11.6.21

Διβάνη Λένα, Ενικός αριθμός

Όταν μετά από δεκαπέντε ώρες ταξίδι είδε απ’ τα παράθυρα του ταξί τα πρώτα σπίτια του Βόλου, κατάλαβε ότι έπρεπε να διαλέξει πού θα πάει: νοσοκομείο ή σπίτι; «Ποιον αγαπάς, μωρό μου, περισσότερο, τον μπαμπά ή τη μαμά;» Αν απαντούσε «τον μπαμπά», θα τη σκότωνε. «Τη μαμά», ψέλλιζε. Πονούσε κάθε φορά που έπρεπε να αρνηθεί τον λυπημένο του πατέρα. Τον αρνιόταν όμως κάθε φορά, γιατί ήταν πιο εύκολο. Έτσι είναι ο άνθρωπος, σκεφτόταν όταν μεγάλωσε, ένα σκουπίδι στον άνεμο, διαλέγει πάντα το πιο εύκολο. Το χρωστούσε σ’ εκείνον. «Ογλ 137», είπε στον ξενυχτισμένο σοφέρ απ’ το Γαλάτσι που […] από μέσα του. Ωραία κούρσα διάλεξε. Πήγε αεροδρόμιο και βρέθηκε στον Βόλο να αναζητάει την οδό Ογλ. Πού σκατά είναι αυτή η Ογλ; Ποιος […] ήταν αυτός ο γλωσσοδέτης; Άκου Ογλ! Πελάτης να σου τύχει… ούτε μια φορά δεν έσκασε τ’ αχείλι του. Τριακόσια εξήντα χιλιόμετρα στη μούγγα, κι ούτε έναν καφέ στου «Λεβέντη» δεν τον άφησε να πιει ο κερατάς.

Ο Άρης οδήγησε το ταξί στη γειτονιά του, πλήρωσε και κατέβηκε. Τα παντζούρια της μάνας του κλειστά, η αυλόπορτα σφαλισμένη. Σαν να μην πέρασε μια μέρα. Σχεδόν την είδε να βγαίνει με ποδιά λερωμένη μπροστά, ρόμπα ψιλό εμπριμέ από κάτω, τσιτάκι, ραμμένη από την Κούλα του ψιλικατζή δίπλα. Στα χέρια το πιάτο με το φαΐ, αλεσμένο, νιανιά, άνοστο, θρεπτικό. Τα μάτια να ψάχνουν το δρόμο, η φωνή να ουρλιάζει εκνευρισμένη εκ των προτέρων –μια φωνή ξέρεις–τι–τραβάω–εγώ;– «Άρηηηηηη, έλα, παιδί μου, να φας!». Μερικές φορές άκουγε «Έλα, παιδί μου, να τις φας», μπερδευόταν, το ίδιο ήταν τελικά.

Χτύπησε το κουδούνι. Είχε κλειδί, αλλά δεν ήθελε. Το σπίτι της ήταν, όχι το σπίτι του. Να το καταλάβει αυτό. Χτύπησε λοιπόν και περίμενε. Σε πέντε λεπτά η πόρτα μισάνοιξε, κι αυτή, γριά πια, πρώτη φορά την έβλεπε γριά, κρατούσε το πόμολο και στηριζόταν.

«Ήρθες;»

Ο Άρης δε μίλησε. Έκανε ένα βήμα μπροστά για να την αναγκάσει να κάνει πίσω, να κάνει χώρο και γι’ αυτόν, να μπει μέσα. Η κάμαρα μύριζε κλεισούρα και κρεμμύδια γιαχνί. Το ταβάνι χαμηλό, τον έπνιγε. Πήγε και άνοιξε το δεξί παράθυρο. Αυτή έτρεξε το κατόπι του.

«Τι ανοίγεις τώρα; Θες να μας ακούσει η γειτονιά;»

Η γειτονιά την ένοιαζε. Τίποτ’ άλλο. Η […] ψωροπερηφάνια της. Να μη δώσουμε δικαιώματα. Τα δικά του δικαιώματα δεν είχαν και τόση σημασία. Η ζωή του ερχόταν μετά. Η ζωή του, αυτό το στενό παπούτσι στο οποίο στριμωχνόταν σαράντα χρόνια τώρα.

Προσπάθησε να κρατήσει τη φωνή του χαμηλά.

«Να ξεμυρίσει λίγο, δεν μπορώ να ανασάνω εδώ μέσα».

Σήκωσε τους ώμους της. Είχε σοβαρότερες μάχες να δώσει, δε θα ξόδευε ενέργεια σε ασήμαντες αψιμαχίες.

«Γιατί ήρθες έτσι λάχα λάχα; Μέρα ήταν και αύριο και μεθαύριο».

Την κοίταξε στα μάτια. Μήπως καταλάβει, μήπως φωτιστεί. Από τι υλικό ήταν φτιαγμένη; Ντουβάρι; Πέτρες; Να κυλάει ο χρόνος και να αφήνει την ψυχή της απείραχτη, περίκλειστη, και τα ψέματα και τα λόγια όλα να τα ξεπλένει από πάνω της, πέτρα απάτητη η ψυχή της, πέτρα σκληρή τα μάτια της, πέτρα αχάραχτη το πρόσωπό της. Η μάνα του πέτρα που σηκώθηκε εναντίον του. Τώρα ήταν έτοιμος να επιτεθεί κι αυτός. Καιρός του θερίζειν, μαμά. Όλοι οι μώλωπες ξύπνησαν απ’ τον ύπνο τους, οι μελανιές όλες μαζί τον πονούσαν.

«Ήρθα γιατί ο πατέρας μου πεθαίνει μόνος του σ’ ένα παλιοκρέβατο του νοσοκομείου».

Τα λόγια του ακούστηκαν ήσυχα κι αυτό την ανησύχησε περισσότερο.

«Άσ’ τον αυτόν. Πάει. Τελείωσε. Κάτσε. Να σου φτιάξω ένα γάλα;»

«Δεν πρόκειται να κάτσω. Ήρθα μόνο να σου πω ότι…»

Άρχισε να τραυλίζει. Πάνε τα σχέδια, τι θα πει στην αρχή και πώς θα τη συντρίψει αργά, τώρα τραύλιζε πάλι, η δύναμή της πάνω του κόμπος στο λαρύγγι του – αν της μιλήσει ανοιχτά, θα τη σκοτώσει;

«… δεν καταλαβαίνω… δεν καταλαβαίνω τίποτα πια. Τυφλός γεννήθηκα, τυφλός έμεινα. Κι εσύ…»

Καθόταν και τον κοιτούσε στα μάτια. Περίμενε. Κοκκαλωμένη αλλά ήρεμη, παγοκολόνα, εκ πεποιθήσεως αθώα, τόσο, που δεν ήξερε τι να της πει, τι ακριβώς να της καταλογίσει. Όταν έχεις να πεις τόσο πολλά, τα λόγια κρύβονται. Φοβούνται και τα λόγια, μεγάλη η αποστολή, το βάρος δυσβάσταχτο, πώς να μετρήσουν, πώς να αναφέρουν ευπειθώς και με ακρίβεια τέτοια βουνά από πόνο;

Εγκατέλειψε λοιπόν. Δεν άντεξε. Όπισθεν ολοταχώς. Έκανε μεταβολή, πήρε το μικρό σακβουαγιάζ και βγήκε πάλι απ’ το σπίτι. Τον έδιωχνε αυτό το δωμάτιο, μάταιη κάθε κουβέντα, είχαν ζωντανέψει οι τοίχοι, η μέρα που ο πατέρας του διάβηκε αυτό το κατώφλι είχε επιστρέψει. Του άνοιξε την πόρτα, να φύγει κι αυτός να πάει να τον προλάβει. Αυτή τη φορά του το χρωστούσε.

«Άρη!»

Η φωνή της έκρωξε σχεδόν τ’ όνομά του. Δεν το πίστευε, αρνιόταν, τόσα χρόνια δουλειάς, ιδρώτα, πείσματος, να καταλήξει εκεί, το σκατόπαιδο, η ζωή της όλη, να ανοίγει την πόρτα, να φεύγει, να διαλέγει εκείνον, τον κιοτή, το φυγάδα, τον άντρα χωρίς παντελόνια.

«Άρη, αν πας σ’ εκείνον, να το ξέρεις θα πεθάνω».

Το ήξερε καλά, η μάνα του ποτέ δεν έλεγε μεγάλα λόγια, το εννοούσε αυτό που έλεγε. Κι αυτός όμως το εννοούσε όταν είπε:

«Το τι θα κάνεις είναι δικός σου λογαριασμός. Αντίο».



Διβάνη Λένα, Ενικός αριθμός, Καστανιώτη, Αθήνα 2002 (7η), σ. 210-214.