—Τίγκα στους πρόσφυγες, είπε.
Οι αποθήκες καπνού, σιτηρών και μεταλλεύματος είχαν επιταχθεί. Εκκλησίες, τζαμιά και σχολεία ήταν γεμάτα από ανθρώπους, ζώα, κουρελούδες και εικονίσματα.
—Άλλο να σας το περιγράφω και άλλο να το βλέπετε, συμπλήρωσε.
Ο Ευγένιος είχε συστήσει στις γυναίκες του σπιτιού να μην κατέβουν στο λιμάνι, ούτε στην πλατεία. Να αποφεύγουν τους πίσω δρόμους και τις συνοικίες.
—Άγρια πράγματα, μονολογούσε. Σαρκοβόρα. Η δυστυχία δύσκολα μπορεί να υπακούσει σε νόμους.
[…] Ανοιχτά στο λιμάνι δέσποζαν ένα εμπορικό πλοίο του Αυστριακού Loyd και ένα μικρότερο τούρκικο. Το όνομα του δεύτερου ήταν γραμμένο στα ελληνικά, Φαναριώτισσα, σε αντίθεση με των υπόλοιπων που ήταν στα τούρκικα. Οι ναύτες του πρώτου παραλάμβαναν από τις μαούνες που το πλεύριζαν αγιορείτικη ξυλεία. Οι άνδρες του δεύτερου παρέδιδαν το υπόλοιπο των προσφύγων.
Στην καπναποθήκη του Κιζί Μινίν, οι πρόσφυγες ήταν κρεμασμένοι από τα παράθυρα. Ορισμένοι είχαν αναρριχηθεί στα τέσσερα στέμματα του στηθαίου.
Οι τρεις όροφοι της αποθήκης των Ιορδάνου ήταν πλημμυρισμένοι. Οι πρόσφυγες είχαν ήδη σχηματίσει τις πολίχνες τους. Κουβέρτες και κουρελούδες κάλυπταν τα μυστικά κάθε οικογένειας από τα αδιάκριτα βλέμματα και προφύλασσαν τα νεαρά κορίτσια και τα αγόρια από τους πεινασμένους για άγουρη σάρκα. Εσοχές των τοίχων και βάσεις δοκαριών δέχονταν τους ανήμπορους και τις αυτοσχέδιες κούνιες των νηπίων. Μυρωδιές σωμάτων, ανέχειας, ιδρώτα και κάτουρου αναμειγνύονταν με το άρωμα του επεξεργασμένου καπνού που ήταν ποτισμένα τα ντουβάρια. Οι αποστεωμένοι κάθε ηλικίας παρέμεναν άγρυπνοι και βουβοί, σαν να μην είχαν ανάγκη από τίποτε. Δεν άπλωναν το χέρι για ζητιανιά.
Οι επισκέπτριες δεν ήξεραν προς τα πού να στρέψουν το βλέμμα. Τι να κοιτάξουν και τι να αποφύγουν. Τα λιγοστά τρόφιμα, ρούχα και σκεπάσματα που είχαν πάρει μαζί τους, ο καβάσης που τις συνόδευε τα ακούμπησε στην αρχή της σκάλας. Τα χέρια του τώρα ήταν άδεια. Όσοι πρόλαβαν να τα μοιραστούν, τους ακολούθησαν με πλήθος ευχαριστιών στα τούρκικα. Η Πλουσία χαμογελούσε αμήχανα, χωρίς να απαντά στη γλώσσα τους. Ούτε να μεταφράζει τις ευχές τους.
Ένας κοντός άντρας, με σκούρα επιδερμίδα και διασταλμένα μάτια, σηκώθηκε από εκεί που ήταν καθισμένος και κατευθύνθηκε προς τον Ιορδάνη. Όρμησε σαν αίλουρος και γαντζώθηκε από το ρούχο του, αιφνιδιάζοντας τους πάντες. Κόλλησε το στόμα στα χείλη του, λες και ζητούσε να τον φιλήσει ή να περάσει την ανάσα του στα σωθικά του άλλου. Βρομούσε. Με βίαιες κινήσεις άρχισε να τον κουνάει μπρος πίσω, παρατεταμένα.
—Πού πήγε η Πολυξένη; ρωτούσε. Πού είναι η Παρθενωπή; ο Παρασκευάς;
Ο Ιορδάνης σαστισμένος δεν ήξερε τι να απαντήσει. Υπέμενε παθητικά τους κλυδωνισμούς, έρμαιο της βίας εκείνου. Ο καβάσης που στεκόταν σε μικρή απόσταση –πανύψηλος, με παχύ μουστάκι, μακριά φουστανέλα, τσαρούχια και φέσι– τινάχτηκε, έτοιμος να παρέμβει. Η Ελένη τον συγκράτησε με μια κίνηση του χεριού της. Η κρίση του άγνωστου δεν είχε, ευτυχώς, διάρκεια. Αφού επανέλαβε, αρκετές φορές, τα ίδια ονόματα, αποτραβήχτηκε. Σύρθηκε μέχρι το σημείο από όπου είχε σηκωθεί και έβαλε το μέτωπο στον τοίχο.
—Τι δουλειά είχαμε εμείς στον Σαγγάριο, τι γυρεύαμε στο Αφιόν Καραχισάρ; αναρωτιόταν μοναχός.
Μην περιμένοντας απάντηση από κανέναν, βάλθηκε να ξύνει με τα νύχια τον τοίχο. Η ηρεμία στο σαλόνι του τρίτου ορόφου είχε επιστρέψει, παραχωρώντας σχετική ευρυχωρία στην καρτερία των προσφύγων• στη βαριά μυρωδιά των πάντων.
Σε μια κόχη, μια νέα γυναίκα είχε βγάλει από την μπλούζα που φορούσε τον έναν της μαστό και θήλαζε το βρέφος της αγκαλιάς της. Εκείνο έσφιγγε με τα χέρια του το βυζί, το ζάρωνε, δάγκωνε τη ρώγα και βύζαινε με βουλιμία.
«Μία γυναίκα, μοναχή, θήλαζε την ελπίδα της με το γάλα της στέρησης», θα περιγράψει η Έλλη στο ημερολόγιό της την εικαστική σύνθεση.
Παραδίπλα, ένα παιδί δώδεκα χρόνων περιποιόταν την άρρωστη μάνα του που ψηνόταν στον πυρετό. Βουτούσε μικρές ψίχες ψωμιού στο νερό και την τάιζε. Όταν την επομένη η Ελένη θα ενδιαφερθεί για την τύχη της, θα πληροφορηθεί πως δεν άντεξε τον πυρετό και την ασιτία και πέθανε. Για το ορφανό δεν θα ρωτήσει τίποτε. Θα συγκρίνει μόνο την ηλικία του με του Κωνσταντίνου της που πέθανε πρώτος, μακαρίζοντας την άγνωστη της Ανατολής που πρόλαβε και έφυγε εκείνη πρώτη.
Κάποιος από το βάθος της αίθουσας φώναξε ένα γέροντα «Ντελή Γιώργη». Τα κεφάλια όλων γύρισαν προς τα κει. Ένας οστεώδης γέροντας, ντυμένος στα μαύρα –κοντογούνι, πουτούρι και σαρίκι– ορμήνευε για κάτι τις δύο θυγατέρες και το γιο του.
Η Έλλη άπλωσε το χέρι να χαϊδέψει το κουρεμένο κεφάλι του αγοριού.
—Από πού έρχεσαι; δεν βρήκε τι άλλο να ρωτήσει.
Δεν πήρε απάντηση.
—Πώς σε λένε; χαμήλωσε να φτάσει στο ύψος του μικρού που δάγκωνε πεισματικά τα χείλη του.
—Τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις; εξάντλησε τις προσπάθειες επικοινωνίας.
—Ιωακείμ, απάντησε στη δεύτερη ερώτηση ο μικρός, σφίγγοντας τις γροθιές του.
Η Έλλη τραβήχτηκε.
Ξανάβαλε στην τσέπη το νόμισμα που επιχείρησε να του δώσει. Η Πλουσία, μέσα από την υγρασία των ματιών της, διέκρινε ένα όμορφο κορίτσι που στεκόταν αμήχανο στη μέση της σάλας. Έδειχνε τρομαγμένο, μην ξέροντας πού να ακουμπήσει. Προσπάθησε να αποσπάσει το βλέμμα της. Εκείνη τραβήχτηκε φοβισμένη. Δεν άντεχε άλλη ταπείνωση και δίπλωσε στα δύο. Η Πλουσία ερμήνευσε την αδυναμία της με κίνηση υποταγής και ντράπηκε. Προφύλαξε με τα χέρια την κοιλιά της και στράφηκε να φύγει. Η Ελένη την κράτησε.
—Έχει δικαίωμα στη δυστυχία, υπερασπίστηκε τη στάση της νέας. Αναλογίσου τον πόνο και το φόβο που της επιβλήθηκε. Την αταξία και το χάος που την περιβάλλει.
Μιλούσε ψιθυριστά, παρότι δεν γνώριζε αν η άγνωστη ήταν σε θέση να την καταλάβει ή όχι.
Με τη βοήθεια της Έλλης σήκωσαν τη νέα και τη στήριξαν. Δεν υπήρχε κανένας συγγενής μαζί της, ήταν μόνη και κρύωνε. Ο Σεπτέμβριος ήταν ζεστός, ιδιαίτερα στον τρίτο όροφο της πλημμυρισμένης από σώματα αποθήκης, αλλά εκείνη κρύωνε.
[…] Στην αποχώρησή τους πέρασαν πίσω από το κτίριο για να μικρύνουν το δρόμο. Έξω από τα κοινά αποχωρητήρια των εργατών είχε σχηματισθεί μια ατέλειωτη σειρά από άνδρες και γυναίκες. Η αναμονή φάνταζε οδυνηρή και ταυτοχρόνως τραγική. Τα παιδιά ανακουφίζονταν πίσω από τους πάγκους και τα τραπέζια του μεσημβρινού γεύματος. Τα πάντα βρομούσαν από τα εκτεθειμένα περιττώματα.
Η Ελένη έβγαλε από την τσάντα της ένα λευκό μαντίλι και με το πρόσχημα ότι σκουπίζει τη μύτη της, έκλεισε τις δύο διόδους και το στόμα της.
—Οι Τούρκοι έφυγαν αποδώ με τις λίρες και όλα τα καλά τους, αγανάκτησε, αθροίζοντας αναδρομικά τις εντυπώσεις της ημέρας.
Στο δρόμο ρώτησαν να μάθουν το όνομα και τον τόπο καταγωγής της ξένης.
Μόλις έφθασαν στο σπίτι η Ιουλία έπεσε λιπόθυμη.
Αξιώτης Διαμαντής, Πλωτές Γυναίκες, Αθήνα, Κέδρος 2002, σ. 113
—Έχει δικαίωμα στη δυστυχία, υπερασπίστηκε τη στάση της νέας. Αναλογίσου τον πόνο και το φόβο που της επιβλήθηκε. Την αταξία και το χάος που την περιβάλλει.
Μιλούσε ψιθυριστά, παρότι δεν γνώριζε αν η άγνωστη ήταν σε θέση να την καταλάβει ή όχι.
Με τη βοήθεια της Έλλης σήκωσαν τη νέα και τη στήριξαν. Δεν υπήρχε κανένας συγγενής μαζί της, ήταν μόνη και κρύωνε. Ο Σεπτέμβριος ήταν ζεστός, ιδιαίτερα στον τρίτο όροφο της πλημμυρισμένης από σώματα αποθήκης, αλλά εκείνη κρύωνε.
[…] Στην αποχώρησή τους πέρασαν πίσω από το κτίριο για να μικρύνουν το δρόμο. Έξω από τα κοινά αποχωρητήρια των εργατών είχε σχηματισθεί μια ατέλειωτη σειρά από άνδρες και γυναίκες. Η αναμονή φάνταζε οδυνηρή και ταυτοχρόνως τραγική. Τα παιδιά ανακουφίζονταν πίσω από τους πάγκους και τα τραπέζια του μεσημβρινού γεύματος. Τα πάντα βρομούσαν από τα εκτεθειμένα περιττώματα.
Η Ελένη έβγαλε από την τσάντα της ένα λευκό μαντίλι και με το πρόσχημα ότι σκουπίζει τη μύτη της, έκλεισε τις δύο διόδους και το στόμα της.
—Οι Τούρκοι έφυγαν αποδώ με τις λίρες και όλα τα καλά τους, αγανάκτησε, αθροίζοντας αναδρομικά τις εντυπώσεις της ημέρας.
Στο δρόμο ρώτησαν να μάθουν το όνομα και τον τόπο καταγωγής της ξένης.
Μόλις έφθασαν στο σπίτι η Ιουλία έπεσε λιπόθυμη.
Αξιώτης Διαμαντής, Πλωτές Γυναίκες, Αθήνα, Κέδρος 2002, σ. 113