»Τον είδα που αγρίεψε και χέστηκα απ' το φόβο μου. Ήμουνα, βλέπεις, γεμάτος σημειώματα. Τα γράφανε οι δικοί μας που είχαν εγκλωβιστεί στις γειτονιές του κέντρου και μαρτυρούσαν τις θέσεις των μοναρχικών και των Εγγλέζων, ιδιαίτερα το πού ακριβώς είχαν στημένο πολυβόλο, τα περίφημα μπρεντ τότε…
»Ναι, εμάς στέλνανε για τέτοια θελήματα. Γυναίκα δεν πήγαινε, οι άντρες ήταν στόχος, μόνο εμείς, η μαρίδα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη. Σου λέει, παιδιά είναι… όμως εκείνος ο χωροφύλακας που είχα πέσει, στριμμένο άντερο, με πιάνει από το αυτί… "Εμπρός, πάμε να τα πεις αυτά που μου 'πες και στον Κοτσώνη".
»Ο Κοτσώνης διοικούσε τότε τα τάγματα ασφαλείας. Είχε το αρχηγείο του σ' ένα διώροφο που σώζεται ακόμα, περιουσία νομίζω του Τσουδερού ή του Καφαντάρη, θα σε γελάσω. Λέγανε πως είχε πάρει με το ίδιο του το χέρι πολλά κεφάλια. Μόλις φτάσαμε στην είσοδο που ήταν ζωσμένη με σακιά, μπήκε μέσα ο χωροφύλακας να τον φωνάξει, ο σκοπός με κοίταξε αδιάφορα και μετά γύρισε από την άλλη, προς τα κει που πέφτανε οι σφαίρες. Λέω από μέσα μου, "τώρα είναι η ευκαιρία", έβγαλα τα δυο σημειώματα από το στρίφωμα του σακακιού μου, έκοψα και μια μπουκιά ψωμί και τα 'χωσα όλα μαζί στο στόμα μου. Έτσι, όταν μ' ανέβασαν πάνω, είχα λιγάκι ηρεμήσει. Ό,τι και να μου κάνουν, σκέφτηκα, όσο και να με ψάξουν, τίποτα δε θα μου βρουν. Κι ευτυχώς, γιατί ο μπάσταρδος ο Κοτσώνης με ξετίναξε, ύστερα κράτησε τα τρόφιμα και μ' έστειλε στο διάολο. Όπως έφευγα, το θυμάμαι λες και είναι τώρα, φέρνανε σηκωτό ένα γειτονόπουλο του εφεδρικού ΕΛΑΣ. Το πέταξαν μπροστά στα πόδια του Κοτσώνη. Δε γύρισα να δω, όπου φύγει φύγει, άκουσα μόνο την μπιστολιά…»