο. Διακρίνεται σε λίγο ο Οδυσσέας, που πλησιάζει με τους συντρόφους του, ναυαγισμένος. Προσφέρει στο Σιληνό και στους Σατύρους κρασί και αυτοί του δίνουν αρνιά, τυρί και γάλα. Ο Πολύφημος, που επιστρέφει από κυνήγι, βλέπει την κίνηση και ρωτά τι συμβαίνει. Όταν μαθαίνει ποιοι είναι τους διατάζει να μπουν στο σπήλαιό του, όπου καταβροχθίζει δυο συντρόφους του. Ο Οδυσσέας τυφλώνει τον Κύκλωπα και φεύγει σώζοντας τους υπόλοιπους συντρόφους του, το Σιληνό και τους Σατύρους.

Μήδεια (431 π.Χ.)

Από τα πιο δυνατά έργα του Ευριπίδη, που όλοι οι κριτικοί το θεωρούν σαν ένα από τα συγκλονιστικότερα και παθητικότερα δράματα του παγκοσμίου θεάτρου.
Η Μήδεια, μάγισσα, κόρη του Αιήτη, βασιλιά της Κολχίδας, ερωτεύεται τον Ιάσονα, που έχει πάει να πάρει το χρυσόμαλλο δέρας. Τον βοηθάει στην προσπάθειά του και φεύγει μαζί του για την Κόρινθο, όπου όμως ο Ιάσων την εγκαταλείπει και παντρεύεται τη Γλαύκη, κόρη του βασιλιά της Κορίνθου Κρέοντα. Ο Ιάσων θέλει να διώξει τη Μήδεια και τα δυο παιδιά τους και εκείνη, ταπεινωμένη αλλά παράφορα ερωτευμένη, συλλαμβάνει την ιδέα να εκδικηθεί σκληρά τον άπιστο άντρα της και να πεθάνει κατόπιν.
Οργισμένη απευθύνεται στον Ιάσονα που της συνιστά να φύγει αμέσως και με περιφρόνηση απαντά στην κυνική πρόταση που της κάνει να τη βοηθήσει στη φυγή της. Από την Κόρινθο περνά ο Αιγέας, βασιλιάς της Αθήνας, που προσφέρεται να τη φιλοξενήσει στη χώρα του. Η Μήδεια τώρα, έχοντας εξασφαλίσει τη φυγή της, σχεδιάζει τις λεπτομέρειες του εγκλήματός της. Καλεί τον Ιάσονα, τάχα για να του ζητήσει συγγνώμη για τα λόγια που είπε και για να του αναγγείλει πως θα απομακρυνθεί, αρκεί τα παιδιά της να μείνουν στην Κόρινθο. Στέλνει μάλιστα στη Γλαύκη δώρα με τα παιδιά της για να την καλοπιάσει να μεσολαβήσει στον Ιάσονα. Η νεόνυμφη βασίλισσα δέχεται χαρούμενη τα δώρα και τα παιδιά ξαναγυρίζουν στη σκηνή.
Η Μήδεια τώρα παλεύει ανάμεσα στη ζήλια και στη μητρική στοργή, μα η οργή της είναι πιο δυνατή από την αγάπη στα παιδιά της. Και έτσι, ενώ ένας αγγελιοφόρος έρχεται και λέγει πως η Γλαύκη πέθανε περιτρυγιρισμένη από τις φλόγες που έβγαλαν τα μαγεμένα δώρα μόλις τ’ άγγιξε και μαζί της ο πατέρας της Κρέοντας, η Μήδεια ολοκληρώνει την εκδίκησή της προς τον Ιάσονα σκοτώνοντας και τα παιδιά τους μέσα στο παλάτι. Ο Ιάσων μανιασμένος ετοιμάζεται να σκοτώσει τη Μήδεια, μα εκείνη φεύγει κι έρχεται στην Αθήνα πάνω σε αμάξι που το σέρνουν φτερωτοί δράκοντες.</p>


Ορέστης (408 π.Χ.)
Ο μητροκτόνος Ορέστης, ύστερα από το φόνο της Κλυταιμνήστρας και του Αιγίσθου, πρόκειται να καταδικαστεί σε θάνατο από τους Αργείους. Παρακαλεί το Μενέλαο να τον βοηθήσει, αλλά αυτός, δειλός και ιδιοτελής, του απαντά ότι δε μπορεί, γιατί φοβάται τους εξαγριωμένους Αργείους. Ύστερα από την καταδίκη αποφασίζει να σκοτώσει την Ελένη για να εκδικηθεί το Μενέλαο, οι θεοί όμως την αρπάζουν στους ουρανούς.
Στρέφει τότε την οργή του εναντίον της κόρης του Μενελάου Ερμιόνης, αλλά εμφανίζεται “από μηχανής” ο θεός Απόλλων που τον πείθει να πάρει γυναίκα την Ερμιόνη και του υπόσχεται ότι με την πράξη του αυτή θα καθαριστεί από το μίασμα και θα βασιλεύσει στο Άργος. Έτσι το δράμα τελειώνει απροσδόκητα, πριν έρθει η “κάθαρση”, και αυτός είναι ο λόγος που το έργο θεωρείται από τα κατώτερα του Ευριπίδη, μολονότι τα πλούσια σκηνικά του το έκαμαν αγαπητό στους συγχρόνους του.

Ρήσος (424 π.Χ.)
Το δράμα αυτό δεν είναι βέβαιο αν είναι έργο του Ευριπίδη, αν και οι περισσότεροι φιλόλογοι το θεωρούν οπωσδήποτε δικό του. Η υπόθεσή του είναι παρμένη από τη ραψωδία Κ της “Ιλιάδος” και εκτυλίσσεται στην Τροία.
Ο Έκτορας μαθαίνοντας ότι οι Αχαιοί ετοιμάζονται να φύγουν, στέλνει, ύστερα από συμβουλές του Αινεία, το Δόλωνα για να τους κατασκοπεύσει. Στο μεταξύ ένας βοσκός των Θρακών, έρχεται να βοηθήσει τους Τρώες και ο Ρήσος που φτάνει σε λίγο, εκφράζει την επιθυμία να μονομαχήσει με τον Αχιλλέα ή τον Αίαντα. Επειδή είναι αργά, κοιμάται. Ο κατάσκοπος Δόλων φονεύεται από τον Οδυσσέα και το Διομήδη, που έρχονται προς τη σκηνή του Έκτορα.
Ο κατάσκοπος Δόλων φονεύεται από τον Οδυσσέα και το Διομήδη, που έρχονται προς τη σκηνή του Έκτορα. Η Αθηνά τους συμβουλεύει να φονεύσουν το Ρήσο και εκτελούν την παραγγελία της, αλλά ο Οδυσσέας παραλίγο να φονευτεί από τους Τρώες. Εμφανίζεται η μούσα Τερψιχόρη, μητέρα του Ρήσου και παραλαμβάνει το πτώμα του, κατηγορώντας την Αθηνά ως υπεύθυνη για το θάνατό του.

Τρωάδες (415 π.Χ.)
Ο Ποσειδών και η Αθηνά αποφασίζουν να στείλουν θύελλα για να τιμωρηθούν οι Αχαιοί για τις ανόσιες πράξεις τους κατά την άλωση της Τροίας. Ο κήρυκας Ταλθύβιος αναγγέλλει στην Εκάβη την τύχη των αιχμαλώτων. Η Κασσάνδρα, που έλαχε στον κλήρο του Αγαμέμνονα, παρουσιάζεται στολισμένη σαν νύφη και ψάλλει τον υμέναιο. Προλέγει ύστερα στον Οδυσσέα τις περιπλανήσεις του και θρηνεί γοερά τη στιγμή του αποχωρισμού από τη μητέρα της.
Η Εκάβη και η Ανδρομάχη ολοφύρονται ενώ η Πολυξένη θυσιάζεται στον τάφο του Αχιλλέα. Στο μεταξύ έρχεται ο Μενέλαος, αποφασισμένος να οδηγήσει την Ελένηστη Σπάρτη και εκεί να τη θανατώσει με όλο που η Ελένη προσπαθεί να του ανάψει καινούργιο έρωτα. Έρχεται ο κήρυκας κρατώντας νεκρό το παιδί της Ανδρομάχης, τον Αστυάνακτα. Στο μεταξύ η Τροία καίγεται και οι γυναίκες κατευθύνονται στα πλοία των Αχαιών, μέσα σε θρήνους.
Τα επεισόδια του έργου, όσο και αν δε συνδέονται ανάμεσά τους έτσι που να δημιουργήσουν ενιαία πλοκή, είναι συγκλονιστικά και δημιουργούν συνεχή συγκίνηση στο θεατή.


Φοίνισσαι (409-408 π.Χ.)
Ο Πολυνείκης έρχεται με στρατό μπροστά στα τείχη των Θηβών για να διώξει από την εξουσία τον Ετεοκλή. Η μητέρα τους Ιοκάστη προσπαθεί μάταια να τους συμβιβάσει, και ο μάντης Τειρεσίας λέγει στους Θηβαίους πως τότε μόνο θα νικήσουν αν ο Μενοικέας, ο γιος του Κρέοντα, θυσιαστεί στον Άρη. Ο Κρέων για να σώσει το Μενοικέα, τον διατάζει να πάει στους Δελφούς, αυτός όμως αυτοκτονεί για τη σωτηρία της πατρίδας του. Οι Θηβαίοι νικούν και οι δυο αδελφοί, ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης, φονεύονται σε μονομαχία. Η μητέρα τους αυτοκτονεί και ο Κρέων, ο καινούργιος βασιλιάς, απαγορεύει την ταφή του Πολυνείκη και εξορίζει τον Οιδίποδα και την Αντιγόνη.

Καινοτομίες του Ευριπίδη
Η τραγωδία είχε πάρει την οριστική πια μορφή της, όταν άρχισε να γράφει ο Ευριπίδης. Ο Αισχύλος και ο Σοφοκλής είχαν τελειοποιήσει το είδος αυτό της ποιήσεως που τίποτα πια δεν είχε να προσθέσει κανείς. Τα χορικά και τα διαλογικά μέρη είχαν φτάσει σε αρμονική πληρότητα. Και όμως ο Ευριπίδης, όχι μόνο για να νεωτερίσει, όσο και για να κινηθεί ανετότερα μέσα στους μυθικούς κόσμους, από όπου αντλούσε τα θέματά του, εισήγαγε δυο μεταρρυθμίσεις που τις συναντούμε σχεδόν σε όλα τα έργα του, προπαντός στα τελευταία.
Ο μονόλογος στην αρχή των τραγωδιών του είναι πρόλογος, που εισάγει στην υπόθεση. Ένας θεός ή ένας ήρωας του δράματος παρουσιάζεται στην αρχή και κατατοπίζει το θεατή για τον τόπο που εκτυλίσσεται το έργο για τα πριν από το έργο γεγονότα και για το σημείο στο οποίο βρίσκεται η υπόθεση, κάποτε μάλιστα προχωρεί δίνοντας και τη λύση της τραγωδίας. Το τελευταίο αυτό γίνεται αν εκείνος που προλογίζει είναι θεός, όπως π.χ. στον Ίωνα, στις Βάκχες, στον Ιππόλυτο. Εκ πρώτης όψεως μορφή αυτή του προλόγου φαίνεται να μειώνει το ενδιαφέρον των θεατών, που προκαταβολικά ξέρουν την εξέλιξη της υπόθεσης. Αυτό είναι αλήθεια, πρέπει όμως να σημειωθεί ότι ο πρόλογος αυτός είναι απαραίτητος στην τέχνη του Ευριπίδη. Ο Ευριπίδης δε χρησιμοποιεί τους μύθους στη σταθερή, την απαρασάλευτη μορφή που τους ήξεραν οι Αθηναίοι. Τους μεταβάλλει τολμηρά και κάποτε τελείως αυθαίρετα. Οι ψυχικές καταστάσεις των ηρώων του εξάλλου είναι τόσο σύνθετες μερικές φορές, που θα ήταν αδύνατο να παρακολουθήσει ο θεατής το έργο, χωρίς αυτή την προλογική κατατόπιση. Απελευθερώνεται έτσι ο ποιητής και προχωρεί στην πλοκή, χωρίς το φόβο ότι θα γίνει δυσνόητος.
Ο από μηχανής θεός εμφανίζεται στο τέλος των τραγωδιών του. Ύστερα από μια περίπλοκη εξέλιξη, που τα σφοδρά πάθη των ηρώων του δημιουργούν συγκρούσεις τέτοιες, ώστε ο θεατής να βρίσκεται μπροστά σε αδιέξοδο ψυχικό, εισάγεται “από μηχανής” ένας θεός που δίνει τη λύση. Ο θεός αυτός όχι σπάνια, είναι η έκφραση της ειμαρμένης, που ρυθμίζει την τύχη των ηρώων του. Το νεωτερισμό αυτό όμως δεν το χρησιμοποιεί πάντοτε. Τον βρίσκουμε στον Ορέστη, στον Ιππόλυτο, στον Ίωνα, στην Ιφιγένεια εν Ταύροις, στην Ανδρομάχη, στις Ικέτιδες, στην Ελένη και στην Ηλέκτρα. Στις πρώτες τραγωδίες του ο από μηχανής θεός δεν υπάρχει. Στις τελευταίες του, αντίθετα, έρχεται απότομα να κόψει τις άλυτες περιπλοκές.
Με την καινοτομία αυτή ο Ευριπίδης επιτυγχάνει και εξωτερικά σημαντικά αποτελέσματα: καθώς ο θεός μπαίνει στη σκηνή λαμπρός, επιβλητικός και μεγαλοπρεπής, οι θεατές καταλαμβάνονται από θάμβος και δέος μπροστά στη θεϊκή παρουσία. Εξάλλου στο σημείο που λύνεται το έργο, απότομα και απροσδόκητα, δε μένει απαθής ο θεατής, αλλά στοχάζεται και προεκτείνει τη δράση.

Τα χορικά επίσης του Ευριπίδη πρέπει να σημειωθεί ότι παρουσιάζουν διαφορά από τα χορικά των δύο άλλων μεγάλων τραγικών. Δε δένονται σφιχτά με την υπόθεση, όπως στον Αισχύλο και στο Σοφοκλή, παρά σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Είναι “εμβόλιμα”, που παρεμβάλλονται στο έργο όπως τα σημερινά“ιντερμέντζα”. Συχνά δεν εμπνέονται από τα πάθη των ηρώων και γενικά αποτελούν ένα λυρικό ανάλαφρο παιχνίδισμα του λόγου. Έχουν θέλγητρο και χάρη, είναι πίνακες με ζωηρά χρώματα, εμπνευσμένα από τη φύση ή από παλιούς ξεχασμένους μύθους. Γι’ αυτό σε κανένα σχεδόν χορικό ο Ευριπίδης, που τόσο του αρέσουν τα γνωμικά, δεν επιδιώκει να φιλοσοφήσει. Δημιουργεί έτσι κάτι αντίστοιχο με τα σημερινά διαλείμματα των θεατρικών έργων, προσπαθώντας να φέρει στις ταραγμένες ψυχές των θεατών τη γαλήνη και την ανακούφιση.

Σήμερα ο Ευριπίδης αναγνωρίζεται σαν ο πιο βαθυστόχαστος τραγικός ποιητής, που τη φιλοσοφική του συγκρότηση την έκαμε στίχο κι έθρεψε με τις ιδέες του γενιές και γενιές ανθρώπων. Παίρνοντας τα θέματά του από τους μυθικούς κύκλους, τα προσάρμοσε στην εποχή του και στους ανθρώπους της, στα δικά τους πάθη και στους δικούς της καημούς έτσι, που αν ο Αισχύλος παρουσίαζε τους ήρωες υπερφυσικούς κι ο Σοφοκλής τους έδειχνε όχι όπως ήταν αλλά όπως έπρεπε να είναι, ο Ευριπίδης, ρεαλιστικότερος, τους έβγαζε στη σκηνή φυσικούς (“οιοί εισίν”), χωρίς με αυτό να χάνουν τίποτε από το μεγαλείο τους, χωρίς να φαίνονται“αντιθεατρικοί”.

Δεν υπάρχει δράμα του Ευριπίδη, που να μη φανερώνεται η βαθιά φιλοπατρία του, που δεν έχει μόνο ένα συγκεκριμένο, θεωρητικό χαρακτήρα, αλλά γίνεται συγκεκριμένη ενέργεια μ’ ένα πρακτικό, θα λέγαμε, χαρακτήρα.

Φιλοσοφικός νους ο Ευριπίδης, στοχαστικός και διεισδυτικός, στάθηκε μπροστά στην αρχαία θρησκεία και στους θεούς του Ολύμπου με δισταγμό. Οι στοχασμοί του και η αναζήτηση της πραγματικής ουσίας του θεού τον κάνουν πρόδρομο της χριστιανικής θρησκείας. Γι’ αυτό κι οι Πατέρες της Εκκλησίας (ο Ιουστίνος, ο Κλήμης Αλεξανδρεύς, ο Ιωάννης Δαμασκηνός) δέχτηκαν πολλές απόψεις του, τις θεώρησαν σύμφωνες με τη χριστιανική διδασκαλία και χρησιμοποίησαν αποσπάσματά του στα έργα τους.

Μολονότι ποτέ δεν έλαβε ενεργό μέρος στα πολιτικά πράγματα της πατρίδας του, υπήρξε ένας θεωρητικός της αθηναϊκής δημοκρατίας, που την υμνούσε σε κάθε ευκαιρία. Ούτε στον όχλο ούτε στους ολίγους μπορεί κατά τον Ευριπίδη να στηριχτεί η πολιτεία. Θεμέλιο του πολιτειακού οικοδομήματος είναι η μεσαία τάξη των κτηματιών. Ο πολίτης πρέπει να συμμετέχει στα κοινά, γιατί μόνο σε μια οργανωμένη πολιτεία μπορεί ν’ αναπτυχθεί ο άνθρωπος. Για να σταθεί όμως ψηλά πρέπει να μορφώνεται και να καλλιεργεί αδιάκοπα το πνεύμα του. Οι ραδιούργοι, οι λαοπλάνοι και οι δοκησίσοφοι μόνο σε πολιτείες αμόρφωτων ατόμων επικρατούν και δρουν, κατά τον Ευριπίδη.

“Οικογενειακά δράματα” θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν τα περισσότερα έργα του Ευριπίδη. Η Μήδεια, οι δυο Ιφιγένειες, ο Ιππόλυτος, η Άλκηστις, η Εκάβη, ηΕλένη, η Ηλέκτρα, στηρίζονται σε μια σύγκρουση ή σε μιαν αντίθεση ανάμεσα σε μέλη οικογένειας, χωρίς να παύουν να υπάρχουν μέσα σε αυτά ισχυρότατοι δεσμοί μεταξύ αδελφών ή γονιών-παιδιών. Γι’ αυτό άφθονες αφορμές έχει ο Ευριπίδης να εξάρει τον οικογενειακό θεσμό. Αν υπάρχει η Μήδεια που σκοτώνει τα παιδιά της για ένα ερωτικό πείσμα, υπάρχει όμως η Εκάβη και η Άλκηστις που μας δίνουν ανυπέρβλητο παράδειγμα μητρικής και συζυγικής αφοσίωσης, υπάρχει η Ιφιγένεια εν Ταύροις, όπου η αδελφική στοργή ξεπερνά τα ανθρώπινα μέτρα.

Source: Live-Pedia.gr