Τα παιδιά που ακολουθούν τις μοντέρνες vegan διατροφές είναι πιο κοντά σε ύψος και με πιο αδύναμα οστά, υποστηρίζει νέα μελέτη. Συγκεκριμένα, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα παιδιά ηλικίας πέντε έως 10 ετών που ακολουθούσαν φυτικές διατροφές ήταν κατά μέσο όρο τρία εκατοστά κοντύτερα από εκείνα που κατανάλωναν κρέας. Επιπλέον, τα οστά τους ήταν μικρότερα και λιγότερο δυνατά, γι’αυτό και διέτρεχαν κίνδυνο καταγμάτων και οστεοπόρωσης αργότερα στη ζωή.
Η μελέτη από ερευνητές του Ινστιτούτου Παιδικής Υγείας Great Ormond Street του Πανεπιστημιακού Κολεγίου του Λονδίνου επισημαίνει ότι οι γονείς θα πρέπει να γνωρίζουν τους κινδύνους των χορτοφαγικών διατροφών και ότι τα παιδιά που ακολουθούν τέτοιου είδους διατροφές θα πρέπει να λαμβάνουν συμπληρώματα βιταμίνης Β12 και D για να μειώσουν τις πιθανώς μακροχρόνιες συνέπειες που έχει για την υγεία η φυτική διατροφή κατά την ανάπτυξη.
«Γνωρίζουμε ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι προσελκύονται από τις φυτικές διατροφές για διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων η προστασία των ζώων και η μείωση του ανθρώπινου αποτυπώματος στο κλίμα. Γνωρίζουμε, όμως, και ότι οι έρευνες για τις επιπτώσεις αυτών των διατροφών στην υγεία των παιδιών περιορίζονταν μόνο σε αξιολογήσεις για το ύψος και το βάρος και έχουν πραγματοποιηθεί μόνο σε παιδιά χορτοφάγους. Η μελέτη μας παρέχει σημαντικές πληροφορίες για τα αποτελέσματα υγείας σε παιδιά που ακολουθούν χορτοφαγικές και vegan διατροφές», αναφέρει ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, Jonathan Wells καθηγητής στο UCL.
Η νέα αυτή μελέτη, λοιπόν, εξέτασε 187 υγιή παιδιά 5-12 ετών, εκ ων οποίων τα 63 ακολουθούσαν χορτοφαγική διατροφή, τα 52 vegan διατροφή και τα 72 έτρωγαν τα πάντα. Όπως αναδείχθηκε από τα αποτελέσματα, τα παιδιά της vegan διατροφής ήταν κατά μέσο όρο 3 εκ. κοντύτερα, είχαν κατά 4-6% χαμηλότερο οστικό περιεχόμενο και πάνω από τριπλάσιες πιθανότητες να παρουσιάζουν έλλειψη στη βιταμίνη Β12 σε σχέση με τα παιδιά που έτρωγαν τα πάντα.
«Η μεγιστοποίηση της οστικής υγείας στα παιδιά συστήνεται με στόχο τη μείωση του μελλοντικού κινδύνου οστεοπόρωσης και καταγμάτων. Βρήκαμε ότι τα παιδιά της vegan διατροφής είχαν χαμηλότερη οστική μάζα, ακόμα και μετά την προσαρμογή των δεδομένων σε μικρότερο σωματικό και οστικό μέγεθος. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να μπουν στην εφηβεία με ήδη εδραιωμένη οστική έλλειψη, η οποία αν προκαλείται από μια διατροφή που συνεχίζεται και κατά την εφηβεία, μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο ανεπιθύμητων αποτελεσμάτων στα οστά αργότερα στη ζωή», τονίζει με τη σειρά της η επίσης συγγραφέας και καθηγήτρια, Professor Mary Fewtrell.
Από τη θετική σκοπιά, ωστόσο, τα παιδιά της vegan διατροφής είχαν κατά 25% χαμηλότερα επίπεδα της «κακής»-LDL χοληστερόλης και χαμηλότερα επίπεδα σωματικού λίπους. «Βρήκαμε ότι οι vegan είχαν υψηλότερη πρόσληψη θρεπτικών συστατικών, γεγονός που υποδεικνύει έναν τύπο μη επεξεργασμένης, φυτικής διατροφής, η οποία με τη σειρά της συνδέεται με χαμηλότερο σωματικό λίπος και καλύτερο προφίλ καρδιαγγειακού κινδύνου. Από την άλλη πλευρά, η χαμηλότερη πρόσληψη πρωτεϊνών, ασβεστίου και βιταμινών Β12 και D μπορεί να εξηγεί τις χαμηλότερες συγκεντρώσεις μετάλλων στα οστά και βιταμίνης ορού», προσθέτει η Δρ. Małgorzata Desmond.
Οι ερευνητές ευελπιστούν ότι τα ευρήματά τους θα αναδείξουν την ανάγκη για περαιτέρω συμβουλές ως προς το πώς μπορούν παιδιά και ενήλικες να τρώνε υγιεινά ακολουθώντας φυτικές διατροφές.
ΠΗΓΗ: ΠΕΝΤΑΠΟΣΤΑΓΜΑ