Επανάσταση έφερε στο χωριό η Αγγέλικα. Οι καλοί χωριανοί δεν το λογάριαζαν τέτοιο κακό. Ο σκοπός τους ήταν αθώος. Αυτοί ζητούσανε μια καλή δασκάλισσα, να μάθει τα κορίτσια τους γράμματα. Γράφουνε λοιπό στη χώρα, και σε λιγάκι έρχεται η Αγγέλικα.
Σκολειό χτισμένο δεν είχαν ακόμα. Της νοικιάζουν ένα σπιτάκι, και μέσα σ’ αυτό το σπιτάκι άρχισε η Αγγέλικα να πολιτίζει του χωριού τα κορίτσια. Ως εδώ η δουλειά πήγαινε καλά. Τα κορίτσια μάθαιναν πως το ψωμί δεν τρώγεται μέσα στο βιβλίο α δε γίνει άρτος, και σαν τέλειωναν τα μαθήματα άρχιζε τ’ αργόχειρο. Και το βράδυ, σαν πηγαίνανε στα σπίτια τους, άλλη έδειχτε στον πατέρα της μπιμπίλες, άλλη παντούφλες, κι άλλη κεντημένες καπνοσακούλες. Κι ο πατέρας τα ‘βλεπε αυτά και καμάρωνε που τέλος πάντων είδαν ανθρωπισμό τα κορίτσια.
Η δουλειά όμως δε σταμάτησε ως εδώ. Οι μεγάλες οι κοπέλες, που δεν μπορούσαν πια να πάνε σκολειό, δεν έπρεπε να μείνουν κι αυτές πίσω. Πώς να βγουν οι μικρότερες αδερφάδες πιο άξιες και πιο χαριτωμένες στον κόσμο! Ρίχτουνται λοιπόν της Αγγέλικας κι ησυχία δεν της αφήνουν. Νυχτέρι δε γίνουνταν, που να μην την έχουνε στη μέση να λέει ιστορίες, να ξηγά συνήθειες της χώρας, να τραγουδάει τραγούδια της χώρας, να κόβει και να ράβει, κι αυτές να λησμονούν κάθε χωριάτικο παιχνίδι, τραγούδι και παραμύθι, και να κάθουνται σα μαγεμένες ν’ ακούν την Αγγέλικα.
Είναι αλήθεια πως σαν έφευγε η δασκάλισσα στο σπιτάκι της οι χωριατοπούλες, −πώς να την ξεχάσουν την τέχνη!− της κάνανε χίλια περιγέλια της κακόμοιρης! Άλλη να μιμάται τη φωνή της, άλλη τ’ ασυνήθιστα τα λόγια της, άλλη τη μαριόλική της ματιά. Αθώα περιγέλια, δίχως ζούλια και δίχως κακία, έτσι να της βρουν κατιτίς να γελάσουν. Και σα σκάνανε στο γέλιο, άρχιζαν πάλι να της θαμάζουν τα κόκκινα χείλη, τα κάτασπρα δόντια, το μικρό ποδαράκι, την περπατηξιά της, τα στολιδάκια της, τις φορεσιές της, όλη της τη χάρη και την ομορφιά.
Και με το βλέπε και θάμαζε, άρχισαν οι χωριατοπούλες ν’ αλλάζουνε συνήθειες. Η αλλαγή αυτή ήτανε βέβαια σιγανή κι απ’ έξω μοναχά. Το φυσικό της δεν μπορούσε να τ’ αλλάξ’ η χωριατοπούλα. Άλλαζε το λοιπό μερικά λόγια, μερικά φερσίματα, μερικά φορέματα και στολίδια. Κι αυτό ίσια ίσια ήταν που τους έκαμε τους χωριανούς να μην την καλοβλέπουν τη λουσάτη εκείνη τη μάγισσα. Δεν έσωναν πια τώρα τα σπιτίσια τα τούλια και τα λινομέταξα, έπρεπε να φέρνουν κι από το μαγαζί λογής λογής κορδέλες, κουμπιά και κουρέλια. Και το χειρότερο, που η μίμηση δεν μπορούσε να είναι σωστή, κι έβλεπες άξαφνα καπελίνο και γερντάνι μαζί, ή φράγκικο φαρμπαλά και κοντογούνι, ή κάτι τέτοιο. Ο πατέρας φυσικά δεν τα κοίταζ’ αυτά. Ο πατέρας μέσα του τα καμάρωνε ίσως. Εκείνο που τον πονούσε τον πατέρα ήταν η τσέπη, το έξοδο, αυτή ήταν η επανάσταση που έβλεπε ο νοικοκύρης και τον έπιανε τρομάρα. Κι όσο στολίζουνταν η κόρη του, τόσο τη φύλαγε αυτός τη λιγδωμένη του γούνα, ή το μπαλωμένο του πόδημα.
Μήτε δω δε σταμάτησε το κακό. Η Αγγέλικα, καθώς είπαμε, ήτανε ζωηρή και μιλητικιά. Άρχισε λοιπό σιγά σιγά να ψαλιδίζει και της χωριατοπούλας η γλώσσα, κι ας ήταν και κανένας ξένος μπροστά της. Καμιά φορά έλεγε και κατιτίς αδιάντροπο του πατέρα της. Οι προεστοί κι οι εφόροι ήταν καλοί πατριώτες κι ήθελαν την πρόοδο του χωριού. Η νοικοκυροσύνη τους όμως ήταν κι από τον πατριωτισμό μεγαλύτερη, και κάθε φορά που έπαιζαν τα κομπολόγια τους στο καφενεδάκι τους συλλογιούνταν πώς να τη συμμαζέψουνε λιγάκι αυτήν τη δασκάλισσα. Να τη διώξουνε δεν ταίριαζε. Μια δασκάλισσα έπρεπε νάχουν. Ποιός ξέρει α δεν τους ήρχουνταν και χειρότερη.
—Εγώ τονε βρήκα τον τρόπο, τους λέει μια μέρα ένας τους − Σπανό τον έλεγαν, αν και δεν ήτανε σπανός. Να την παντρέψουμε τη δασκάλισσα. Θα νοικοκυρευτεί και θα συχάσει κι αυτή και μεις.
—Πού να την παντρέψεις! Δεν άκουσες τι έλεγε τις προάλλες, της κόρης μου, πως είναι ντροπής να την παντρεύουν οι γονιοί της και να μη διαλέγει απατή της το παλικάρι της!
—Άι, την αφήνουμε λοιπόν και τον εδιαλέγει απατή της. Λίγο τερτίπι κι έγινε η δουλειά.
Καλή τους τύχη που είχαν έναν ανοικονόμητο χουβαρντά, τον πρωτομάστορα το Μυζήθρα. Πηγαίνει ο Σπανός μια βραδιά στην ταβέρνα, του ρίχτεται του Μυζήθρα, και με λίγα λόγια τον ετοιμάζει για το τερτίπι.
—Τι κάθεσαι και χάνεις τη νιότη σου και την ομορφιά σου; του λέει. πού θα την ξαναβρείς τέτοια Νεράιδα, τέτοιον αφρό, τέτοιον κρίνο; Τι καλύτερο θες από μια τέτοια γυναίκα; Το δικό σου το ’χεις, τι πειράζει α δεν έχει και προίκα; Τρέχα σκάρωσέ της μια πατινάδα. Αν τη φοβάσαι την πατινάδα, ένα λουλούδι, μια πρόφαση, και τέλειωσε η δουλειά. Τι χάνουμε τα λόγια μας; Πήγαινε σπίτι της απόψε να κοιτάξεις μην τύχει κι άρχισε να καθίζει ο καινούριος ο τοίχος. Πες πως σ’ έστειλα γω. Μη φοβάσαι. κάμε συ την αρχή, κι όσο για τα στερνά, έννοια σου, και γω είμαι δω.
Ο Μυζήθρας στην αρχή τα πήρε όλ’ αυτά για κοροϊδέματα του κυρ Σπανού. Τον ήξερε πως αγαπούσε να πειράζει τον κόσμο, και δεν πολυπρόσεξε. Σαν πήγαινε όμως σπίτι του τη βραδιά εκείνη, ο Μυζήθρας δεν τραγουδούσε καθώς που συνήθιζε. Ήτανε βυθισμένος σε παράξενες συλλογές. Ησυχία δεν είχε. Γιατί τάχα να κάμει τέτοιο χωρατό ο Σπανός; Γιατί να μην είναι κι αλήθεια; Τι χάνει να δοκιμάσει; Αν πιτύχει ποιος άλλος μες στο χωριό θα έχει τέτοιο θησαυρό για γυναίκα; Α δεν πιτύχει και το μάθει ο κόσμος, και της βγάλουν τραγούδι, ας όψεται ο Σπανός, που στάθηκε η αιτία.
Ανέβαινε τον ανήφορο και πήγαινε προς το σκολειό. Στάθηκε μια στιγμή να πάρει την αναπνοή του. Έριξε μια ματιά προς τα παράθυρα της Αγγέλικας, και του ήρθε να ξεσπάσει στο τραγούδι που να πάει καπνός. Κρατήθηκε όμως και πήγε μπρός. Φτάνει στην πόρτα. Η καρδιά του έτρεμε τώρα, ο λαιμός του στέγνωνε, ίδρος ψιλός τον περεχούσε. Σκύβει και βλέπει από την κλειδότρυπα πρι να χτυπήσει. Μέσα στο χαγιάτι η παρακόρη, η θύρα όμως της κάμαρας ανοιχτή, κι η Αγγέλικα μπρος σ’ ένα τραπεζάκι και κεντούσε.
—Καλά λέει ο Σπανός πως είναι Νεράιδα η διαόλισσα, είπε. Ωστόσο τι να της πρωτοπώ σαν έμπω! Άι, ας της πω καλησπέρα, κι έχει ο Θεός για τ’ άλλα.
Χτυπάει την πόρτα. Ανοίγει η παρακόρη, και μπαίνει μέσα ο πρωτομάστορας.
Η Αγγέλικα σηκώνεται μισοτρομασμένη. Στάθηκε σα λαμπάδα, με τα μαύρα της μάτια ορθάνοιχτα, σα να του έλεγαν τι θέλει εκεί τέτοια ώρα!
—Καλησπέρα σας, κι ένα λυχνάρι, της λέει, να ρίξω μια ματιά στο κατώγι, γιατί ο καινούριος ο τοίχος λεν πως καθίζει, και μ’ έστειλε ο κυρ Σπανός να κοιτάξω.
—Μαρούλα, φωνάζει η Αγγέλικα, άναψ’ ένα φως και δώσ’ το του Μάστορα να κοιτάξει. Ελπίζω πως δεν είναι τίποτε.
Εγώ κοίταξα καλά απ’ έξω και να σας πω δεν παρετήρησα τίποτις. Ως τόσο ας δούμε κι από μέσα.
Κατεβαίνει στο κατώγι, και σε λιγάκι ξανανεβαίνει και λέει πως δεν έχει φόβο ο τοίχος, και να μην το κάμει μήτε λόγο, να μην τρομάξει ο κόσμος του κάκου, και δε στέλνει σκολειό τα κορίτσια του.
Εδώ στάθηκε μια στιγμή ο Μυζήθρας μπροστά της. Ο Μυζήθρας δεν ήταν άσκημο παλικάρι. Ήταν αψηλός, μεγάλα καστανά μάτια και μικρό μουστάκι λεβέντικο, ήταν και γλυκομίλητος. Έλα όμως που δέθηκε η γλώσσα του τώρα! Τι να της πει, που ήταν κι η παρακόρη παρέξω!
—Ας δούμε μια και στο Σκολειό μέσα, λέει άξαφνα, εκεί που κοίταζε γύρω τους τοίχους.
Και παίρνει το λυχνάρι, και πηγαίνει μοναχός του στην κάμαρα του Σκολειού να συλλογιστεί πώς ν’ αρχίσει την ομιλία.
—Λάτε να δείτε, της φωνάζει από μέσα.
Η Αγγέλικα πηγαίνει στην κάμαρα του Σκολειού.
Έφεγγε δεν έφεγγε μέσα στη μεγάλη εκείνη την κάμαρα με το μικρό το λυχνάρι. Η Αγγέλικα περπάτηξε λαφριά λαφριά και πήγε και στάθηκε μπροστά του σαν άγαλμα, με το αμελημένο της φόρεμα, με τα μαύρα της μάτια, με τον άσπρο τον λαιμό της, και με τα δυο της χεράκια σφιγμένα κοντά στα στήθια σα να μισοκρύωνε.
Αυτή τη χαραμάδα πρέπει να είδε ο κυρ Σπανός και φοβήθηκε. Λίγο σουβά θέλει και τίποτις άλλο. Το σπίτι είναι γερό, μας βγήκε και καλορρίζικο. Όλες μας οι κοπέλες αθρωπεύουν εδώ μέσα.
Καλοσύνη σας να το λέτε αυτό. και του χαμογέλασε η Αγγέλικα.
—Δασκάλισσά μου, εμείς οι χωριανοί τα λέμε ίσια τα πράματα. Θα σας έλεγα και μια άλλη αλήθεια, α δε φοβούμουν πως ίσως το πάρετε άσκημα.
—Σαν τι αλήθεια; του κάνει η Αγγέλικα, και πάει ένα βήμα κοντύτερά του.
—Πως είναι μια ψυχή στο χωριό που πάει να τρελαθεί με τα σας.
—Καλέ τι μου λες! Και ποια να είναι, να σε χαρώ, αυτή η ψυχή; πες μου το τώρα που δε μας ακού και κανένας.
—Κι α θυμώσετε;
—Σου το τάζω πως δε θυμώνω, όποιος κι αν είναι. Γιατί να θυμώσω;
—Καλά, να σας το πω το λοιπόν. Είναι ένας, που δεν είναι γέρος, δεν είναι και φτωχός. Δεν ξέρει πολλά γράμματα, είδε όμως στον καιρό του λιγάκι κόσμο. Έξω την έμαθε την τέχνη του. Είναι λοιπόν και τεχνίτης. Δεν ξέρει να λέει τον πόνο του σα βιβλίο, ξέρει όμως να τον τραγουδάει σαν το πουλί μες στα δάση. Δεν ξέρει να χαιρετάει φράγκικα, μα ξέρει ν’ αγαπά και να χαδεύει ρωμαίικα.
—Και τ’ όνομά του; ρωτάει η Αγγέλικα χτυπώντας το ποδαράκι της.
Δεν μπορώ να το πω τ’ όνομά του. δεν αποκοτώ. Και σταμάτησε ο Μυζήθρας.
—Να είναι έτσι αψηλός, νόστιμος, παλικαράς, γλυκομίλητος; ρωτάει πάλι η Αγγέλικα γελώντας.
—Δεν μπορώ, δεν μπορώ να σας πω. Πάει να σβήσει ο νους μου σαν αυτό το λυχνάρι. Και βάζει το λυχνάρι σ’ ένα θρανί, και κοιτάζει χάμω συλλογισμένος.
—Τι έπαθες, παλικάρι μου; τι έχει ο καημένος!
Γυρίζει τότες ο Μυζήθρας και την καλοκοιτάζει και της λέει:
Δεν είναι πράμα ν' αρρωστά, πράμα να θανατώνει, Σαν την αγάπη την κρυφή που δεν ξεφανερώνει.
Η δασκάλισσα, αν και φυσικά κάτι ένιωσε, ή όμως ήθελε να παίξει και να περάσει την ώρα της, ή είχε όρεξη ν’ ακούσει κι άλλα, κι έκανε την ανήξερη ακόμα.
Έχεις αγάπη μες στην καρδιά σου, καθώς βλέπω, του λέει. Και ποια να είναι η άτυχη αυτή αγαπητικιά, που δεν το ξέρει τι πόνο την έχεις;
Και της ρίχτει τώρα φλογερή ματιά ο Μυζήθρας, και της μουρμουρίζει:
Αγγελικούλα ζάχαρη, κι Αγγελικούλα μέλι, Κι Αγγελικούλα κρυό νερό που πίνουν οι Αγγέλοι.
Δεν μπορούσε πια η Αγγέλικα να καμωθεί πως δεν έννοιωθε. Αρχίσανε να της έρχουνται σύγκρυα. Δεν ήτανε φρόνιμο να μείνει κοντά του. Μπορούσε να σκύψει κιόλας να την εφιλήσει. Τραβήχτηκε λοιπό δυο βήματα, πήρε το συνηθισμένο τον αέρα της σαν έβλεπε ξένο, και,
—Λοιπό δεν έχει τίποτις ο τοίχος, του κάνει. Ας είσαι καλά για τον κόπο σου. Και πήγε μέσα.
Ο Μυζήθρας τα είχε χαμένα. Τον έδερνε η αγάπη κι η ντροπή. Κοιτάζει γύρω του να δει πώς να φύγει χωρίς να τον ξαναδεί η περήφανη η Αγγέλικα. Βλέπει την πόρτα που έβγαιναν τα κορίτσια σα σκόλαζαν, την ανοίγει, κι ίσια έξω, χωρίς μήτε ν’ ακουστεί το περπάτημά του.
Σα βγήκ’ έξω από την αυλή, και κατέβαινε τον κατήφορο, και τονε χτύπησε τ’ αγέρι, και συνέφερε, χάθηκε η ντροπή και του έμεινε η αγάπη. Και σαν τράβηξε ακόμα παρακάτω, κι είδε μπροστά του τον κάμπο, και το φεγγάρι να παίζει στα κύματα, ξύπνησε το χουβαρνταλίκι μες στην καρδιά του, και διαλάληξε αμέσως ο κόσμος με το τραγούδι του:Καλονυχτίζω μια ψυχή και τ’ όνομα δε λέγω. Κι α μελετήσω τ’ όνομα βουρκώνουμαι και κλαίγω.
—Πείτε μου, πείτε μου κι άλλα, να σας χαρώ, απ’ αυτά τα δαιμονισμένα σας λιανοτράγουδα,− έλεγε μια βραδινή στις κοπέλες η Αγγέλικα, εκεί που έραβαν και κεντούσανε γύρω στου νυχτεριού το λυχνάρι.−Είναι γλυκά γλυκά και νόστιμα, είναι μυρωδάτα σαν το βασιλικό, πείτε μου κι άλλα, πεθαίνω για τα χωριάτικά σας αυτά τα ζουμπουλάκια, που τα καταφρονείτε, καημένες, μα δεν ξέρετε τι θησαυρό έχετε! Αχ, χωριό και πάλι χωριό! Πού να βρει κανένας τέτοιο νυχτέρι στη χώρα! Πού ν’ ακούσει τέτοια μοσκομυρισμένα τραγούδια! Θα τα μάθω, θα τα μάθω και γω αυτά τα τραγούδια. Δεν μπορώ πια να ζήσω δίχως αυτά.
Κι άρχισε αμέσως να ψιλοτραγουδάει σ’ ένα σκοπό του χωριού:
Κυπαρισσάκι μου ψηλό, σκύψε να σου λαλήσω, Έχω δυο λόγια να σου πω, κι απέ να ξεψυχήσω.
Και δώσ’ του γέλια οι κοπέλες, που πήγανε να λωλαθούνε μαζί της.
—Τι όμορφα τα τραγουδάει, σα να γεννήθηκε στο χωριό η μαριολεμένη! φωνάζανε.
—Μπα! και μήγαρη δε γεννήθηκα σε χωριό; Την καημένη με φέρανε στη χώρα μικρή μικρή,− μήτε μάνα είχα μήτε πατέρα. Ο καημένος ο θειος μου ο Παπα-Φέστας με πήρε στη χώρα και με πρόκοψε. Τη θυμούμαι τη δύστυχη τη μάνα μου σα να ήτανε χτες. Να! έτσι φαίνουνταν. Όλοι μου έλεγαν πως της έμοιαζα.
Και παίρνει μια μαγουλίκα, και την τριγυρίζει στο κεφάλι της, και τις κοιτάζει με ήμερη και συλλογισμένη ματιά. Ήταν αληθινή ζουγραφιά τώρα.
Οι χωριατοπούλες κάθουνται και τη βλέπουν αμίλητες και συγκινημένες. δυο τρεις δάκρυσαν κιόλας.
—Είσαι δική μας, Αγγέλικα, και βγάλτ’ από το νου σου πως θα μας φραγκέψεις, της λέει η μια τους, η μεγαλύτερη.
—Εγώ να σας φραγκέψω, αγάπη μου; Θεός να φυλάξει! Κοιτάξετε να μη με φραγκέψετε σεις τώρα που ξανάγινα πάλι χωριατοπούλα. Μια βδομάδα και θα μου τραγουδάς το τραγούδι της νύφης.
Έμειναν όλες ξερές. Βάζουν τ’ αργόχειρα χάμω, βλέπουν η μια την άλλη, αρχινούν ένα τσιριχτό σα λωλές, πηδούν όρθιες, και τριγυρνούν την Αγγέλικα, να μάθουν τι τρέχει.
—Αφήστε με να σας τα πω. Να! απλό πράμα. αγάπησα ένα παλικάρι, και θα το πάρω. Μη ζουλέψετε. Δεν είναι καμιανής αρραβωνιαστικός. Είναι από τον άλλο τον μαχαλά. Δεν είναι γέρος, δεν είναι και φτωχός. Δεν ξέρει πολλά γράμματα, ξέρει όμως την τέχνη του. Δεν μπορεί να μου την πει την αγάπη του σα βιβλίο, ξέρει όμως και τραγουδά σαν το πουλί μες στα δάση.
[…]
Κι έτσι νοικοκυρεύτηκε η δασκάλισσα, ντύνουνταν και μιλούσε και φερνότανε σαν όλον τον κόσμο, γλύτωσαν και του χωριού οι κοπέλες από την τρέλα να θέλουν και καλά να φαίνουνται Φράγκισσες.
Αργύρης Εφταλιώτης, «Η Αγγέλικα», Νησιώτικες Ιστορίες, Εκδοτικός Οίκος Φέξη, Αθήνα 1911, σ. 59−66.