Είναι το καλοκαίρι· τώρα που, ύστερ’ απ’ τους ανοιξιάτικους οργασμούς, μεστώνουν οι ορμές.
Τα δόντια, καθώς δαγκώνουν τους καρπούς, λες και βουτάν σε χυμούς ανθρώπινου κορμιού.
Οι επίμονοι ιδρώτες σκορπάν οσμές γονιμικά ερεθιστικές.
Τα λεύτερα κορμιά προσφέρονται στο χάδι του ανέμου, του ήλιου, του ματιού.
Προκαλούν το άγγισμα του χεριού που θα τα ταράξει· γυρεύουν την πανίσχυρη συνουσία, που θα τα λυτρώση από το γενετήσιο εφιάλτη.
Είναι το καλοκαίρι.
Οι άνθρωποι με μάτια ανήσυχα κοιτούν τους ορίζοντες, αναζητώντας το σύννεφο με τη βροχή· λαχταρώντας το δροσερό υετό, που θα τους λυτρώση απ’ τις δυναμικές ατονίες τους.
Με ψυχές λαφιασμένες γυρεύουν ένα παρήγορο ύπνο, που δε λέει να 'ρθει.
Τα κρεβάτια είναι πολύ στενά, τα σεντόνια πολύ ζεστά, τα κορμιά πολύ υγρά.
Η μέρα έρχεται γρήγορα, να ξεδιαλύνη τα πονηρά όνειρα· κι η νύχτα αργά, να χύση βάλσαμο στις ανησυχίες.
Είναι το καλοκαίρι...