...Ανηφορίζω κατά το αρχαίο θέατρο της Μυτιλήνης. Θυμάμαι τον Γουλιέλμον Δαίρπφελδ, τον επιφανή Γερμανό αρχαιολόγο, τον σύντροφο του Ερρίκου Σλήμαν στα ερείπια της Τροίας, τον φίλο του Κάιζερ. Τον γνώρισα νεώτατος, ανεβαίνοντας μαζί του σ’ αυτό ακριβώς το μέρος, στο αρχαίο θέατρο της Μυτιλήνης, όταν επισκέφθηκε το νησί στα 1930.
Δεκέμβριος του 1930. Ο Δαίρπφελδ, μ’ όλα τα εβδομηνταπέντε του χρόνια, τότε, ήταν ένας γέροντας θαλερός, καλοσυνάτος. Η ματιά του έπεφτε δραστικά στα σπασμένα μάρμαρα σα να τα ανέλυε, ανέτρεχε σε ιστορικά γεγονότα, σε κείμενα αρχαίων συγγραφέων, ερμήνευε την τέχνη, την τεχνική του αρχαίου κόσμου. Με τί κέφι νεανικό, με πόση αγάπη! Μιλώντας για την τεχνική του αρχαίου θεάτρου θυμόταν τον Αριστοφάνη — τη σάτιρα του Πηγάσου που έγινε κάνθαρος, ένας καλοθρεμμένος, στρουμπουλός, βαρβάτος κάνθαρος που τον καβαλίκευαν για να πλησιάσουν τον Θεό.
Έλεγε ο Δαίρπφελδ:
—«Το σχέδιον αυτού εδώ του θεάτρου της Μυτιλήνης επήρεν ο Πομπήιος και έκαμε πανομοιότυπον θέατρον εις την Ρώμην. Επέστρεφε, τότε, ο Πομπήιος από την Ασίαν κατακτητής, και επέρασε από την Μυτιλήνην. Με την πομπώδη συνοδείαν του επήγε εις το θέατρον της Μυτιλήνης, να τον ιδεί ο λαός. Ο κατακτητής ενεθουσιάσθη από την μεγαλοπρέπειαν και την αρχιτεκτονικήν αυτού του θεάτρου, κυρίως από το γεγονός ότι ημπόρεσε να χωρέσει όλην την πομπή της συνοδείας του, ακόμη και τους ελέφαντάς του. Παρήγγειλε εις τους μηχανικούς του να κρατήσουν το σχέδιον. Βάσει αυτού του σχεδίου έγινε, πράγματι, το θέατρον της Ρώμης. Και ο ιστορικός της εποχής του Αυγούστου το αναφέρει, ότι η Ρώμη είχε και θέατρον ελληνικόν.»
Ο Δαίρπφελδ χαμογέλασε ελαφρά:
—«…Επειδή δε ο λόγος περί ελεφάντων, να σας πω τι έγινε προ ημερών εις το Λονδίνον. Εις μίαν αυτοκρατορικήν παρέλασιν, με επικεφαλής τον λόρδον Δήμαρχον, υπήρχον και μερικοί ινδικοί ελέφαντες μαχαραγιάδων. Τα μεγάλα ζώα επερνούσαν σοβαρά και αδιάφορα εμπρός από το πλήθος που τα εκοίταζε, όταν έξαφνα διέκρινον κάτι λεοντάρια. Οι ελέφαντες εμύρισαν τον αέρα, άφησαν την γραμμήν της πομπής, την σοβαρότητα και τον λόρδον Δήμαρχον, και εχίμησαν επάνω εις τα λεοντάρια. Αλλά τα λεοντάρια ήσαν μερικοί αθώοι φοιτηταί, ενδεδυμένοι με λεονταρίσιες προβιές. Συνηθίζουν, ξέρετε, κάτι τέτοιας παραλλαγάς οι Αγγλοσάξονες…».
Θυμούμαι τον Γουλιέλμον Δαίρπφελδ να μιλά έπειτα, στα ερείπια του αρχαίου λεσβιακού θεάτρου, για τον κόσμο των Ελλήνων. Για τους Αχαιούς. Για τους Φοίνικες. Οι Αχαιοί από πού ήρθαν; Προσπαθούσε, θυμούμαι, να βρει ομοιότητες στα ομηρικά έπη και στους βάρδους των βορείων λαών της Ευρώπης.
—«Κοιτάξτε τα ομηρικά έπη σας. Δεν πρόκειται διά πρωτόγονον ποίησιν και τεχνικήν. Ο Όμηρος είναι ακμή. Συνεπώς προηγήθη μία άνθησις πολιτισμού τον οποίον είχον λάβει οι λαοί αυτοί. Από πού ήλθον οι Αχαιοί; Από τον Βορρά; Εις την Νυρεμβέργην ευρέθησαν προ ολίγου χρόνου τάφοι παρόμοιοι με εκείνους που ευρήκα εγώ εις την Ιθάκην…».
Εις την Ιθάκην… Ο λόγος πέρασε απότομα στην πυρακτωμένη περιοχή της ψυχής: Όλος ο βίος αυτού του αρχαιολόγου, όλες οι έρευνες και οι ανασκαφές του συμπυκνώνονταν εκεί: στην ιδέα του ότι η ομηρική Ιθάκη είναι η Λευκάδα. Θυμάμαι πώς λάμψανε τα μάτια του, σ’ εκείνο το αρχαίο θέατρο της Μυτιλήνης, εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό του 1930, πόσο ο λόγος του ήταν ανέκκλητος:
—«Ιθάκη είναι η σημερινή Λευκάς! Μου παρεπονέθησαν οι Ιθακήσιοι ότι τριών χιλιάδων ετών δόξαν τούς την παίρνω διά μιας. Τους απεκρίθην: «Όχι, φίλοι μου. Το εναντίον! Να σας αποδώσω δικαιοσύνην ζητώ. Πραγματική πατρίς σας είναι η Λευκάς. Τα χωράφια και τα κτήματα εκεί πέρα είναι ιδικά σας, όχι των Λευκαδίων. Κάμετε το ταχύτερον μίαν αίτησιν εις τον Άρειον Πάγον και ζητήσατέ τα. Μάρτυρες διά το δίκαιόν σας: Εγώ και ο Όμηρος!»
Ηλίας Βενέζης, Εφταλού, Ιστορίες του Αιγαίου, Αθήνα, Εστία, 1972, σσ. 167-169.